Legendary Pokémon

Full Version: Bed Time Stories
You're currently viewing a stripped down version of our content. View the full version with proper formatting.
Τι κοινό έχουν ένας νεαρός φοιτητής , μία ψυχολόγος , δύο μπράβοι , ένας νονός της νύχτας , ένας καθηγητής πανεπιστημίου και ένας "νονός" της νύχτας; Η νύχτα ενώνει όλους αυτούς τους χαρακτήρες , και οι ιστορίες τους είναι ιδανικές για να τις απολαύσεις αφότου πέσει το φως της ημέρας. Bed Time Stories. Απολαύστε το ουίσκυ σας ακούγοντας την αγαπημένη σας μουσική και αφήστε τες να σας συνεπάρουν.
Σύντομα το πρώτο "επεισόδιο" .

Τα επεισόδια θα δημοσιεύονται στο blog που μόλις δημιούργησα , http://bedtime1.blogspot.gr/ , αλλά μιας και έχω μακρά παράδοση στο lp , θα τα ποστάρω και εδώ ένα ένα Big Grin !
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και συνηδειτοποίησε ότι βρισκόταν μέσα στη μπανιέρα. Έκανε κρύο μέσα στο μπάνιο. Λύγισε τα πόδια του και έπιασε το μουσκεμένο κεφάλι του. «Τζερμ» , ψέλλισε. «Τζερμ Τιλτ». Κοίταξε παράξενα το πάτωμα της μπανιέρας και έσφιξε τα χερούλια της ώστε να σηκωθεί. «Τζερμ Τιλτ» , βόγκηξε καθώς τα πόδια του στηρίζονταν στον πάτο της μπανιέρας. Τι στο καλό είχε συμβεί; Σηκώνοντας αργά πρώτα το δεξί και μετά το αριστερό του άκρο, κατόρθωσε να βγει έξω. Εκεί , αποσβολωμένος κοίταξε τα πλακάκια του μπάνιου. Όλα έμοιαζαν εντάξει υπέθετε. Τα χέρια του βέβαια , ήταν μουδιασμένα ακόμα από τον ύπνο. Μα γιατί ξύπνησα μέσα στη μπανιέρα; Ξαναρώτησε τον εαυτό του , σαν να περίμενε ότι κάποιος θα του απαντούσε. «Τζερμ Τιλτ. Φοιτητής Φιλολογίας , στο πανεπιστήμιο της Γκόλντβιλλ». Χαρούμενος που θυμόταν ποιος ήταν , έσυρε το βήμα του μέχρι το νιπτήρα. Το βλέμμα του έπεσε στον καθρέφτη. Παρατήρησε τον εαυτό του. Φορούσε ένα σκισμένο και γεμάτο σκούρα σημάδια φανελάκι. Κι όμως , θυμόταν ότι φορούσε ένα κίτρινο ανοιχτό πουκάμισο χθες βράδυ. Προσπέρασε αυτή τη λεπτομέρεια , και έδωσε βάση στο κουρασμένο πρόσωπό του. Μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του φανέρωναν την κόπωση του , αλλά και το πόσο άβολα μπορεί να κοιμηθεί κάποιος σε μία μουσκεμένη μπανιέρα. Τα μαλλιά του στέκονταν διάσπαρτα , ανακατεμένα και βρεγμένα , ενώ λίγο ξεραμένο αίμα γινόταν αισθητό στο μάγουλό του. Γενικά είχε πολλές γρατζουνιές στο σώμα του και αυτό τον παραξένευε. Αλλά πιο πολύ τον παραξένευε που το μυαλό του δεν είχε καμία λογική εξήγηση για το ότι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή ή για το τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Προσπάθησε να ηρεμήσει. Πήρε βαθιές ανάσες και ετοιμάστηκε να ανοίξει την πόρτα του μπάνιου. Ότι και να έβρισκε στο σαλόνι , θα το αντιμετώπιζε με ηρεμία και νηφαλιότητα. Το πρώτο σοκ είχε περάσει και αυτό ήταν η δική του εξωτερική αμφίεση.
Άρπαξε το πόμολο της πόρτας και με περισσή δύναμη το τράβηξε. Μάταια. Η πόρτα δεν άνοιξε. Κλειδωμένη; Συνέχισε να κατεβάζει με δύναμη το χερούλι , αλλά η πόρτα του μπάνιου παρέμενε αμετακίνητη. Έψαξε πάνω του για το κλειδί αλλά δεν βρήκε τίποτα. Για να βγει έξω θα έπρεπε να σπάσει την πόρτα που του έκλεινε διάπλατα το δρόμο. Και αυτό θα έκανε. Οι προσπάθειες να την ανοίξει κόσμια σταμάτησαν και άρχισε να παίρνει φόρα και να πέφτει πάνω στην άσπρη θύρα που τον εγκλώβιζε μέσα στην τουαλέτα. Μετά από τρεις μάταιες συγκρούσεις με το εμπόδιό του , σταμάτησε και κοίταξε ξανά όλο το δωμάτιο. Έπρεπε να βγει έξω και ακολούθως να προσπαθήσει να θυμηθεί τι είχε συμβεί τη νύχτα. Φορτισμένος από τη σκέψη και την αγανάκτηση όρμησε στην πόρτα με περίσσια δύναμη. Τα επόμενα δευτερόλεπτα άκουσε μερικά κρακ και όσο ήταν πάνω στην πόρτα ένιωσε να αιωρείται. Τις λίγες στιγμές που βρισκόταν στο μεταίχμιο ανάμεσα στο μπάνιο και το σαλόνι του κοίταξε γύρω του. Το μικρό διαμέρισμά του βρισκόταν σε ένα μικρό χαμό. Η πόρτα προσέκρουσε στο πάτωμα και εκείνος έβγαλε μία κραυγή απόγνωσης. Πρώτα είδε τον καναπέ. Στεκόταν στη μέση του χώρου , γεμάτος σχισίματα. Το χαλί είχε λεκέδες από σάλτσες αλλά και ποτό. Μπουκάλια ουίσκι βρίσκονταν διάσπαρτα και ορθάνοιχτα στο χώρο , ενώ η λάμπα κρεμόταν περίεργα από το ταβάνι. Σηκώθηκε ξαφνιασμένος από όλη αυτή την εικόνα και έτσι σοκαρισμένος , έπεσε στον καναπέ. Γιατί δε θυμόταν τίποτα; Τουλάχιστον θυμόταν ποιος ήταν. Αλλά η προηγούμενη βραδιά είχε διαγραφεί μία και καλή από τη μνήμη του. Ήθελε να ουρλιάξει. Το μικρό σπίτι του ήταν βανδαλισμένο και ο ίδιος είχε κοιμηθεί κλειδωμένος μέσα στη μπανιέρα του. Το κινητό του! Αυτό θα είχε την απάντηση! Έπρεπε να ανακαλύψει με ποιους είχε συνομιλήσει και να πάρει τηλέφωνο κάποιον για να του λύσει τις απορίες. Επίσης έπρεπε να μάθει τι είχε συμβεί στο σπίτι του , αλλά και να το συγυρίσει.
Σηκώθηκε αποφασισμένος , βρήκε το κινητό του στη βιβλιοθήκη και πρόσεξε όλες τις αναπάντητες κλίσεις. Αρχικά διάβασε τα ονόματα που τον είχαν καλέσει.Έντρομος , άφησε για ένα λεπτό τη συσκευή ξανά κάτω. «Είμαι νεκρός…» , μουρμούρισε. Χθες είχε επέτειο με την κοπέλα του , τη Μελίσσα. Έκλειναν έναν χρόνο. Και αντί να ξυπνάει δίπλα της ή τουλάχιστον σε μία φυσιολογική κατάσταση που να υποδεικνύει ότι πέρασαν μία όμορφη νύχτα , ξύπνησε σε αυτό το τραγικό χάλι. Οι εφτά από τις δέκα κλήσεις , ανήκαν σε εκείνη. Μάλιστα είχε αφήσει και ένα μήνυμα στον αυτόματο τηλεφωνητή. Με θλίψη πίεσε την επιλογή ακρόασης. Θα το άκουγε , έτοιμος να τη χάσει για πάντα. Έτσι κι αλλιώς ένιωθε ότι ποτέ δεν την ικανοποιούσε. Ήταν μία κινητή αποτυχία , και η κοπέλα του όσο και αν τον αγαπούσε πολύ, κάποια στιγμή θα απηυδούσε μαζί του. Τώρα μάλλον είχε φτάσει η στιγμή. Είχε καταστρέψει την επέτειό τους. «Αγάπη μου! Τζέρμυ μου!» , άκουσε τη φωνή της απορημένος. «Ακόμα κοιμάσαι κατεργαράκο; Κουράστηκες έτσι; Χεχε , λογικό γλυκέ μου!». Δεν καταλάβαινε τίποτα πλέον. «Λοιπόν , θέλω να ξέρεις ότι πέρασα υπέροχα χθες , δεν έχω περάσει ποτέ ξανά τόσο όμορφα!» , το μήνυμα συνέχιζε να ακούγεται στα αυτιά του. Η φωνή της Μελίσσα , ήταν τόσο γλυκιά και τρυφερή. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα περίεργο χθες. Ο Τζερμ χαμογέλασε λιγάκι και ύστερα συνέχισε να ακούει το μήνυμα. «Πάρε με τηλέφωνο μόλις ξυπνήσεις Τζέρμυ μου , σε αγαπώ πολύ! Η Μελισσούλα σου». Τίναξε το κεφάλι του και ξάπλωσε στον καναπέ. Έπρεπε να σκεφθεί τι είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ. Θα το έπαιρνε απ’ την αρχή.
Είχε ραντεβού με τη Μελίσσα γύρω στις οχτώ και μισή έξω από ένα γνωστό εστιατόριο , το Σόλε Ντ’ Όρο. Θυμήθηκε ότι κατευθύνθηκε προς τα εκεί με το μικρό του αυτοκίνητο. Αλλά μετά…όλα θόλωναν. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Τότε άκουσε για πρώτη φορά το τρίξιμο. Τινάχτηκε από τον κουρελιασμένο καναπέ και κοίταξε μέσα. Το δωματιάκι του. Είχε ξεχάσει να το ελέγξει. Ένα δεύτερο τρίξιμο ακούστηκε από εκεί. «Η λύση στα προβλήματά μου!» , αναφώνησε. Ίσως κάποιος φίλος του να βρισκόταν στο δωμάτιο. «Μάικλ , είσαι μέσα; Εσύ είσαι; Νέητ; Πες μου ότι είσαι εσύ!» φώναξε καθώς πηδούσε πάνω από ένα μπουκάλι. Με την ελπίδα ότι ένα από τα δύο φιλαράκια του βρισκόταν στο δωμάτιο μπήκε μέσα και κοίταξε γρήγορα το κρεβάτι του.
Πάνω στο κρεβάτι βρισκόταν γυμνή μία κοκκινομάλλα. «Καλημέρα Τζερμούλη!» , είπε τσαχπίνικα. Δεν το πίστευε. Η κοπέλα ήταν γύρω στα 25 με 30 , με καμπύλες. Ήταν από τις κοπέλες που ποτέ δε θα τολμούσε να την πέσει. Πόσο μάλλον να τη φέρει στο σπίτι του και να την αφήσει ολόγυμνη μέχρι το πρωί πάνω στο κρεβάτι του. Ακόμα και αν τα έκανε όλα αυτά…γιατί να τα κάνει την ημέρα της επετείου του με την Μελίσσα. «ΠΟΙΑ ΕΙΣΑΙ ΠΑΛΙ ΕΣΥ;» ούρλιαξε έντρομος στη σκέψη και μόνο του τι είχε κάνει. «Τζερμούλη γιατί με εγκατέλειψες εδώ και έφυγες τρέχοντας;» η κοπέλα αγνόησε τα λόγια του και εκφράστηκε παραπονιάρικα. Το ύφος της ήταν πολύ γλυκό αλλά συγκρατήθηκε. «Πες μου σε παρακαλώ ποια είσαι και τι κάνεις εδώ..» , αγχώθηκε. Τι άλλο είχε κάνει; «Είσαι και πλακατζής βρε χαζούλη μου~!» , με το γατίσιο βλέμμα της σηκώθηκε και τον αγκάλιασε. Ο Τζερμ πανικοβλημένος , άρπαξε τα χέρια της και τα έβγαλε από το λαιμό του. «Λυπάμαι , ότι κι αν έγινε μεταξύ μας χθες , δε θυμάμαι τίποτα» , αποφάσισε να είναι ειλικρινής. «Και έχω κοπέλα» , ίσως παραήταν ειλικρινής με αυτό , άλλος στη θέση του , αν έβρισκε μία τέτοια θεά γυμνή στο κρεβάτι του , θα το εκμεταλλευόταν στο έπακρο. Αλλά ο Τζερμ ήταν ο Τζερμ. Και αγαπούσε τη Μελίσσα. Τη φοβόταν επίσης. «Τζερμ….σταμάτα τα αστεία και έλα…» , εκείνη όμως δεν έδειχνε να πτοείται. «Λες αλήθεια;» ή ίσως και όχι. Μάλλον κατάλαβε ότι έλεγε την αλήθεια. «Συγγνώμη , δεν έχω καμία ιδέα του τι έγινε χθες. Καταρχάς…πώς σε λένε;» , τώρα μάλλον όδευαν προς εκεί που ήθελε. Προφανώς ή πολύ τίμιος ήταν ή πολύ βλάκας. «Λουίζα…» , μετά από μερικές στιγμές σιωπής , ήρθε και η απάντησή της. «Πάλι τα έκανα μαντάρα…» , σκέφτηκε , όσο εκείνη τραβιόταν από κοντά του. Ντροπιασμένη τυλίχτηκε με το σεντόνι. «Κοίτα…μη νιώθεις άβολα…χθες πρέπει να έγιναν πολλά , μόνο που δε θυμάμαι τίποτα». Τώρα ο Τζερμ προσπαθούσε να τα μπαλώσει. Μα ήταν αργά.
Εκείνη τη στιγμή , σαν ξαφνική αναλαμπή , του ήλθε στο μυαλό. Σαν να είχε ξυπνήσει από κάποιο εφιάλτη , αντίκριζε τα γυμνά στήθη της Λουίζας. Ναι αυτό είχε συμβεί. Σοκαρισμένος , την παράτησε σύξυλη πάνω στο κρεβάτι και έτρεξε έξω στο σαλόνι. Εκεί αντίκρισε τα σπασμένα μπουκάλια , τον ταλαιπωρημένο καναπέ και το λερωμένο πάτωμα. Τρομαγμένος από όλα αυτά έτρεξε στην τουαλέτα έκλεισε με κρότο την πόρτα , κλείδωσε και πέταξε το κλειδί στην τουαλέτα. Ύστερα κρύφτηκε μέσα στην μπανιέρα και άνοιξε το ντουζ. Ίσως με το κρύο νερό ερχόταν στα συγκαλά του. Εκεί όμως μάλλον τον πήρε ο ύπνος. Δε θυμόταν βέβαια τι συνέβη πιο πριν , αλλά τουλάχιστον είχε καταφέρει να ξεκλειδώσει μία μικρή γωνίτσα της μνήμης του.
«Λουίζα , καλύτερα να φύγεις» , τώρα μόνο αυτό έμενε να κάνει. «Ίσως χθες μέθυσα και σε έφερα σε δύσκολη θέση , αλλά τώρα θέλω να απολογηθώ. Δε..δεν ξέρω τι να πω..» . «Τα ρούχα μου…» , τώρα η κοπέλα απέναντί του είχε χάσει το σέξυ ύφος της και ήταν δυσαρεστημένη αλλά και τρομαγμένη. «Τα ρούχα μου Τζερμ…αν είναι αυτό το πραγματικό σου όνομα…» , ήταν φανερά καχύποπτη. «Μα ναι φυσικά! Τζερμ με λένε!» , ότι και να έλεγε όμως , είχε λερωμένη σίγουρα τη φωλιά του. «Τα ρούχα μου Τζερμ…βρίσκονται στο αυτοκίνητό σου!» συνέχισε το λόγο της με σκυμμένο κεφάλι.
Φέρνοντας τα ρούχα της άτυχης Λουίζας από το αυτοκίνητο στο διαμέρισμά του , σκεφτόταν τις συνέπειες των πράξεων του. Ήταν απαίσιος , έφερε μία κοπέλα στο σπίτι του γυμνή και την άφησε όλη νύχτα στο κρεβάτι. Διέλυσε το σαλόνι του και κοιμήθηκε στην μπανιέρα. Τουλάχιστον η Μελίσσα πέρασε καλά. Η Λουίζα ντύθηκε γρήγορα και ντροπιασμένη πήγε να φύγει. Αλλά μπορούσε να την αφήσει έτσι; Έπρεπε να απολογηθεί πιο κόσμια. Ήταν ατσούμπαλος και ίσως όχι ο πιο έξυπνος άνθρωπος στη γη , αλλά ας ήταν ευγενικός. Της το χρωστούσε. «Λουίζα , δεν ξέρω πώς φέρθηκα χθες το βράδυ , αλλά θα ήθελα να γνωρίσεις τον πραγματικό μου εαυτό. Αν θέλεις πάμε για κάποιο καφέ , εκεί ίσως μου εξηγήσεις και τι πραγματικά έγινε!» . Επιτέλους , μίλησε σαν άνδρας! Επιτέλους φέρθηκε φυσιολογικά και ευγενικά! «Θα κεράσω φυσικά!» πρόσθεσε. «Και δε θα σε αφήσω γυμνή να με περιμένεις , το υπόσχομαι!» , αυτό την έκανε να γελάσει λίγο. «Εντάξει Τζερμ , για να μην νομίζεις ότι είμαι ξινή , γράψε το τηλέφωνό μου!» απάντησε επιτέλους εκείνη. «Α , και συγγνώμη για το σπασμένα μπουκάλια ουίσκυ!» είπε ανακτώντας την τσαχπίνικη και παιχνιδιάρικη ματιά της. Καθώς έφευγε ανάλαφρα από τις σκάλες , ο Τζερμ κοιτούσε με απορία το χαρτάκι με τον αριθμό της. Έπρεπε να βγουν σύντομα για καφέ , μήπως και του αποκάλυπτε τι έγινε την προηγούμενη μοιραία νύχτα. Προς το παρόν , έπρεπε να μαζέψει το σαλόνι του και να καλέσει τη Μελίσσα. Ενώ νύχτωνε , ένα πράγμα ήταν σίγουρο για τον Τζερμ Τιλτ. Ότι και να έκανε την προηγούμενη ημέρα , εκείνη τη στιγμή , είχε καλές σχέσεις με δύο διαφορετικές γυναίκες , την κοπέλα του και μία αιθέρια ύπαρξη… Ποιος να το πίστευε!!;
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
http://bedtime1.blogspot.gr/2015/06/1.html
Ρε άνθρωπε άσε κάνα κενό ανάμεσα στα κομμάτια/στις παραγράφους, φαίνεται τεράστιο και βαρετό για διάβασμα Toungue
για κάποιο λόγο τα κενά από το Word ενώθηκαν...πφφφ , θα το κάνω έντιτ όταν δε βαριέμαι ;ρ
στο μπλογκ το κανα ήδη έντιτ , τσέκαρέ το xD
H νύχτα άπλωσε τα μαύρα της πέπλα πάνω από τη Βασιλεύουσα...
Ανέβηκε και το 2ο επεισόδιο!

bedtime1.blogspot.com

2. Mία (σχεδόν) συνηθισμένη νύχτα


Ο Μπαξ άνοιξε με φόρα την πόρτα και μπήκε μέσα στο παλιό αυτοκίνητο. Κρατούσε 2 καφέδες και τρία ντόνατς στα χέρια του , αλλά για κάποιο λόγο κατάφερε να τραβήξει το χερούλι και να θρονιαστεί στη θέση του συνοδηγού.
«Θέλω να θυμάσαι πάντα , πως ότι τραβάμε τώρα , το τραβάμε εξ αιτίας σου!» , μούγκρισε αμέσως μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του, ο Ντομένικο , ο οδηγός του οχήματος .
«Δε φτάνει που με στέλνεις να σου αγοράζω φαγητό και νεροζούμια λες και είμαι το παιδί για τα θελήματα , ζητάς και τα ρέστα;» απάντησε γρήγορα εκείνος. Θυμωμένος ο Ντομ , άφησε τα χέρια του από το τιμόνι και άρπαξε στα γρήγορα το ένα από τα δύο ποτηράκια καφέ. Καθώς ρουφούσε τον καφέ του , γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια.
«Σε ανέχομαι τόσο καιρό Μπάξυ , το να μου φέρεις λίγο καφεδάκι δεν είναι τίποτα μπροστά σε ότι έχεις κάνει!» , το σκουρόχρωμο υγρό κύλησε στο λαιμό του και ύστερα συνέχισε , «Εξάλλου απ’ ότι βλέπω πήρες κι εσύ έναν!» .
«Αναγκάστηκα να πάρω , έχουμε δουλειά τώρα και πρέπει να είμαι δραστήριος! Τα βαρετά σου λογύδρια και η κίνηση της πόλης , μου προκαλούν νύστα συνήθως. Εννοείται βέβαια πως ο καφές του Μπέλλυ είναι άθλιος! Αλλά… τουλάχιστον είναι καφές». Ολοκληρώνοντας τα λόγια του , σήκωσε το πλαστικό ποτηράκι και κατέβασε μερικές γουλιές. Ύστερα και οι δύο άρπαξαν από ένα ντόνατς και άρχισαν να μασουλάνε.
Η ησυχία κάλυψε το παλιό αυτοκίνητο για μερικά λεπτά. Μία γιαγιά πέρασε απέναντι από το δρόμο , ενώ διάφοροι περαστικοί παραλάμβαναν τον καφέ τους από το κατάστημα του Μπέλλυ. Ίσως ο καφές του να ήταν λίγο νεροζούμι , αλλά για κάποιο λόγο ο κόσμος ψώνιζε από εκεί.
Όσο οι πελάτες αγοράζουν το προϊόν , δεν υπάρχει κανένας λόγος να βελτιωθεί. Κάπως έτσι πρέπει να λειτουργούσε το μυαλό του χοντρού Μπέλλυ , υπέθετε ο Μπάξυ. Ταυτόχρονα , τον φανταζόταν στο υπόγειο του μαγαζιού του να μετράει χαρτονομίσματα και να γελάει. Χοντροπατάτας Μπέλλυ. Δεν τον συμπαθούσε και δεν ήθελε να του δίνει και τα πολύτιμα λεφτά του. Έπρεπε όμως να παραδεχθεί πως ήταν σχετικά φθηνός και σε κεντρικό σημείο της πόλης. Σαν να μην έφτανε αυτό , ήταν σίγουρος ότι ο Ντομένικο ήταν ερωτευμένος μαζί του. Κάπως έτσι εξηγούσε και τη συνεχή μανία του να ψωνίζουν απ’ αυτόν. Όσο τα σκεφτόταν όλα αυτά ο Μπάξυ , έγειρε λίγο το κεφάλι του και κοίταξε το ηλιοβασίλεμα. Μακάρι να βρισκόταν εδώ μαζί με εκείνη.
Τη μελαγχολική –ξαφνικά- σιωπή διέκοψαν τα λόγια του Ντομένικο.
«Πέρα από την πλάκα Μπαξ , τι θα κάνουμε; Ίσως πεθάνουν άνθρωποι εξ αιτίας μας». Αποσβολωμένος και μασουλώντας , ο Μπαξ γύρισε το κεφάλι του και τον κοίταξε. Ο Ντομ πλησίαζε τα πενήντα σίγουρα. Είχε αρχίσει να χάνει και τα μαλλιά του. Συν ότι είχε λίγη κοιλίτσα. Ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος κριτής μας τελικά. «Όποτε βρισκόμαστε έξω , πάντα θα κινδυνεύουν άνθρωποι» , του απάντησε θλιμμένα.
Η προηγούμενη τους έριδα , είχε κατασταλάξει , σαν τον ήλιο που τώρα πια έδυε. Δυστυχώς , το πρόβλημά τους ήταν μεγάλο , όσο και αν δεν ήθελε να το παραδεχθεί. Ο Ντομένικο είχε κάθε δίκιο για να τον κατηγορεί. Ίσως αν δεν ήταν τόσο ανόητος δε θα είχε ποτέ αναλάβει να σκοτώσει για χάρη ενός πάθους. Εκείνος έφταιγε. Αλλά δε θα το παραδεχόταν ποτέ. Εξάλλου ότι έκανε το έκανε από έρωτα. Εκείνη εξουσίαζε το μυαλό και το σώμα του.
«Αυτοί οι άνθρωποι μάλλον αξίζουν να πεθάνουν. Δεν νομίζεις ότι και σε εμάς θα άξιζε να πεθάνουμε;». Για κάποιο λόγο ο συνεργάτης του το είχε ρίξει στη φιλοσοφία. Κι ενώ οι δύο καφέδες αλλά και τα δύο ντόνατς έφταναν στο τέλος τους , ο ήλιος χανόταν μια και καλή πίσω από τα υψηλά κτήρια. Χτες το βράδυ είχαν κάνει ένα μεγάλο λάθος και ίσως σύντομα να το πλήρωναν.

Ο Ντομένικο έβγαλε μία βαθιά ανάσα. Τα πνεύματα είχαν καταλαγιάσει και καθώς η νύχτα άπλωνε το πέπλο της έβαλε μπρος το αυτοκίνητο. Η μηχανή γουργούρισε , και ύστερα ξεκίνησε.
Παρότι είχαν και οι δύο στο μυαλό τους τη χθεσινή βραδιά , τώρα προείχε η δουλειά τους. Έπρεπε να παραλάβουν κάποια χρήματα για το αφεντικό, μιας και το παλικάρι που ήταν υπεύθυνο για αυτές τις δουλειές βρισκόταν αλλού. Θα παρέδιδαν μερικά κιλά κοκαΐνης σε κάποιους γνωστούς πελάτες. Μία συνηθισμένη δουλειά , μία δουλειά ρουτίνας . Αλλά ο εγκέφαλος έτρεχε αλλού και για τους δύο. Σήμερα μάλλον δεν ήταν η μέρα τους.
Ο Μπάξυ σκεφτόταν συνεχώς το κορμί της γυναίκας που του είχε πάρει το μυαλό. Ο έρωτάς τους ήταν παράνομος και συνάμα συναρπαστικός. Για εκείνη είχε παραβεί την αφοσίωσή του στο αφεντικό του. Οι δύο αυτές αγάπες συγκρούονταν αενάως μέσα του. Το αφεντικό ήταν πρότυπο για εκείνον. Μα εκείνη , ήταν ότι έψαχνε τόσα χρόνια. Εξαιτίας της , έμπλεξαν αυτός και ο Ντομ σε μία ξένη για αυτούς υπόθεση. Και έτσι έκαναν το μοιραίο αυτό λάθος.
Ο Ντομένικο , ήξερε ότι αν όλα αυτά μαθαίνονταν , θα προκαλούσαν την οργή του αφεντικού. Τα προβλήματά τους θα πολλαπλασιάζονταν σύντομα , ήταν σίγουρος , μα για την ώρα , έπρεπε να κάνουν τη δουλειά τους.
Πάρκαρε το αμάξι στη γνωστή ερημιά στο ανατολικό προάστιο της πόλης. Το φεγγάρι ήδη έλαμπε , ενώ το φως στη μοναδική λάμπα της περιοχής τρεμόπαιζε. Έμοιαζε σαν το φως να ταυτιζόταν με την τύχη τους. Αναβόσβηνε.
«Είναι μια συνηθισμένη νύχτα Ντομένικο» , ψιθύρισε. Ήθελε να χαλαρώσει. Θα έπαιρναν τα λεφτά και θα πήγαινε κατευθείαν σπίτι. Δίπλα του , ο Μπαξ φαινόταν επίσης χαμένος στις σκέψεις του , οπότε δεν τον ενόχλησε. Πιθανά θα ξανατσακώνονταν αν το έκανε. Ήξερε καλά εξάλλου πως για όλα αυτά έφταιγε εκείνος . Για να ξεχαστεί , άρπαξε το δεύτερο ντόνατς του και άρχισε να τρώει. Είχε λίγη ώρα μέχρι να εμφανισθεί το δεύτερο αυτοκίνητο. Το θρόισμα των φύλλων και το μασούλημα του ήταν οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν στην έρημη περιοχή.

Το απότομο φρενάρισμα και τα δυνατά φώτα του ασημένιου αυτοκινήτου ξάφνιασαν και τους δύο άνδρες. Ο Μπάξυ σηκώθηκε από τη θέση του συνοδηγού και κατευθύνθηκε αμέσως προς το πορτ μπαγκάζ για να πάρει τη βαλίτσα . Ο Ντομένικο πέταξε στα γρήγορα όσο ντόνατς είχε απομείνει και βγήκε επίσης από τη δική του πόρτα. Τσέκαρε αν τα δύο πιστόλια του βρίσκονταν στη θέση τους και προχώρησε. Λογικά , δε θα χρειαζόταν να τα χρησιμοποιήσει , αλλά σε αυτή τη δουλειά ποτέ δεν ήξερες τι μπορεί να συμβεί.
Πρώτος από το γυαλιστερό αυτοκίνητο , εμφανίστηκε ένας ψηλός νεαρός. Φορούσε ένα κίτρινο ξεκούμπωτο πουκάμισο , το οποίο επιδείκνυε το στέρνο του. Ως κλασικός νεαρός επιδειξίας , είχε –μάλλον- ξυρίσει όσες τρίχες θα ξεπρόβαλαν από αυτό.
«Καλησπέρα μάγκες!» , φώναξε. «Εσείς είστε οι άνθρωποί μου έτσι;» , πρόσθεσε με ένα ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπό του.
«Ναι φίλε , εμείς είμαστε» , ο Μπαξ δεν είχε καμία όρεξη για αστεία και κουβεντούλα. Έτσι τερμάτισε το ιλαρό ύφος του πελάτη τους άμεσα και προχώρησε με τη βαλίτσα.
Τότε από τη θέση του συνοδηγού , ξεπρόβαλλε και ο δεύτερος νεαρός. Ντυμένος με ένα γκρι φούτερ με κουκούλα , ξεπρόβαλλε τρεκλίζοντας και πήγε προς το μέρος του φίλου του. «Ελπίζω…να…να…έχετε το πράγμα..» τραύλισε.
«Είπαμε ναι». Φτύνοντας στο τσιμέντο της αλάνας , ο Μπαξ σήκωσε τη βαλίτσα και την άνοιξε μπροστά τους. 2 κιλά άσπρης σκόνης , αποκαλύφθηκαν στο κοινό. Μέσα σε τέσσερα διαφορετικά διάφανα σακουλάκια , το ‘πράμα’ γυάλιζε στο φως της τρεμοπαίζουσας λάμπας .
«Ωωωω μεγάλε μου , έχεις το καλό πράμα» , φώναξε γεμάτος χαρά ο πουκαμισάκιας. Αμέσως , έβγαλε ένα μαχαίρι. «Επ , τι κάνεις!;» .
«Πρέπει να τσεκάρω αδελφέ , αν είναι καλό το πράγμα σου!».
«Αυτό θα γίνει αφού δώσεις τα λεφτά» , ο Μπάξυ δεν είχε καμία θέληση για παιχνίδια απόψε. Για κάθε ενδεχόμενο πάντως , ο Ντομένικο είχε πιάσει ήδη τις σκανδάλες των όπλων του. Μακάρι να μη χρειαζόταν να τις τραβήξει όμως.
«Φ-φ-φίλε , άνοιξε να μυρίσουμε λίγο» , ο δεύτερος νεαρός άρπαξε το μαχαίρι και το έτεινε προς τη βαλίτσα. Ο Μπαξ φανερά εκνευρισμένος έφτυσε και πάλι στο χώμα και βλοσυρά μούγκρισε , «Δώστε μου τώρα πενήντα χιλιάρικα για να τελειώνουμε παιδιά , μετά μυρίστε ότι θέλετε».
«Μη μας…μη..» , ο νεαρός με την κουκούλα τρέμοντας κούνησε το μαχαίρι και ο Μπαξ , κουρασμένος από την κατάσταση τον κοπάνησε με τη χειραποσκευή στο κεφάλι. Ο πουκαμισάκιας τα ‘χασε και έκανε ένα βήμα πίσω , παραπατώντας πάνω σε μία πέτρα. Πλέον και οι δύο βρίσκονταν στο έδαφος. Ο ένας τρομαγμένος και ο άλλος λιπόθυμος. Ο Ντομένικο δυσανασχέτησε. Πάλι θα έμπλεκαν…

Τελικά όμως , δεν έγινε κάποιο απρόοπτο. Η συμφωνία έγινε όπως έπρεπε. Ο μικρός έβγαλε γρήγορα τις πενήντα χιλιάδες και πλήρωσε , παίρνοντας τα δύο κιλά του. Στο δρόμο του γυρισμού , ο Ντομένικο θα προσπαθούσε να συγκρατήσει τα νεύρα του. Είχαν να κανονίσουν μία δουλειά ακόμα . Ύστερα όμως θα κατσάδιαζε μια και καλή τον άμυαλο και νεαρότερο συνεργάτη του. Ο οποίος συνεργάτης , ήταν ακόμα σκυθρωπός και συνοφρυωμένος.
Σε όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι του , ο Μπαξ δεν έβγαλε μιλιά. Ο Ντομ όμως , όφειλε να παραδεχθεί πως είχε φέρει εις πέρας την αποστολή τους και μάλιστα με επιτυχία. Παρόλα αυτά , λίγο έλειψε να μπλέξουν για ακόμα μία φορά. Όμως αυτά δεν είχαν σημασία τώρα. Ο μεγάλος τους μπελάς βρισκόταν στο γκαράζ.
Για τα μάτια μίας γυναίκας , ο Ντομένικο Ματέλο και ο Μπαξ Σίναμον , την προηγούμενη νύχτα , δολοφόνησαν τον δικηγόρο Φίλιπ Μόνκα . Το πτώμα , τους περίμενε στο γκαράζ του Μπαξ και μάλλον θα είχε ήδη αρχίσει να μυρίζει. Μετά την διεκπαιρέωση της προηγούμενης παράδοσης κατ’ εντολή του αφεντικού , σειρά είχε το μεγάλο τους πρόβλημα.
«Θέλω να θυμάσαι πάντα , πως ότι τραβάμε τώρα , το τραβάμε εξ αιτίας σου!» ακούστηκε αντήχησε , το μουρμουρητό του Ντομ σε όλο το γκαράζ. Μόλις άνοιξε η πόρτα , τους πλημύρισε η μπόχα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
πολύ καιρό έχεις να ανεβάσεις και συ τίποτα
Reference URL's