29-10-2006, 11:57 PM
Συνέντευξη του Γεωργίου Κατσαμάνη από τον Μάνος Πιτσιδιανάκη (Απο Εμένα δλδ) 28/10/06
Πόσο χρονών ήσουνα τότε?: Ήμουνα 32 χρονών. Τώρα είμαι 99.
Για ποιο λόγο πήγες στο στρατό? Πήγες σαν εθελοντής?: Μετά τις 28 του Οκτώβρη άρχισε η επιστράτευση. Πήγα και παρουσιάστηκα στα Πεζά (Χωριό) στην στρατιωτική επιτροπή. Θυμάμαι δεν έπαιρναν τους πολύτεκνους. Εγώ είχα δυο κοπέλια και με πήραν.
Και πως πήγες στην Αλβανία? Ήρθαν αυτοκίνητα και μας πήγαν στη Σούδα στο πυροβολικό. Δυο μέρες μείναμε περιμένοντας τα καράβια. Μόλις ήρθαν ανεβήκαμε και τραβήξαμε για Θεσσαλονίκη. Περάσαμε από Χαλκίδα και περιμέναμε να αλλάξει η κατεύθυνση των νερών δυο ώρες. Στη Θεσσαλονίκη μείναμε 13 μέρες. Μετά μπήκαμε σε άλλα αυτοκίνητα και πήγαμε Βέροια-Έδεσσα και Αμίντιο και μείναμε δυο μέρες. Από ‘κεί πεζοπορία μέχρι την Κορυτσά που την είχε απελευθερώσει ο ελληνικός στρατός νωρίτερα. Μόλις φύγαμε βγήκαμε σε ένα βουνό που το λέγανε Γιαντζίκ, και ήτανε χιόνια πολλά, που έκλεισε ο ανεφοδιασμός και δε φέρνανε ψωμί ίσαμε για 13 μέρες.
Ήμασταν 6-7 στρατιώτες μαζί. Λέγαμε ότι θα ποθάνουμε όλοι από τη πείνα. Ήταν ένα χωριό εκεί κοντά και μας λέει ένας συνάδερφος ότι ανακάλυψε μια αποθήκη με καλαμπόκι, και να πάνε δυο και να γεμίσουν τις ¨σιτιοδόχες¨ απ’ αυτά, μαζί με κάνα τουφέκι μήπως έρθει κανένας αλβανός. Και μου λένε να πάω εγώ αλλά τους απαντώ: ¨Όπου μου πείτε να πάω αλλά στη κλεψά δε πάω.¨ Και μου απαντάνε:¨Κλεψά είναι μωρέ? Θα ποθάνουμε από τη πείνα.!¨ Πήγαν άλλοι δυο και ήρθαν με γεμάτους τους σάκους. Αλλά τι να κάνουμε? Ήταν πέτρα από το κρύο. Έπρεπε να βρούμε ένα 2-3 ξύλα να το κάνουμε οφτό. Και εγώ σηκώθηκα αμέσως δίχως να ακούσω παράκληση. Αλλά τους είπα να έρθει κι άλλος μαζί μου, να πάμε. Ήτανε ένας σφακιανός, ο Θεοχάρης. Κακώς βέβαια δε πήραμε τα άρματα μας γιατί δε μπορούσαμε να τα κουβαλήσουμε. Το χωριό ήτανε πάνω σε ένα ύψωμα αλλά δε βλέπαμε πράμα. Πήγα από τα δεξά πλευρά και ο Θεοχάρης από την αριστερά. Χιόνι παντού και είπα στον εαυτό μου : ¨΄Ηντα μωρέ θα απογίνουμε επαέ;¨ και είπα να πάω να δω τι έκαμε ο Θεοχάρης. Ήταν μια μάντρα με ξύλα και πήγε ο Θεοχάρης και χτυπά με τις αρβύλες του το χιόνι να πέσει. Μας είδε ένας αλβανός που τους παίρναμε τα ξύλα, διμετρος με μια μουστάκα, και δε βάστανε ο Θεοχάρης το τουφέκι. Πλησιάζει ο αλβανός τον Θεοχάρη και «μανίζω» ‘γω και γλακάρω και αρχίζω τσι φωνές, και τρομάζει και φεύγει. Πήγα και εγώ να τον βοηθήσω να πάρουμε τα ξύλα πριν έρθει ο Αλβανός με τον αρχηγό του (κομαντάρε). Πήραμε 2 δεμάτια ξύλα. Ανάψαμε φωτιά και κάναμε βραστό το καλαμπόκι, και βγάλαμε έτσι 13 μέρες.
Δεν είχαν φανεί οι Ιταλοί μέχρι τότε. Επιτέλους ήρθαν κι μας φέρανε λίγες κουραμάνες (ψωμί) και κάτι πακέτα τσιγάρα. Τις κουραμάνες τις κόβανε στα 8 και έπαιρνε ο καθένας 1 κομμάτι, και ένα πακέτο τσιγάρο. Ένας φίλος μου από το Ρέθυμνο ήθελε δύο πακέτα και μου είπε: ¨Δώσε μου τα τσιγάρα σου αφού δεν καπνίζεις και θα σου δίδω το ψωμί μου.¨. Και μόλις μας δώσανε το ψωμί μου έδωσε το δικό του κομμάτι. ¨Κατσαμάνη, να το ψωμί¨ Το παίρνω γω και το κόβω στα δυο και του δίνω το μισό, και του λέω ¨Βρε σύ, θα ποθάνεις μωρέ?¨ ¨Κάλλιο τα τσιγάρα παρά το ψωμί¨ μου είπε.
Μετά από μέρες πήγαμε στη «Κλεισούρα» στο κέντρο της Αλβανίας. Ήτανε δυο μεγάλα βουνά και στη μέση ένας ποταμός. Στη μία μεριά ήμασταν εμείς, και στην άλλη οι Ιταλοί. Εμείς το πυροβολικό ήμασταν πίσω, και σηκώνονται οι Ιταλοί να μας κάνουνε επίθεση. Μας ¨παίρνουν τηλέφωνο¨ από μπροστά, και μας ρωτάνε γιάντα δεν κάνουμε πράμα και ότι θα μας φάνε οι Ιταλοί. Φωνάζει ένας λοχαγός του πυροβολικού της Ξάνθης, ¨΄Αστε τους Ιταλούς γιατί τα βλήματα είναι λίγα. Να πάτε στο πυροβολικό των Κρητικών, να πάρετε δανεικά. Άμα κατέβηκαν οι Ιταλοί τους ρίχνουμε πυρά ¨φραγμού¨, και σταματάνε. Μετά ρίχνουμε ¨αγγειροφλεγής¨ (βλήματα που σκάνε στον αέρα) και υποχώρησαν. Πιάσαμε 206 αιχμαλώτους. Τους πήγανε πίσω τραυματισμένους οι δικοί μας. Εμείς τους βλέπαμε και ένας στρατιώτης πάει και κλωτσάει έναν Ιταλό. Και του κάνω: ¨΄Αστον μωρέ να πάει στο διάολο, και αυτοί σταλμένοι με το ζόρι είναι.¨ Ο Ιταλός σηκώθηκε και με είδε που τον υποστήριζα, και μας λέει: ¨Μουσολίνι! Ρώμα!¨. Το βράδυ το σκάνε και πάνε και μας προδίδουν στους αφέντες τους και έρχονται να μας επιτεθούν. Έστειλαν 3000 αεροπλάνα να μας βομβαρδίσουν. Μόλις ξημέρωσε ο υπολοχαγός μας είπε να καμουφλάρουμε τα αντίσκηνα με κλαδιά να μη μας δουν. Πήγαμε σε μια χαράδρα και κρυφτήκαμε. Μας ρίχνουν μια οβίδα και κόβει ενός τα πόδια και έναν άλλο στη μέση. Τον ένα τον πήγαμε σε ένα νοσοκομείο και τον άλλο τον θάψαμε κάπου κοντά. Τον πρώτο δεν τον ξανά ‘δα.
για τυχόν άγνωστη κρητική λέξη ρωτήστε με.
Συνεχίζετε το επόμενο σαββατοκύριακο.
Πόσο χρονών ήσουνα τότε?: Ήμουνα 32 χρονών. Τώρα είμαι 99.
Για ποιο λόγο πήγες στο στρατό? Πήγες σαν εθελοντής?: Μετά τις 28 του Οκτώβρη άρχισε η επιστράτευση. Πήγα και παρουσιάστηκα στα Πεζά (Χωριό) στην στρατιωτική επιτροπή. Θυμάμαι δεν έπαιρναν τους πολύτεκνους. Εγώ είχα δυο κοπέλια και με πήραν.
Και πως πήγες στην Αλβανία? Ήρθαν αυτοκίνητα και μας πήγαν στη Σούδα στο πυροβολικό. Δυο μέρες μείναμε περιμένοντας τα καράβια. Μόλις ήρθαν ανεβήκαμε και τραβήξαμε για Θεσσαλονίκη. Περάσαμε από Χαλκίδα και περιμέναμε να αλλάξει η κατεύθυνση των νερών δυο ώρες. Στη Θεσσαλονίκη μείναμε 13 μέρες. Μετά μπήκαμε σε άλλα αυτοκίνητα και πήγαμε Βέροια-Έδεσσα και Αμίντιο και μείναμε δυο μέρες. Από ‘κεί πεζοπορία μέχρι την Κορυτσά που την είχε απελευθερώσει ο ελληνικός στρατός νωρίτερα. Μόλις φύγαμε βγήκαμε σε ένα βουνό που το λέγανε Γιαντζίκ, και ήτανε χιόνια πολλά, που έκλεισε ο ανεφοδιασμός και δε φέρνανε ψωμί ίσαμε για 13 μέρες.
Ήμασταν 6-7 στρατιώτες μαζί. Λέγαμε ότι θα ποθάνουμε όλοι από τη πείνα. Ήταν ένα χωριό εκεί κοντά και μας λέει ένας συνάδερφος ότι ανακάλυψε μια αποθήκη με καλαμπόκι, και να πάνε δυο και να γεμίσουν τις ¨σιτιοδόχες¨ απ’ αυτά, μαζί με κάνα τουφέκι μήπως έρθει κανένας αλβανός. Και μου λένε να πάω εγώ αλλά τους απαντώ: ¨Όπου μου πείτε να πάω αλλά στη κλεψά δε πάω.¨ Και μου απαντάνε:¨Κλεψά είναι μωρέ? Θα ποθάνουμε από τη πείνα.!¨ Πήγαν άλλοι δυο και ήρθαν με γεμάτους τους σάκους. Αλλά τι να κάνουμε? Ήταν πέτρα από το κρύο. Έπρεπε να βρούμε ένα 2-3 ξύλα να το κάνουμε οφτό. Και εγώ σηκώθηκα αμέσως δίχως να ακούσω παράκληση. Αλλά τους είπα να έρθει κι άλλος μαζί μου, να πάμε. Ήτανε ένας σφακιανός, ο Θεοχάρης. Κακώς βέβαια δε πήραμε τα άρματα μας γιατί δε μπορούσαμε να τα κουβαλήσουμε. Το χωριό ήτανε πάνω σε ένα ύψωμα αλλά δε βλέπαμε πράμα. Πήγα από τα δεξά πλευρά και ο Θεοχάρης από την αριστερά. Χιόνι παντού και είπα στον εαυτό μου : ¨΄Ηντα μωρέ θα απογίνουμε επαέ;¨ και είπα να πάω να δω τι έκαμε ο Θεοχάρης. Ήταν μια μάντρα με ξύλα και πήγε ο Θεοχάρης και χτυπά με τις αρβύλες του το χιόνι να πέσει. Μας είδε ένας αλβανός που τους παίρναμε τα ξύλα, διμετρος με μια μουστάκα, και δε βάστανε ο Θεοχάρης το τουφέκι. Πλησιάζει ο αλβανός τον Θεοχάρη και «μανίζω» ‘γω και γλακάρω και αρχίζω τσι φωνές, και τρομάζει και φεύγει. Πήγα και εγώ να τον βοηθήσω να πάρουμε τα ξύλα πριν έρθει ο Αλβανός με τον αρχηγό του (κομαντάρε). Πήραμε 2 δεμάτια ξύλα. Ανάψαμε φωτιά και κάναμε βραστό το καλαμπόκι, και βγάλαμε έτσι 13 μέρες.
Δεν είχαν φανεί οι Ιταλοί μέχρι τότε. Επιτέλους ήρθαν κι μας φέρανε λίγες κουραμάνες (ψωμί) και κάτι πακέτα τσιγάρα. Τις κουραμάνες τις κόβανε στα 8 και έπαιρνε ο καθένας 1 κομμάτι, και ένα πακέτο τσιγάρο. Ένας φίλος μου από το Ρέθυμνο ήθελε δύο πακέτα και μου είπε: ¨Δώσε μου τα τσιγάρα σου αφού δεν καπνίζεις και θα σου δίδω το ψωμί μου.¨. Και μόλις μας δώσανε το ψωμί μου έδωσε το δικό του κομμάτι. ¨Κατσαμάνη, να το ψωμί¨ Το παίρνω γω και το κόβω στα δυο και του δίνω το μισό, και του λέω ¨Βρε σύ, θα ποθάνεις μωρέ?¨ ¨Κάλλιο τα τσιγάρα παρά το ψωμί¨ μου είπε.
Μετά από μέρες πήγαμε στη «Κλεισούρα» στο κέντρο της Αλβανίας. Ήτανε δυο μεγάλα βουνά και στη μέση ένας ποταμός. Στη μία μεριά ήμασταν εμείς, και στην άλλη οι Ιταλοί. Εμείς το πυροβολικό ήμασταν πίσω, και σηκώνονται οι Ιταλοί να μας κάνουνε επίθεση. Μας ¨παίρνουν τηλέφωνο¨ από μπροστά, και μας ρωτάνε γιάντα δεν κάνουμε πράμα και ότι θα μας φάνε οι Ιταλοί. Φωνάζει ένας λοχαγός του πυροβολικού της Ξάνθης, ¨΄Αστε τους Ιταλούς γιατί τα βλήματα είναι λίγα. Να πάτε στο πυροβολικό των Κρητικών, να πάρετε δανεικά. Άμα κατέβηκαν οι Ιταλοί τους ρίχνουμε πυρά ¨φραγμού¨, και σταματάνε. Μετά ρίχνουμε ¨αγγειροφλεγής¨ (βλήματα που σκάνε στον αέρα) και υποχώρησαν. Πιάσαμε 206 αιχμαλώτους. Τους πήγανε πίσω τραυματισμένους οι δικοί μας. Εμείς τους βλέπαμε και ένας στρατιώτης πάει και κλωτσάει έναν Ιταλό. Και του κάνω: ¨΄Αστον μωρέ να πάει στο διάολο, και αυτοί σταλμένοι με το ζόρι είναι.¨ Ο Ιταλός σηκώθηκε και με είδε που τον υποστήριζα, και μας λέει: ¨Μουσολίνι! Ρώμα!¨. Το βράδυ το σκάνε και πάνε και μας προδίδουν στους αφέντες τους και έρχονται να μας επιτεθούν. Έστειλαν 3000 αεροπλάνα να μας βομβαρδίσουν. Μόλις ξημέρωσε ο υπολοχαγός μας είπε να καμουφλάρουμε τα αντίσκηνα με κλαδιά να μη μας δουν. Πήγαμε σε μια χαράδρα και κρυφτήκαμε. Μας ρίχνουν μια οβίδα και κόβει ενός τα πόδια και έναν άλλο στη μέση. Τον ένα τον πήγαμε σε ένα νοσοκομείο και τον άλλο τον θάψαμε κάπου κοντά. Τον πρώτο δεν τον ξανά ‘δα.
για τυχόν άγνωστη κρητική λέξη ρωτήστε με.
Συνεχίζετε το επόμενο σαββατοκύριακο.