16-12-2008, 12:31 AM
Disclaimer
Θα σας αποκαλύψω το απόκρυφο fanfic που προήκθε απο το μυαλό του ethaniel. Ακριβώς γι αυτό το λόγο, καλο θα ηταν να μη το διαβάσετε. ΑΠΟΠΟΙΟΥΜΕΘΑ ΤΩΝ ΕΥΘΥΝΩΝ.
H γριά
Από τον Ethaniel
Η γριά σηκώθηκε από την αναπαυτική της καρέκλα στο καπή και βγήκε στη μέση του δρόμου. Κοίταξε για λίγο στην κατηφόρα. Μετά στην ανηφόρα... Δεν ένιωθε καλά. Ξανακάθισε... Ξαφνικά ακούγεται μια γυναικεία φωνή από το απέναντι μπαλκόνι. 'Γιώργο!' Καμία απάντηση... Ξανά 'Γιώργο!!'. 'Ναι;' απάντησε η γριά... 'Έλα να φας αγόρι μου, θα στεγνώσουν τα φύκια!' απάντησε η γυναικεία φωνή. Η γριά παραξενεύτηκε για μια στιγμή. Θυμήθηκε ότι τα φύκια δεν φύτρωναν στην αυλή της από παλιά. Άρα από κάπου αλλού τα βρήκε η φωνή. 'Δεν μπορώ τώρα... Με περιμένει το σκυλί της νιότης' είπε, θέλοντας να αποφύγει την κάφρα τροφή...
Το σκυλί γαύγισε από μακριά και έτρεξε σαν αστραπή να δαγκώσει ένα κοντινό αερόστατο που προσγειωνόταν στο διπλανό τάφο. Η γριά τώρα είχε μείνει μόνη της… η βαρεμάρα την ώθησε να ανάψει ένα τελευταίο τσιγάρο. Άνοιξε το πακέτο, φύσηξε την γύρη και φτερνίστηκε. Ήταν όντως το τελευταίο της τσιγάρο –δυστυχώς-. Με βαριά καρδιά το τράβηξε από το άδειο πια πακέτο της και το έφερε κοντά στα σαθρακιασμενα χείλη της. Η μυρωδιά ήταν έντονη. Της θύμισε τότε που είχε πάει στην παραλία με τους φίλους της πριν πολλά χρόνια. Ήθελε να ξαναπάει κάποια στιγμή αλλά όλοι της οι φίλοι είναι νεκροί εδώ και χρονιά… ένα δάκρυ κύλησε από το δεξί της μάτι και έπεσε πάνω στην καύτρα του τελευταίου της τσιγάρου. Το τσιγάρο έσβησε. ‘Γαμώ το αιδίον μου!!’ αναφώνησε η γριά. Πού θα βρω αναπτήρα τώρα; Μυριολογόντας το τελευταίο της τσιγάρο, ένιωσε μια έντονη ενόχληση στο λαρύγγι της. Πρέπει να ήταν από τον καπνό…
Η γριά σηκώθηκε από την αναπαυτική της καρέκλα στο καπή και βγήκε στη μέση του δρόμου. Κοίταξε για λίγο στην κατηφόρα. Μετά στην ανηφόρα. Έπειτα κοίταξε την άσφαλτο στα πόδια της. Παρατήρησε τις άπειρες μικροεξοχές της ασφάλτου και άρχισε να βήχει, σαν τους Βάσκους στα ορεινά της Ισπανίας. Έβηξε για κάμποση ώρα κοιτώντας στην άσφαλτο, λες και ήταν κάποια τελετουργία. Ένιωσε τα σωθικά της να συστέλλονται και να διαστέλλονται συνεχώς από τους σπασμούς του βήχα. Είχε αρχίσει η άνοδος. Η άνοδος του πλάσματος που προερχόταν από τα σπλάχνα της. Ναι! Είχε αρχίσει να ανεβαίνει από τα πνευμόνια της και να κατευθύνεται στο λαρύγγι της. Η γριά αηδίασε και συνέχισε το βήχα της αλλά τώρα πιο έντονα! Μία λάμψη εμφανίστηκε από το πουθενά πάνω στην άσφαλτο. Η γριά παραξενεύτηκε για ακόμη δυο φορές. Μια για τον βήχα του κώλου και μια για την λάμψη. Ο βήχας χειροτέρευε!! Οι σπασμοί την έκαναν να κλάσει 4 φορές δυνατά! Τι της συνέβαινε? Στέρεψαν τα υγρά του πνεύμονα της. Άρχισε να φτύνει ενώ ανέβαινε το πλάσμα από τα σώθηκα της. Τρόμαξε άπειρα! Το πλάσμα ήταν πια στον οισοφάγο της. Το ένιωθε σαν ένα γιγάντιο κόμπο που σάλευε να βγει. Ένιωσε κάτι γλοιώδες και πικρό να περπατάει πάνω στη γλώσσα της. Ήταν πια έτοιμο να το υποδεχτεί. Με ένα αστραπιαίο φτέρνισμα το έφτυσε στην γκρίζα άσφαλτο. ΧΛΑΑΑΤΣ!!! Ακούστηκε όταν ακούμπησε το έδαφος. Η γριά προσπάθησε να βρει τον ρυθμό της αναπνοής της για 16 δευτερόλεπτα και έσκυψε από πάνω του. Το κοίταξε. Έσκυψε λίγο παραπάνω για να το δει καλυτέρα. Ένα «κρακ» ακούστηκε από την σπονδυλική της στήλη. Ήταν σιχαμερό. Πράσινο. Γλοιώδες. Έμοιαζε λίγο με ζελέ Μαδαγασκάρης. Από εκείνο που έτρωγε όταν ήταν μικρή. Της τον έφτιαχνε ο πατέρας της με αγνά βότσαλα και κουνουπίδια του αγρού. Ακόμα θυμάται την γεύση. Μια ελαφριά αμμώδης αίσθηση στον ουρανίσκο της. Ο πατέρας της φημιζόταν για τον ζελέ Μαδαγασκάρης. Θυμάται πως όλοι οι γείτονες έβγαιναν στα μπαλκόνια τους για να το μυρίσουν όταν ο πατέρας της τον έβγαζε ζεστό ζεστό από τα κάρβουνα. Η γριά συνέχιζε να το κοιτάει με μεγάλη περιέργεια καθώς αναπολούσε τις παιδικές της αναμνήσεις… ‘μα τι είναι αυτό;’ Αναρωτήθηκε. ‘Θεέ μου!’
Το πλάσμα σάλεψε απότομα και άνοιξε μια τρύπα πάνω του… Ένας μαύρος βολβός άρχισε να αναδύεται από την τρύπα… Μα ναι! Δεν μπορούσε να είναι κάτι άλλο εκτός από ένα μάτι!! ‘πώς είναι δυνατόν;’ Αναρωτήθηκε η σιχαμερή γριά… Ένα παχύρευστο υγρό άρχισε να αναβλύζει από το μάτι. Σαν πίδακας πηγής. Το υγρό πετάχτηκε στη μάπα της γιαγιάκας. Κύλησε πάνω στην μύτη της και κατευθύνθηκε προς τα σαθρακιασμένα χείλη της… Έβγαλε περήφανα τη γλώσσα της με προορισμό τη μύτη της. Η άκρη της γλώσσας της ακούμπησε τη σταγόνα που σούρωνε. ‘Μπλιάχ! Τι νόστιμο που είναι!’ έκραξε η μπαμπόγρια… Έσκυψε ακόμα περισσότερο… Ένα ακόμα ‘κρακ’ ακούστηκε από τη σαπισμένη πλάτη της. ‘Άργκ!’ Δεν άντεξε τον πόνο. Λιποθύμησε πάνω στην άσφαλτο. Δεν άντεξα να την βλέπω κατάκοιτη στον δρόμο. Κίνησα να την βοηθήσω. Στην διαδρομή πέρασα από το κοντινό σούπερ-μάρκετ να αγοράσω κωλόχαρτο που μου είχε τελειώσει. Όταν έφτασα, η γριά ήταν μισοπεθαμένη και έσταζαν τα σάλια της στον δρόμο. Έβγαλα ένα ρολό χαρτί και τα σκούπισα… Ήταν πια νεκρή –αν μπορούσα να κρίνω από τη μυρωδιά της…- και ο κοντινός τροβαδούρος άρχισε να της τραγουδάει περήφανα.
«Όταν ο ήλιος πέσει
Θα μυρίζεις αστεία…
Όταν όμως κανείς ένα τσιγαράκι
Τότε όλα τα παιδάκια θα
Κλωτσάνε το κουφάρι σου…
-
Τραλαλά τραλαλά
Τραλαλά τράλα!
-
Σάμπως δεν σε ξέρω
Για να πω ότι σ’αρέσει;
Έλα ντε… είναι περίεργο
Αυτό που συμβαίνει…
-
Σακαράκα φακαράκα
Σακαράκα φράκαρα!
-
Πιάσε σφιχτά ένα μολύβι
Και χώσε το βαθιά στο μάτι σου.»
Αμέσως άρχισα να γλύφω ένα ένα τους κόκκους ρυζιού που είχαν απομείνει στο πιάτο. Είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να ενοχληθεί κάποιος. Δεν άντεξα την πίεση!!!! Άρχισα να κοπανάω το κεφάλι μου με πάθος πάνω στο γραφείο! Από το τράνταγμα σείστηκε η άσφαλτος και η καημένη η γιαγιούλα άρχισε να κατρακυλά στην κατηφόρα… για καλή μας τύχη είχαμε ξεχάσει να την λύσουμε από την αστεία καρεκλά και άρχισε να ταλαντεύεται στην κατηφόρα. Πάνω κάτω, πάνω κάτω! Γελούσαμε. Το σκυλί. Στην αρχή γρήγορα, μετά όμως πιο γρήγορα! Η ταχύτητα ήτω τιτάνια! Ο άνεμος άρχισε να μπαίνει με μανία μέσα στο σώμα της και σιγά σιγά φούσκωνε! Φούσκωνε σαν μην είχε φουσκώσει ποτέ στη ζωή της! Ο ήχος που έκανε ήταν αποκρουστικός! Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν κραυγές μαζί με σίδερα που τρίβονταν μεταξύ τους άκρως ερωτικά!
Συνέχιζε να φουσκώνει! Και συνέχιζε! Και συνέχιζε ώσπου άρχισε να παίρνει σχήμα! Ένα γνώριμο σχήμα. Θύμιζε πόλεμο και θλίψη. Το κοριτσάκι ούρλιαξε με ευχαρίστηση. Ένας κοντινός κάδος σκουπιδιών άνοιξε και κατάπιε το ουρλιαχτό της… Και η γριά συνέχιζε να φουσκώνει! Νόμιζε κανείς ότι θα ξεχειλίσει το σύμπαν από το άψυχο πια κορμί. Στάθηκα από κάτω και σήκωσα δειλά δειλά το κεφάλι! Ένας τόνος δέους με πλάκωσε στην ψυχή. Με πονούσαν τα μάτια μου. Ένιωθα ότι δεν χώραγε κάτι τόσο μεγάλο στην όραση μου! Έκλεισα τα μάτια και τα έτριψα… ΝΡΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝ!!!! Χτύπησε το ξυπνητήρι και όλα χάθηκαν. «Ευτυχώς ήταν όνειρο» αναφώνησα… Ήπια ένα καφεδάκι και πήρα το ποδηλατάκι μου για μια βολτίτσα. Το ποδήλατο πάντα με ηρεμούσε. Αυτό και το γράψιμο στο ημερολόγιο μου όπου έγραφα όποτε ένιωθα σκατά. Κατέβασα το ποδήλατο από το μπαλκόνι και το έβγαλα στο στενό δρομάκι της γειτονιάς μου. Αχ… το δρομάκι… Ήταν τόσο όμορφο. Θα μπορούσα να αυνανίζομαι με τις ώρες κοιτάζοντάς το μόνο… Ήταν τόσο ερωτικό, τόσο ρομαντικό… Μερικές φορές είχα σκοντάψει επίτηδες μόνο και μόνο για να πέσω με τα μούτρα πάνω στην χαλασμένη άσφαλτο του. Να ακουμπήσω τα ματωμένα χείλη μου πάνω στις άπειρες μικροεξοχές του και να γευτώ το αίμα μου από κάτω. Να το γλύψω, να το νιώσω! Ναι! Ήταν η πιο κρυφή μου αμαρτία. Το παραδέχομαι! Αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ. Η μυρωδιά της ασφάλτου μόνο είναι ικανή να σε φέρει σε οργασμό… Και όσο πιο βίαια έπεφτα, τόσο πιο πολύ μου άρεσε… Καβάλησα το γαλάζιο ποδηλατάκι μου και άρχισα την κατηφόρα. Η επιτάχυνση ήταν θεσπέσια! Διάφοροι ήχοι προσπαθούσαν να μπουν μέσα στα αφτιά μου αλλά η ταχύτητα δεν τους άφηνε. Μόνο εκείνος ο ήχος… ένας εκκεντρικός ήχος κατάφερε να διαπεράσει την ασπίδα που είχε φτιάξει η όμορφη ταχύτητα. Ακούστηκε σαν… σαν…! Όχι! Δεν μπορούσε να είναι αλήθεια! Και όμως! Ακούστηκε ένας βήχας! Το ποδήλατο σταμάτησε! ΌΧΙ! Συνέχισε! Σε παρακαλώ! Δεν μπορεί να είναι αλήθεια! Ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα! Το ποδήλατο! Ο βήχας γινόταν όλο και πιο έντονος! Μου κόβονταν τα πόδια καθώς ένιωθα ότι πλησίαζα όλο και περισσότερο στην πηγή του ήχου! Μου γύριζαν τα εντόσθια από το ρίγος… κατέβηκα από το ποδηλατάκι μου θέλοντας να το σπρώξω στην κατηφόρα! Μάταια! Λες και ο κόσμος είχε γυρίσει ανάποδα! Η βαρύτητα αντιστράφηκε! Και η κατηφόρα έγινε ανηφόρα! Το έσπρωχνα με μανία στην, τώρα πια, ανηφόρα! Άρχισε να τσουλάει απίστευτα γρήγορα! Σαν κάποιος μαγνήτης να το τραβούσε από τον σκουριασμένο σκελετό του! Άρχισε να τρίζει. Η βαρύτητα ήταν τόσο πηχτή που κατάφερε να μου στραβώσει το τιμονάκι από το ποδηλατάκι μου. Λες και με οδηγούσε κάπου! Άρχισα να τρομάζω στ’αλήθεια τώρα! Κατευθυνόμουν προς το εγκαταλελειμμένο καπή της γειτονιάς μου!
Κάτι ήταν από πάνω μου! Δεν είχα τα κότσια να κοιτάξω! Το μόνο που είδα ήταν μια κολοσσιαία σκιά να διασχίζει τον δρόμο. Μετά τα κτήρια. Ώσπου έκρυψε και τον ήλιο. Ευτυχώς υπήρχαν μερικοί λαμπτήρες αναμμένοι στον δρόμο ακόμα. Δύο κολώνες της ΔΕΗ και μια λάμπα στο υπόστεγο του παλιού καπή… ζέστη κρύο ζέστη κρύο… έτσι ένιωθα καθώς πλησίαζα στον ήχο. Μπορούσα να διακρίνω μια φιγούρα στη μέση του δρόμου! Έκανα εμετό! Δεν άντεχα άλλο! Το μυαλό μου έπαιρνε ανάποδες στροφές! Και πλησίαζα! Άκουσα ένα ακόμα βήξιμο! Πήδηξα από το ποδήλατο νομίζοντας ότι θα γλυτώσω… αλλά από τι όμως; Από την τρέλα! Ναι! Αυτή η φιγούρα ήταν η τρέλα που με παραμόνευε πίσω από κάθε σκέψη, κάθε πράξη…
Μια φωνή ακούστηκε. «Κώστα!» ΟΧΙ!!!! Δεν! Μη! Πρέπει να φύγω! Σηκώθηκα να τρέξω! Είδα ένα μισάνοιχτο παράθυρο στο καπή. Έτρεξα να κρυφτώ μέσα! Πρώτα πάτησε το δεξί πόδι… πάτησα σε κάτι. Ακούστηκε ένα *χρατς* άρα πρέπει να ήταν κάτι χάρτινο. Η περιέργεια μου το σήκωσε χωρίς δεύτερη σκέψη. Το έφερα κοντά στο φως που ίσα που έμπαινε μέσα από το σπασμένο τζάμι της πόρτας. Σα να ντρεπόταν να μπει. Έμπαινε τόσο λίγο μέσα που νόμιζε κανείς ότι έχει σκύψει η κολώνα της ΔΕΗ ελάχιστα για να με δει… Το έφερα ακόμα πιο κοντά στο φως. Ήταν ένα πακέτο! Ένα άδειο πακέτο από τσιγάρα. Κάποιος το είχε τσαλακώσει τόσο πολύ, λες και το μισούσε… ΜΠΛΙΑΧ! Μαμούνια άρχισαν να βγαίνουν από το πακέτο! Ήταν αηδιαστικό! Το πέταξα μακριά μου και πήγα στην πόρτα. Γονάτισα και κοίταξα από την κλειδαρότρυπα. Φαινόταν μια φιγούρα. ΣΚΑΤΑ! Ήταν η γριά! Είναι αληθινή! Το μυαλό μου είχε γίνει πουρές… Έτρεξα μακριά… Πήγα σπίτι. Χιλιάδες σκέψεις με διαπερνούσαν… βγήκα στο μπαλκόνι. Έβαλα λίγο το χέρι στον καβάλο και έπεσα στον έρωτά μου για τελευταία φορά…
Θα σας αποκαλύψω το απόκρυφο fanfic που προήκθε απο το μυαλό του ethaniel. Ακριβώς γι αυτό το λόγο, καλο θα ηταν να μη το διαβάσετε. ΑΠΟΠΟΙΟΥΜΕΘΑ ΤΩΝ ΕΥΘΥΝΩΝ.
H γριά
Από τον Ethaniel
Η γριά σηκώθηκε από την αναπαυτική της καρέκλα στο καπή και βγήκε στη μέση του δρόμου. Κοίταξε για λίγο στην κατηφόρα. Μετά στην ανηφόρα... Δεν ένιωθε καλά. Ξανακάθισε... Ξαφνικά ακούγεται μια γυναικεία φωνή από το απέναντι μπαλκόνι. 'Γιώργο!' Καμία απάντηση... Ξανά 'Γιώργο!!'. 'Ναι;' απάντησε η γριά... 'Έλα να φας αγόρι μου, θα στεγνώσουν τα φύκια!' απάντησε η γυναικεία φωνή. Η γριά παραξενεύτηκε για μια στιγμή. Θυμήθηκε ότι τα φύκια δεν φύτρωναν στην αυλή της από παλιά. Άρα από κάπου αλλού τα βρήκε η φωνή. 'Δεν μπορώ τώρα... Με περιμένει το σκυλί της νιότης' είπε, θέλοντας να αποφύγει την κάφρα τροφή...
Το σκυλί γαύγισε από μακριά και έτρεξε σαν αστραπή να δαγκώσει ένα κοντινό αερόστατο που προσγειωνόταν στο διπλανό τάφο. Η γριά τώρα είχε μείνει μόνη της… η βαρεμάρα την ώθησε να ανάψει ένα τελευταίο τσιγάρο. Άνοιξε το πακέτο, φύσηξε την γύρη και φτερνίστηκε. Ήταν όντως το τελευταίο της τσιγάρο –δυστυχώς-. Με βαριά καρδιά το τράβηξε από το άδειο πια πακέτο της και το έφερε κοντά στα σαθρακιασμενα χείλη της. Η μυρωδιά ήταν έντονη. Της θύμισε τότε που είχε πάει στην παραλία με τους φίλους της πριν πολλά χρόνια. Ήθελε να ξαναπάει κάποια στιγμή αλλά όλοι της οι φίλοι είναι νεκροί εδώ και χρονιά… ένα δάκρυ κύλησε από το δεξί της μάτι και έπεσε πάνω στην καύτρα του τελευταίου της τσιγάρου. Το τσιγάρο έσβησε. ‘Γαμώ το αιδίον μου!!’ αναφώνησε η γριά. Πού θα βρω αναπτήρα τώρα; Μυριολογόντας το τελευταίο της τσιγάρο, ένιωσε μια έντονη ενόχληση στο λαρύγγι της. Πρέπει να ήταν από τον καπνό…
Η γριά σηκώθηκε από την αναπαυτική της καρέκλα στο καπή και βγήκε στη μέση του δρόμου. Κοίταξε για λίγο στην κατηφόρα. Μετά στην ανηφόρα. Έπειτα κοίταξε την άσφαλτο στα πόδια της. Παρατήρησε τις άπειρες μικροεξοχές της ασφάλτου και άρχισε να βήχει, σαν τους Βάσκους στα ορεινά της Ισπανίας. Έβηξε για κάμποση ώρα κοιτώντας στην άσφαλτο, λες και ήταν κάποια τελετουργία. Ένιωσε τα σωθικά της να συστέλλονται και να διαστέλλονται συνεχώς από τους σπασμούς του βήχα. Είχε αρχίσει η άνοδος. Η άνοδος του πλάσματος που προερχόταν από τα σπλάχνα της. Ναι! Είχε αρχίσει να ανεβαίνει από τα πνευμόνια της και να κατευθύνεται στο λαρύγγι της. Η γριά αηδίασε και συνέχισε το βήχα της αλλά τώρα πιο έντονα! Μία λάμψη εμφανίστηκε από το πουθενά πάνω στην άσφαλτο. Η γριά παραξενεύτηκε για ακόμη δυο φορές. Μια για τον βήχα του κώλου και μια για την λάμψη. Ο βήχας χειροτέρευε!! Οι σπασμοί την έκαναν να κλάσει 4 φορές δυνατά! Τι της συνέβαινε? Στέρεψαν τα υγρά του πνεύμονα της. Άρχισε να φτύνει ενώ ανέβαινε το πλάσμα από τα σώθηκα της. Τρόμαξε άπειρα! Το πλάσμα ήταν πια στον οισοφάγο της. Το ένιωθε σαν ένα γιγάντιο κόμπο που σάλευε να βγει. Ένιωσε κάτι γλοιώδες και πικρό να περπατάει πάνω στη γλώσσα της. Ήταν πια έτοιμο να το υποδεχτεί. Με ένα αστραπιαίο φτέρνισμα το έφτυσε στην γκρίζα άσφαλτο. ΧΛΑΑΑΤΣ!!! Ακούστηκε όταν ακούμπησε το έδαφος. Η γριά προσπάθησε να βρει τον ρυθμό της αναπνοής της για 16 δευτερόλεπτα και έσκυψε από πάνω του. Το κοίταξε. Έσκυψε λίγο παραπάνω για να το δει καλυτέρα. Ένα «κρακ» ακούστηκε από την σπονδυλική της στήλη. Ήταν σιχαμερό. Πράσινο. Γλοιώδες. Έμοιαζε λίγο με ζελέ Μαδαγασκάρης. Από εκείνο που έτρωγε όταν ήταν μικρή. Της τον έφτιαχνε ο πατέρας της με αγνά βότσαλα και κουνουπίδια του αγρού. Ακόμα θυμάται την γεύση. Μια ελαφριά αμμώδης αίσθηση στον ουρανίσκο της. Ο πατέρας της φημιζόταν για τον ζελέ Μαδαγασκάρης. Θυμάται πως όλοι οι γείτονες έβγαιναν στα μπαλκόνια τους για να το μυρίσουν όταν ο πατέρας της τον έβγαζε ζεστό ζεστό από τα κάρβουνα. Η γριά συνέχιζε να το κοιτάει με μεγάλη περιέργεια καθώς αναπολούσε τις παιδικές της αναμνήσεις… ‘μα τι είναι αυτό;’ Αναρωτήθηκε. ‘Θεέ μου!’
Το πλάσμα σάλεψε απότομα και άνοιξε μια τρύπα πάνω του… Ένας μαύρος βολβός άρχισε να αναδύεται από την τρύπα… Μα ναι! Δεν μπορούσε να είναι κάτι άλλο εκτός από ένα μάτι!! ‘πώς είναι δυνατόν;’ Αναρωτήθηκε η σιχαμερή γριά… Ένα παχύρευστο υγρό άρχισε να αναβλύζει από το μάτι. Σαν πίδακας πηγής. Το υγρό πετάχτηκε στη μάπα της γιαγιάκας. Κύλησε πάνω στην μύτη της και κατευθύνθηκε προς τα σαθρακιασμένα χείλη της… Έβγαλε περήφανα τη γλώσσα της με προορισμό τη μύτη της. Η άκρη της γλώσσας της ακούμπησε τη σταγόνα που σούρωνε. ‘Μπλιάχ! Τι νόστιμο που είναι!’ έκραξε η μπαμπόγρια… Έσκυψε ακόμα περισσότερο… Ένα ακόμα ‘κρακ’ ακούστηκε από τη σαπισμένη πλάτη της. ‘Άργκ!’ Δεν άντεξε τον πόνο. Λιποθύμησε πάνω στην άσφαλτο. Δεν άντεξα να την βλέπω κατάκοιτη στον δρόμο. Κίνησα να την βοηθήσω. Στην διαδρομή πέρασα από το κοντινό σούπερ-μάρκετ να αγοράσω κωλόχαρτο που μου είχε τελειώσει. Όταν έφτασα, η γριά ήταν μισοπεθαμένη και έσταζαν τα σάλια της στον δρόμο. Έβγαλα ένα ρολό χαρτί και τα σκούπισα… Ήταν πια νεκρή –αν μπορούσα να κρίνω από τη μυρωδιά της…- και ο κοντινός τροβαδούρος άρχισε να της τραγουδάει περήφανα.
«Όταν ο ήλιος πέσει
Θα μυρίζεις αστεία…
Όταν όμως κανείς ένα τσιγαράκι
Τότε όλα τα παιδάκια θα
Κλωτσάνε το κουφάρι σου…
-
Τραλαλά τραλαλά
Τραλαλά τράλα!
-
Σάμπως δεν σε ξέρω
Για να πω ότι σ’αρέσει;
Έλα ντε… είναι περίεργο
Αυτό που συμβαίνει…
-
Σακαράκα φακαράκα
Σακαράκα φράκαρα!
-
Πιάσε σφιχτά ένα μολύβι
Και χώσε το βαθιά στο μάτι σου.»
Αμέσως άρχισα να γλύφω ένα ένα τους κόκκους ρυζιού που είχαν απομείνει στο πιάτο. Είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να ενοχληθεί κάποιος. Δεν άντεξα την πίεση!!!! Άρχισα να κοπανάω το κεφάλι μου με πάθος πάνω στο γραφείο! Από το τράνταγμα σείστηκε η άσφαλτος και η καημένη η γιαγιούλα άρχισε να κατρακυλά στην κατηφόρα… για καλή μας τύχη είχαμε ξεχάσει να την λύσουμε από την αστεία καρεκλά και άρχισε να ταλαντεύεται στην κατηφόρα. Πάνω κάτω, πάνω κάτω! Γελούσαμε. Το σκυλί. Στην αρχή γρήγορα, μετά όμως πιο γρήγορα! Η ταχύτητα ήτω τιτάνια! Ο άνεμος άρχισε να μπαίνει με μανία μέσα στο σώμα της και σιγά σιγά φούσκωνε! Φούσκωνε σαν μην είχε φουσκώσει ποτέ στη ζωή της! Ο ήχος που έκανε ήταν αποκρουστικός! Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν κραυγές μαζί με σίδερα που τρίβονταν μεταξύ τους άκρως ερωτικά!
Συνέχιζε να φουσκώνει! Και συνέχιζε! Και συνέχιζε ώσπου άρχισε να παίρνει σχήμα! Ένα γνώριμο σχήμα. Θύμιζε πόλεμο και θλίψη. Το κοριτσάκι ούρλιαξε με ευχαρίστηση. Ένας κοντινός κάδος σκουπιδιών άνοιξε και κατάπιε το ουρλιαχτό της… Και η γριά συνέχιζε να φουσκώνει! Νόμιζε κανείς ότι θα ξεχειλίσει το σύμπαν από το άψυχο πια κορμί. Στάθηκα από κάτω και σήκωσα δειλά δειλά το κεφάλι! Ένας τόνος δέους με πλάκωσε στην ψυχή. Με πονούσαν τα μάτια μου. Ένιωθα ότι δεν χώραγε κάτι τόσο μεγάλο στην όραση μου! Έκλεισα τα μάτια και τα έτριψα… ΝΡΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝ!!!! Χτύπησε το ξυπνητήρι και όλα χάθηκαν. «Ευτυχώς ήταν όνειρο» αναφώνησα… Ήπια ένα καφεδάκι και πήρα το ποδηλατάκι μου για μια βολτίτσα. Το ποδήλατο πάντα με ηρεμούσε. Αυτό και το γράψιμο στο ημερολόγιο μου όπου έγραφα όποτε ένιωθα σκατά. Κατέβασα το ποδήλατο από το μπαλκόνι και το έβγαλα στο στενό δρομάκι της γειτονιάς μου. Αχ… το δρομάκι… Ήταν τόσο όμορφο. Θα μπορούσα να αυνανίζομαι με τις ώρες κοιτάζοντάς το μόνο… Ήταν τόσο ερωτικό, τόσο ρομαντικό… Μερικές φορές είχα σκοντάψει επίτηδες μόνο και μόνο για να πέσω με τα μούτρα πάνω στην χαλασμένη άσφαλτο του. Να ακουμπήσω τα ματωμένα χείλη μου πάνω στις άπειρες μικροεξοχές του και να γευτώ το αίμα μου από κάτω. Να το γλύψω, να το νιώσω! Ναι! Ήταν η πιο κρυφή μου αμαρτία. Το παραδέχομαι! Αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ. Η μυρωδιά της ασφάλτου μόνο είναι ικανή να σε φέρει σε οργασμό… Και όσο πιο βίαια έπεφτα, τόσο πιο πολύ μου άρεσε… Καβάλησα το γαλάζιο ποδηλατάκι μου και άρχισα την κατηφόρα. Η επιτάχυνση ήταν θεσπέσια! Διάφοροι ήχοι προσπαθούσαν να μπουν μέσα στα αφτιά μου αλλά η ταχύτητα δεν τους άφηνε. Μόνο εκείνος ο ήχος… ένας εκκεντρικός ήχος κατάφερε να διαπεράσει την ασπίδα που είχε φτιάξει η όμορφη ταχύτητα. Ακούστηκε σαν… σαν…! Όχι! Δεν μπορούσε να είναι αλήθεια! Και όμως! Ακούστηκε ένας βήχας! Το ποδήλατο σταμάτησε! ΌΧΙ! Συνέχισε! Σε παρακαλώ! Δεν μπορεί να είναι αλήθεια! Ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα! Το ποδήλατο! Ο βήχας γινόταν όλο και πιο έντονος! Μου κόβονταν τα πόδια καθώς ένιωθα ότι πλησίαζα όλο και περισσότερο στην πηγή του ήχου! Μου γύριζαν τα εντόσθια από το ρίγος… κατέβηκα από το ποδηλατάκι μου θέλοντας να το σπρώξω στην κατηφόρα! Μάταια! Λες και ο κόσμος είχε γυρίσει ανάποδα! Η βαρύτητα αντιστράφηκε! Και η κατηφόρα έγινε ανηφόρα! Το έσπρωχνα με μανία στην, τώρα πια, ανηφόρα! Άρχισε να τσουλάει απίστευτα γρήγορα! Σαν κάποιος μαγνήτης να το τραβούσε από τον σκουριασμένο σκελετό του! Άρχισε να τρίζει. Η βαρύτητα ήταν τόσο πηχτή που κατάφερε να μου στραβώσει το τιμονάκι από το ποδηλατάκι μου. Λες και με οδηγούσε κάπου! Άρχισα να τρομάζω στ’αλήθεια τώρα! Κατευθυνόμουν προς το εγκαταλελειμμένο καπή της γειτονιάς μου!
Κάτι ήταν από πάνω μου! Δεν είχα τα κότσια να κοιτάξω! Το μόνο που είδα ήταν μια κολοσσιαία σκιά να διασχίζει τον δρόμο. Μετά τα κτήρια. Ώσπου έκρυψε και τον ήλιο. Ευτυχώς υπήρχαν μερικοί λαμπτήρες αναμμένοι στον δρόμο ακόμα. Δύο κολώνες της ΔΕΗ και μια λάμπα στο υπόστεγο του παλιού καπή… ζέστη κρύο ζέστη κρύο… έτσι ένιωθα καθώς πλησίαζα στον ήχο. Μπορούσα να διακρίνω μια φιγούρα στη μέση του δρόμου! Έκανα εμετό! Δεν άντεχα άλλο! Το μυαλό μου έπαιρνε ανάποδες στροφές! Και πλησίαζα! Άκουσα ένα ακόμα βήξιμο! Πήδηξα από το ποδήλατο νομίζοντας ότι θα γλυτώσω… αλλά από τι όμως; Από την τρέλα! Ναι! Αυτή η φιγούρα ήταν η τρέλα που με παραμόνευε πίσω από κάθε σκέψη, κάθε πράξη…
Μια φωνή ακούστηκε. «Κώστα!» ΟΧΙ!!!! Δεν! Μη! Πρέπει να φύγω! Σηκώθηκα να τρέξω! Είδα ένα μισάνοιχτο παράθυρο στο καπή. Έτρεξα να κρυφτώ μέσα! Πρώτα πάτησε το δεξί πόδι… πάτησα σε κάτι. Ακούστηκε ένα *χρατς* άρα πρέπει να ήταν κάτι χάρτινο. Η περιέργεια μου το σήκωσε χωρίς δεύτερη σκέψη. Το έφερα κοντά στο φως που ίσα που έμπαινε μέσα από το σπασμένο τζάμι της πόρτας. Σα να ντρεπόταν να μπει. Έμπαινε τόσο λίγο μέσα που νόμιζε κανείς ότι έχει σκύψει η κολώνα της ΔΕΗ ελάχιστα για να με δει… Το έφερα ακόμα πιο κοντά στο φως. Ήταν ένα πακέτο! Ένα άδειο πακέτο από τσιγάρα. Κάποιος το είχε τσαλακώσει τόσο πολύ, λες και το μισούσε… ΜΠΛΙΑΧ! Μαμούνια άρχισαν να βγαίνουν από το πακέτο! Ήταν αηδιαστικό! Το πέταξα μακριά μου και πήγα στην πόρτα. Γονάτισα και κοίταξα από την κλειδαρότρυπα. Φαινόταν μια φιγούρα. ΣΚΑΤΑ! Ήταν η γριά! Είναι αληθινή! Το μυαλό μου είχε γίνει πουρές… Έτρεξα μακριά… Πήγα σπίτι. Χιλιάδες σκέψεις με διαπερνούσαν… βγήκα στο μπαλκόνι. Έβαλα λίγο το χέρι στον καβάλο και έπεσα στον έρωτά μου για τελευταία φορά…