Το βράδυ του Ιουλίου
Οι μήνες περνούσαν και το καλοκαίρι ήρθε. Είχα άφθονο χρόνο για να ασχολούμε με πόκεμον. Επαίζα την Leaf Green, έβλεπα το anime και έτσι η ώρα μου περνούσε ευχάριστα.
Ένα βράδυ του Ιουλίου συναίβει κάτι τρομερό. Ήμουν στο δωμάτιο μου και επαιζα πόκεμον. Εκπαιδευα ένα Charmander για να είμαι ακριβής.
--Αααααα! ακούστηκε
--Τί ήταν αυτό? αναρωτήθηκα και έκλεισα το DS μου τρομαγμένος.
--Ααααααααααα! ακούστηκε μια δεύτερη κραυγή, αλλά αυτή τη φορά πιο έντονα.
Τα φώτα στο δωμάτιο μου έκλεισαν. Σκοτάδι.....
--Βοηθεια! φώναξα, αλλά κανείς δεν με άκουσε. Ήμουν τρομοκρατημένος.
Ξαφνικά άρχισα να βλέπω εικόνες μπροστά μου. Ήταν εικόνες από το όνειρο που είχα δει πριν κάμποσο καιρό. Εγώ ήμουν αυτός που φώναζε. Είχα μόλις χτυπηθεί.
--Θα ονειρεύομαι πάλι! σκέφτηκα. Ή μήπως όχι? Υπάρχει κόσμος των πόκεμον? αναρωτήθηκα.
--Ναι, υπάρχει! μου απάντησε μιά φωνη.
Αναπάντεχα όλα γύρω μου άρχισαν να χάνονται. Ένιωθα ζαλισμένος. Δεν ήξερα τι μου γινόταν. Λιποθύμησα......
ΤΟ ΒΕ CONTINUED........
Καλό... ελπίζω να συνεχίσεις.
Mε τίποτα δε θα σταματήσω να γράφω! Γιατi αυτό που κάνω εμένα μου αρέσει και το κάνω γιατί μου αρέσει και όχι επείδη είναι ''μοδα''! (vensires learnt me that
)
Υ.Γ. Αύριο θα ποστάρω το επόμενο μέρος! Stay tuned!!! lol
That's the spirit!
Ένα αλλιώτικο πρωινό ξύπνημα
--Που βρίσκομαι? αναρωτήθηκα. Κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμουν μέσα σε ένα μικρό δωματιάκι και ήμουν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι. Όλα γύρω μου ήταν ήσυχα. Προσπαθούσα να καταλάβω πώς είχα βρεθεί σε αυτό το δωμάτιο, αλλά μάταια.
--Δόξα τον Aruseus, είσαι καλά! είπε μια βαριά αντρική φωνή. Aruseus, όπως θυμάμαι από τις Pokemon Diamond/Pearl, είναι ο θεός και ο δημιουργός όλων των Πόκεμον.
--Συγγνώμη κύριε, μπορείτε να μου πείτε που βρίσκομαι? τον ρώτησα ευγενικά.
--Ο Dragonite μου σε βρήκε στο Victory Road και σε έφερε εδώ. Είχες λιποθυμήσει! μου είπε.
--Ο Dragonite? παραξενεύτηκα.Ποιός Dragonite? Το Pokemon?
--Ναι, είμαι ο Lance από το Elite Four του Indigo Plateu, και αυτός εδώ είναι το φιλαράκι μου, ο Dragonite! είπε και ένα πλάσμα με βαρύ βηματισμό ήρθε προς το μέρος μου. Ήταν όντως ένα Dragonite, ένα αληθινό Dragonite.
Όπως όλα έδειχναν, είχα μεταφερθεί στον κόσμο των πόκεμον. Αλλά αυτή την φορά δεν ονειρευόμουν.......
TO BE CONTINUED.......
(Από εδώ και πέρα θα γράφω στο τρίτο πρόσωπο σαν αφηγητής, και όχι στο πρώτο....)
Ο Ευριπίδης σηκώθηκε από το κρεβάτι του απότομα. Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο δωμάτιο, κατάλαβε ότι ήταν διαφορετικό από το δωμάτιο όπου είχε κοιμηθεί τελευταία φορά.
"Μα τί στο καλό συμβαίνει;" αναρωτήθηκε. "Υποτίθεται ότι είμαι στον κόσμο των Πόκεμον!". Προχώρησε προς το παράθυρο του δωματίου και έριξε μια ματιά στο χώρο που εκτεινόταν μπροστά του. Το τοπίο ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό που περίμενε να δει. Το χώμα φαινόταν φρέσκο και δροσερό. Λεπτά χορταράκια είχαν φυτρώσει στο έδαφος. Το πράσινο επικρατούσε σε όλη την περιοχή - η τουλάχιστον μέχρι εκεί που μπορούσε να δει το μάτι του.
"Σίγουρα ονειρεύομαι!" Σήκωσε το βλέμμα του από το παράθυρο και άρχισε να ψάχνει την πόρτα που οδηγούσε έξω. "Τώρα τελευταία βλέπω παράξενα όνειρα, που όμως φαίνονται αληθινά!" είπε με ένα τόνο σαν να διαμαρτυρόταν.
Μετά από μια σύντομη εξέταση του δωματίου, συνειδητοποίησε ότι η μοναδική πόρτα εξόδου που υπήρχε ήταν κλειδωμένη. "Πως θα φύγω από δω, τώρα; Θέλω τόσο πολύ να εξερευνήσω τον νοερό αυτό κόσμο!'' Τελειώνοντας την φράση του και χωρίς δεύτερη σκέψη πήρε φόρα και έπεσε με δύναμη πάνω στην πόρτα θέλοντας να την σπάσει.
ΜΠΑΜ! Ο κρότος από το σπάσιμο της πόρτας ήταν εκκωφαντικός. Ποτέ ξανά δεν είχε ακούσει ένα τόσο διαπεραστικό ήχο. "Ααα!" ούρλιαξε κρύβοντας τα αυτιά του με τα χέρια του.
Χρειάστηκε περίπου ένα λεπτό για να συνέλθει και να σηκωθεί από το έδαφος. Έτριψε τα μάτια του με τα χέρια του και άρχισε να παρατηρεί το χώρο που τον περιέβαλε. "Τι ωραίος και ζεστός ήλιος!" αναφώνησε καθώς λουζόταν κάτω από τις φωτεινές ακτίνες του.
«Άραγε είμαι μόνος εδώ;». Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στα ψηλά δέντρα και το ατελείωτο πράσινο που εκτεινόταν μπροστά του. Πολύχρωμα πουλιά, με μήκος περίπου όσο μια παλάμη ενός χεριού, κελαηδούσαν καθώς πετούσαν από κλαδί σε κλαδί δίνοντας στην ατμόσφαιρα ένα μελωδικό χαρακτήρα. «Τί είδος πουλιών είναι αυτό;»
Όλα αυτά τα ερωτήματα που τον έπνιγαν, έκαναν την έκφραση του προσώπου του αινιγματική, σαν ένα παιδί που περιμένει για να του δώσεις απαντήσεις στα αμέτρητα ερωτήματά του…….
To be continued....
Υ.Γ. Αλλιώς προόριζα να συνεχίσω την ιστορία, αλλά τελικά αλλιώς θα την συνεχίσω. Δεν θα είναι πια FanFic, αλλά μια ιστορία φαντασίας. Επομένως θα αλλάξει και το όνομα της. Αλλά αυτό ακόμα να το αποφασίσω. Ελπίζω να σας άρεσε...
Ωραίο είναι και θα τολμήσω να πω ότι μου ψιλοάρεσε καλύτερα όταν ήταν σαν αφήγηση ( στο 1ο πρόσωπο ).