Legendary Pokémon

Full Version: Αφημένοι για νεκροί
You're currently viewing a stripped down version of our content. View the full version with proper formatting.
Pages: 1 2 3 4
Στους δρόμους
Κεφάλαιο 2ο

“Λοίπον, αρκετά δεν κάτσαμε σ΄αυτό το δωματιάκι; Αφού λοιπόν όλοι μας συμφωνήσαμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να φτάσουμε στο εμπορικό κέντρο, ας προχωρήσουμε επιτέλους!”, είπε ο Κόουτς στους υπόλοιπους.
“Και καλύτερα να βιαστούμε γιατί είναι ήδη μεσημέρι. Δεν θα θέλατε να κυκλοφορούμε με εκείνα το βράδυ...”, συμφώνησε η Ροσέλ.
“Πράγματι, οι κυνηγοί κυκλοφορούν το βράδυ, κι εμείς σαν καλά θυράματα θα το αποφύγουμε”, παρατήρησε ο Νικ.
Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του Έλλις.
“Τώρα που το είπες, ξέρω ένα καλό οπλοπωλείο, κοντά στο δρόμο για το εμπορικό κέντρο. Μάλλον θα είναι κλειστό αλλά αν μπούμε θα αντιστραφούν οι ρόλοι με τους μολυσμένους”, τους είπε.
Ο Νικ του απάντησε αδιάφορα, αλλά μια λάμψη διακρινόταν στα μάτια του.
“Που ξες, μπορεί να έχει κάτι χρήσιμο. Θα το τσεκάρουμε. Τελικά υπάρχουν και πλεονεκτήματα με το να ζεις κανείς στη Σαβάνα”.
“Βέβαια! Καθώς προχωράμε θα σας δείξω και τα αξιοθέατα”, του απάντησε ο Έλλις.
“Εκτός από τα αξιοθέατα, εγώ είδα κι άλλα πράγματα καθώς παρατηρούσα. Το κυριότερο είναι ότι οι δρόμοι είναι γεμάτοι μολυσμένους. Επίσης είναι διασκορπισμένοι οπότε με λίγη τύχη, θα ξεγλιστρήσουμε ανάμεσα τους, χωρίς να μας καταλάβουν οι περισσότεροι. Επίσης το μάτι μου πήρε και ορισμένες αλλόκοτες μορφές”.
“Σαν τι;”, ρώτησε ανύσηχη η Ροσέλ.
“Παιρνούσαν γρήγορα και προτιμούσαν τις σκιές οπότε δεν είδα λεπτομέρειες. Είδα δύο χοντρούς, που προχωρούσαν αργά και καμιά φορά έφτυναν λίγο εμετό. Είδα μια μικροκαμωμένη φιγούρα που περπατούσε σκυφτά, σαν χιμπαντζής. Και τέλος πάνω στην οροφή ενός πολυκαταστήματος είδα έναν τύπο παρόμοιο με αυτό που τσάκωσε τον Έλλις πριν μπούμε εδώ”.
Ο ενθουσιασμός του Έλλις μειώθηκε.
“Ο ιός δημιουργεί μετταλάξεις. Κάτι ακόμα που ο περισσότερος κόσμος δεν ξέρει. Ακούσαμε για παραμορφώσεις στα σώματα των φορέων. Για να μπορούν να μεταδώσουν την Πράσινη Γρίπη παντού, νομίζω”, τους ενημέρωσε η Ροσέλ.
“Ξες τίποτα συγκεκριμένο;”, τη ρώτησε ο Κόουτς.
“Ακούσαμε τους επιστήμονες να μιλάνε για έναν χοντρό, αλλά οι αναφορές για αυτό ήταν απόρρητες”.
“Σίγουρα πρόκειται για εκείνους που έβλεπες εκεί έξω, Νικ”, παρατήρησε ο Έλλις.
“Κάτι που μου έκανε εντύπωση είναι πως εκείνοι οι, ειδικοί μολυσμένοι ας τους πούμε, φαινόταν να είχαν έναν σκοπό. Δεν τριγυρνούσαν σαν τους κοινούς μολυσμένους. Απόφευγαν το φως, πηγαίνοντας προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση, λες και είχαν να κάνουν κάποια δουλειά.”
“Και βέβαια είχαν δουλειά, αυτά τα καθάρματα μεταφέρουν τον ιό στην υδρόγειο. Σίγουρα θα καταλαβαίνουν τις αγνές ακόμα περιοχές και θα πηγαίνουν προς αυτές. Και αν ο ιός αναπτυχθεί σε έστω έναν άνθρωπο, η περιοχή είναι καταδικασμένη”, είπε ο Κόουτς.
“Μα, με εμάς τι γίνεται; Γιατί ακόμα δεν δοκίμασαν να μας φτύσουν, να μας ξεράσουν ή ότι αηδίες κάνουν για να βάλουν τον ιό μέσα μας. Δηλαδή, το μόνο που μας επιτέθηκε, για την ώρα, ήταν αυτά τα παθητικά ζόμπι και ένας τύπος με φρικιαστική γλώσσα”, απόρησε η Ροσέλ.
“Ξεχνάς κάτι βασικό, από το ξενοδοχείο και πέρα θεωρούνταν πιο καθαρή περιοχή, εσύ η ίδια το είπες, ενώ η δυτική μεριά... Εκεί ο ιός θα έχει προλάβει να κάνει τις αλλόκοτες μεταλάξεις του και σίγουρα όσο πάει χειροτερεύει. Εκεί κάποιος κανονικός άνθρωπος, ακόμα και αν δεν τον ακουμπούσαν οι μολυσμένοι, θα πέθαινε σε λίγες μέρες ή θα γινόταν άλλη μια μαριονέτα του ιού”, της είπε ο Έλλις.
“Ακόμα και έτσι, αν πάμε θα μολυνθούμε και τότε τελειώσαμε”, απάντησε εκείνη.
“Αυτό δεν θα 'πρεπε να σε απασχολεί. Είδες ότι εμάς δεν προσπαθούν να μας μολύνουν αλλά να μας σκοτώσουν. Εγώ ο ίδιος το κατάλαβα όταν εκείνος ο 'καπνιστής' πήγε να μου σπάσει το λαιμό, χωρίς χρονοτριβές. Και αυτό γίνεται για έναν απλούστατο λόγο. Δεν θα γίνουμε ποτέ σαν αυτούς και το ξέρουν. Μας μισούν γιατί πάντα θα είμαστε υπεράνω τους. Έχουμε ανοσία”, ολοκλήρωσε εκείνος.
Στους δρόμους
Κεφάλαιο 3ο

Αυτή τη φορά ήταν πραγματικα αποφασισμένοι να ξεκινήσουν για τις δυτικές συνοικίες. Να αφήσουν την ασφάλεια του καταφύγιου.
Ήταν εξοπλισμένοι με ότι είχαν για να αντιμετωπίσουν το μίσος των μολυσμένων. Ο Νικ και ο Κόουτς κρατούσαν τις στρατιωτικές καραμπίνες τους, γεμάτες και οπλισμένες. Επίσης ο Νικ είχε και το Desert Eagle μαζί του, με την ελπίδα να έβρισκε φαίρες. Από την άλλη, ο Έλλις και η Ροσέλ είχαν τον λοστό και το τσεκούρι, τα οποία είχαν αποδειχτεί χρήσιμα στο ξενοδοχείο. Τα δύο κύτια πρώτων βοηθειών που είχαν πάρει, ήταν ακόμα αχρησιμοποίητα. Και τέλος ο Έλλις ήλπιζε εκείνη η βόμβα αντιπερισπασμού να έκανε το θαύμα της, αν χρειαζόταν.
“Όπως είπαμε, κανένα έλεος για τα τέρατα, εντάξει;”, είπε ο Κόουτς.
Οι υπόλοιποι έγνεψαν καταφατικά. Ο Νικ συμπλήρωσε:
“Αν χρειαστεί να δώσουμε μάχη, κρατήστε την ψυχραιμία σας και προσπαθήστε να καταλαβένεται τους συντρόφους σας. Είναι το μόνο μας πλεονέκτημα”.
“Ξεκινάμε”, δήλωσε ο Κόουτς.
Πήγαν προς την δυτική έξοδο. Ο Κόουτς έβγαλε τους σύρτες και ξεκλείδωσε την πόρτα που ασφάλιζε το καταφύγιο.
Άνοιξε την πόρτα.
Οι τέσσερις επιζώντες βγήκαν έξω, στον μεσημεριανό ήλιο του καλοκαιριού της Σαβάνας.

Στους δρόμους
Κεφάλαιο 4ο

Όπως το περίμεναν, οι μολυσμένοι δεν τους έδωσαν σημασία. Καλύτερα. Ήταν σε μια από τις πιο κεντρικές λεοφώρους της Σαβάνας. Κατευθυνόταν ακριβώς στη καρδιά των δυτικών συνοικιών. Την ακολούθησαν.
Προχωρούσαν στην άκρη του δρόμου, για να αποφύγουνε τους πολλούς μολυσμένους. Αν έβρισκαν κάποιον στον δρόμο τους, ένα θανάσιμο χτύπημα τον έριχνε οριστικά κάτω. Ούτε ένας από τους τέσσερις συντρόφους δεν δίσταζε ή έριχνε μια δεύτερη ματιά.
Συνέχιζαν.
Τα μόνα οχήματα που είδαν ήταν λίγα περιπολικά, κάποια βανάκια και ένα στρατιωτικό όχημα. Όλα παρατημένα και με ζημιές. Όσοι ήταν μέσα τους σίγουρα θα είχαν αναγκαστεί να τα εγκαταλείψουν και να τρέξουν. Για τη ζωή τους.
Από όπου παιρνούσαν έβλεπαν την ίδια εικόνα. Μια πόλη νεκρή, έρημη, αφημένη. Κάτω από τον ήλιο του καταμεσήμερου, όλα έδειχναν μοναχικά, καταθλιπτικά. Ακόμα και οι μολυσμένοι. Έμοιαζαν να έλεγαν: 'Δεν ζούμε για κάποιο λόγο, απλώς στοιχειώνουμε την πόλη με την παρουσία μας'. Η ησυχία τρομακτική, η έλλειψη ζωής απαίσια.
Συνέχιζαν.
Απλώς ταξίδευαν. Κάθε δρόμος έχει φτιαχτεί για αυτό. Δεν ήταν για να κάθεσαι, να πολεμάς, να σκέφτεσαι ήταν φτιαγμένοι για να περνάς από πάνω τους και να προχωράς. Προχωρούσαν δυτικά ασταμάτητα, αφήνοντας νεκρούς μολυσμένους πίσω τους. Αμίλητοι.
Μπροστά είδαν ένα μισοδιαλυμένο μπλόκο της αστυνομίας και άλλο ένα στρατιωτικό τζιπάκι. Οι μπάρες που υποτίθεται ότι απαγόρευαν την είσοδο ήταν διαλυμένες. Εδώ πολλοί μολυσμένοι φορούσαν στρατιωτικά ρούχα. Έμειναν ως το τέλος, περιμένοντας διαταγές από ένα επιτελείο που το έσκασε. Οι μόνοι που δεν έφυγαν, θέλησαν να βοηθήσουν ως το τέλος και αφέθηκαν προδομένοι να φυλάν μια μολυσμένη πόλη.
Αναγνώρισαν τον ευγενικό σκοπό που είχαν στη ζωή αλλά τώρα είχαν αλλάξει. Και πάλι όσοι έτυχε να είναι στο δρόμο τους το πλήρωσαν, με την τιποτένια ζωή τους. Πέρασαν το μπλόκο.
Συνέχισαν.
Σταδιακά τα ψηλά, ωραία κτίρια έδωσαν τη θέση τους σε μικρότερες πολυκατοικίες και υποβαθμισμένα μαγαζιά. Εδώ τα πράγματα είχαν αφεθεί εντελώς στην μοίρα τους. Στην λεωφόρο διακρινόταν τρακαρισμένα οχήματα, διατρητα από σφαίρες. Μάχες είχαν δωθεί για να φύγουν κάποιοι από αυτήν την κόλαση. Τώρα η απόλυτη σιωπή του ιού είχε καλύψει τα πάντα.
Ένα πούλμαν με σοβαρές ζημιές φάνηκε σταματημένο στη άκρη του δρόμου. Το μπροστά του μέρος είχε πλακουτσωθεί, λες και είχε τρακάρει με κάτι το οποίο όμως δεν φαινόταν εκεί κοντά. Πολλά τζάμια ήταν σπασμένα και σε κάποια υπήρχε αίμα. Η επιγραφή στα πλάγια του δήλωνε πως άνηκε σε μια αθλητική ομάδα. Σε μια ομάδα που είχε προσπαθήσει να έρθει στη Σαβάνα για να δώσει τον κρίσιμο αγώνα και να αναγνωριστεί τελικά.
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Κόουτς, χωρίς να το καταλάβει κάποιος άλλος.
Συνέχισαν.
Στους δρόμους
Κεφάλαιο 5ο

“Αν θέλετε να περάσουμε και από το οπλοπωλείο, πρέπει να κατέβουμε από εδώ”, τους είπε ο Έλλις.
“Και βέβαια θα πάμε, δεν είδατε πόσοι ήταν στην λεωφόρο;”, απάντησε ο Νικ.
“Πως και δεν μας επιτέθηκαν όπως οι καριόληδες στο ξενοδοχείο;”, αναρωτήθηκε η Ροσέλ.
“Μάλλον σε μεγάλους ανοιχτούς χώρους αποπροσανατολίζονται. Μόνο κάτι που θα χάλαγε την ησυχία τους θα του ορμούσαν”, αποκρίθηκε ο Έλλις.
“Σαν ένα μεγάλο πούλμαν;”, ρώτησε ο Κόουτς αινιγματικά,
“Ακριβώς. Τώρα ακολουθήστε με, θα προσπαθήσω να μας πάω από έναν πιο σύντομο δρόμο”.
Έστριψαν δεξιά και μπήκαν σε ένα δωμάτιο συντήρησης για το ηλεκτρικό δίκτυο. Κάποια καλώδια ήταν ξεχαρβαλωμένα και πετούσαν σπίθες. Ένα πτώμα μολυσμένου κειτόταν στο πάτωμα.
Μια σκάλα οδηγούσε προς την κάτω μεριά της λεωφόρου. Πήγαν να κατέβουν.
Ξαφνικά ακούσαν ένα αηδιαστικό ήχο. Νόμιζαν πως κάποιος είχε αναγούλα και έκανε συνέχεια εμετό. Μόνο που την τελευταία τον ξανακατάπινε.
“Τι στο διάολο είναι αυτή η αηδία;”, ρώτησε ο Κόουτς.
“Νομίζω πως κάτι παρόμοιο είχα ακούσει στο ξενοδοχείο, πριν σας βρω”, είπε η Ροσέλ.
Ο απαίσιος θόρυβος διακόπηκε από ένα υγρό ρέψιμο, αλλά μετά συνεχίστηκε.
“Είναι δυνατόν να το κάνει αυτό άνθρωπος;”, αναρωτήθηκε η Ροσέλ.
“ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ;”, φώναξε ο Κόουτς.
Ο ήχος συνεχίστηκε, αμείωτος. Ο Κόουτς άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά, προοσεκτικά. Άναψε τον φακό στην καραμπίνα του και ήταν έτοιμος να πυροολήσει. Το ίδιο έκανε και ο Νικ. Οι άλλοι τον ακολουθούσαν.
Ο ήχος ακουγόταν σε πιο αγριεμένο τόνο.
“Δεν ξέρω τι θα βρούμε αλλά σκοτώστε το, άμα το δείτε”, τους είπε ο Κόουτς πιο σιγά.
“Γιατί αλλιώς, θα μας ξεράσει”, σάρκασε ο Νικ.
Σχεδόν είχαν κατέβει στο εισόγειο. Ήταν αρκετά σκοτεινά, χωρίς παράθυρα και με τη λάμπα σπασμένη. Το χλωμό φως των φακών φώτιζε το βρόμικο πάτωμα. Μια μετταλική πόρτα χώριζε το χώρο από τους δρόμους κάτω από την λεωφόρο. Τα νεύρα τους ήταν τεντωμένα. Ξανάκουσαν τον ήχο, ακριβώς από πίσω τους. Ο Νικ γύρισε απότομα και φώναξε:
“Κάτω από τις σκάλες! ΠΡΟΣΈΞΤΕ!”.
Ταυτόχρονα γύρισε και ο Κόουτς, στρέφοντας την καραμπίνα του σε εκείνη την κατεύθυνση. Η Ροσέλ και ο Έλλις, που δεν είχαν ακόμα κατέβει όλες τις σκάλες, κοίταξαν έντρομοι το πλάσμα που φανερώθηκε να βγαίνει ακριβώς aπό κάτω τους.
Το πρώτο πράγμα που κατάλαβαν όλοι ήταν οτί ήταν τεράστιο. Τεράστιο και δυσκίνητο, σε σχέση με τους απλούς μολυσμένους. Μετά είδαν πως τελικά, κάποτε, ήταν άνθρωπος. Είχε δυσανάλογα μικρά πόδια και χέρια και ένα κανονικό κεφάλι. Αυτό που το έκανε τόσο αξιοπερίεργο, ήταν ο κορμός του. Η κοιλιά του ήταν τεράστια και στα αλήθεια φουσκωτή. Η απόλυτη μπάκα. Πραγματικά έμοιαζε με παραφουσκωμένο μπαλόνι Το στήθος του ήταν λίγο πιο μικρό αλλά το περισσότερο το κάλυπτε ένα πράγμα σαν σακούλα που ξεκινούσε από το λαιμό του. Από εκεί έβγαιναν αυτοί οι περίεργοι, εμετικοί ήχοι. Τα πρώην ρούχα του ήταν ξεχειλωμένα και το δέρμα του λιπαρό. Διάφορα αποκρουστικά εξωγκόματα υπήρχαν στο κορμί του, ιδιαίτερα στην κοιλιά του. Μάλιστα ένα από αυτά κάλυπτε το ένα του μάτι. Στο πρόσωπο δεν υπήρχαν τρομερές διαφορές, εκτός από το ότι ήταν ανάλογο ενός χοντρού.
Ένα αληθινό παχύσαρκο τέρας.
Πραγματικά οι τέσσερις σύντροφοι έμειναν έκπληκτοι.
Όμως ο παχύσαρκος μολυσμένος κάλυπτε τα λίγα μέτρα που τους χώριζαν. Σταμάτησε περίπου ένα μέτρο μπροστά από τους εμβρόνητους Κόουτς και Νικ και δίπλα από τον Έλλις και την Ροσέλ. Έβγαλε άλλον ένα εμετικό ήχο, αλλά αυτή τη φορά σαν να απελευθέρωνε ότι κρατούσε μέσα του τόση ώρα.
“ΘΕΕ ΜΟΥ, ΘΑ ΜΑΣ ΞΕΡ....”, ούρλιαξε ο Νικ αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.
Δύο πράγματα έγιναν τότε.
Η λάμψη της καραμπίνας του Κόουτς στο σκοτεινό δωμάτιο ήταν εκτυφλωτική. Και η βροντή παραπάνω από εκωφαντική, στα συνιθισμένα στην ησυχία αυτιά των επιζώντων.
Αποκλείεται να αστοχούσε στο ένα μέτρο, με σφαίρες διασποράς.
Πέτυχε τον χοντρό ακριβώς στη τεράστια κοιλιά, ακριβώς την στιγμή που θα απελευθέρωνε τα στομαχικά του υγρά πάνω τους.
Και τότε χτύπησε η καταστροφή.
Από την κοιλιά και πάνω, το χοντρό τέρας, κυριολεκτικά ανατινάχτηκε. Η δύναμη της έκρηξης πέταξε βιαία τους δύο οπλισμένους άντρες σε ένα κιγκλίδωμα, δύο μέτρα πίσω τους. Ο Έλλις και η Ροσέλ χτύπησαν στον τοίχο δίπλα τους, έχασαν την ισσοροπία τους και έπεσαν στις σκάλες.
Στους δρόμους
Κεφάλαιο 6ο

Ο Νικ δοκίμασε να σηκωθεί. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε γίνει. Ζαλιζόταν. Πήγε να ανοίξει τα μάτια του αλλά δεν τα κατάφερε και πολύ καλά. Είχε λουστεί με ένα υγρό που έκανε τα μάτια του να τσούζουν, το κεφάλι του να ζαλίζεται, τη μύτη του να τρέχει και τα αφτιά του να ακούνε ακατάληπτες κραυγές. Δοκίμασε να σκουπιστεί με το μανίκι από το σακάκι του. Απλώς πασαλειβόταν. Είχε καλυφθεί ολόκληρος από αυτό το υγρό, αυτή τη γλίτσα.
Κατάφερε να σηκωθεί στα πόδια του. Από μακριά άκουγε κραυγές ενθουσιασμένων μολυσμένων. Αυτό που είχε πάνω του τους τραβούσε. Θα τους μύριζαν. Η καραμπίνα του, που ήταν;
Άνοιξε λίγο τα μάτια του, προσπαθώντας να καταλάβει τι γινόταν στο χώρο. Όλα ήταν θολά. Εντόπισε την καραμπίνα του, από το ανοιχτό φακό που είχε πάνω της. Τρέκλισε προς τα εκεί. Αδέξια την άρπαξε. Πόσο τον εμπόδιζε αυτή η γλίτσα που είχε κολλήσει πάνω του.
Συνεχώς, τιναζόταν και προσπαθούσε να βγάλει την αηδία από πάνω του. Του φαινόταν ότι έσταζε ολόκληρος, αλλά ποτέ δεν στέγνωνε.
Ανάμεσα από τις ανατριχιαστικές κραυγές που άκουγε, έπιασε και τον Κόουτς να λέει ζαλισμένος:
“Σκατά...ο χοντρός, έσκασε...μας έκανε σκατά, μαζευτείτε ακούω ζόμπι... έρχονται, μας μυρίζουν με αυτό που έχουμε πάνω μας”.
Ο Έλλις ξεχώρισε αυτή την φωνή, να τον καλεί μέσα από τον ύπνο που είχε πέσει. Προσπάθησε να επανέρθει στη πραγματικότητα. Τόσο δύσκολο. Η Ροσέλ είχε πέσει πάνω του αλλά ήδη είχε αρχίσει να ξανασηκώνεται. Όλες οι αισθήσεις του θολωμένες από την έκρηξη. Και η θολούρα επέμενε. Ήταν μια πράσινη θολούρα που έκανε τα μάτια να πονάνε και τα αυτιά να ακούνε φωνές βγαλμένες από τους χειρότερους εφιάλτες. Θέλησε να βγάλει αυτό το υγρό από το πρόσωπο του, αλλά και το χέρι του είχε το ίδιο πάνω του. Ο μόνος τρόπος, σκέφτηκε, είναι να σηκωθώ και να το αφήσω να κυλήσει από πάνω μου. Το έκανε και αναζήτησε τον λοστό του. Ένα πράγμα ήταν σίγουρο και ξεκάθαρο στο μυαλό του. Οι μολυσμένοι ερχόταν.
Ο Κόουτς τα είχε χάσει, πραγματικά. Θυμόταν πως πυροβόλησε εκείνο το πλάσμα αλλά μετά; Του φάνηκε πως ανατινάχτηκε, πετώντας αυτόν και τους συντρόφους του μακριά, περιλούζοντας τους με τα υγρά του. Θέλησε να προσπαθήσει να προειδοποιήσει τους άλλους. Αυτή η γλίτσα, πέρα από το να θολώνει το κεφάλι του, του έλεγε πως οι μολυσμένοι πλησίαζαν.
Κατάφερε να πει κάτι, αλλά δεν ήξερε κατά πόσο οι άλλοι τον άκουσαν. Αυτός πάντως έβλεπε πράσινα φαντάσματα να χορεύουν μπροστά του. Και τα άκουγε. Με τρομακτικές φωνές του ούρλιαζαν να τρέξει, να κρυφτεί γιατί ο θάνατος ερχόταν. Τα αγνόησε και σηκώθηκε όρθιος. Τινάχτηκε, μπας και απομακρύνει το υγρό που τον ζήμιωνε τόσο.
Η Ροσέλ ήταν εκείνη που δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου από τα σωματικά υγρά του χοντρού. Όταν εκείνος έσκασε, ο Έλλις ήταν μπροστά της, εμποδίζοντας το μεγαλύτερο μέρος της γλίτσας από το να την πετύχει. Παρ' όλα αυτά το ωστικό κύμα την έκανε να πεταχτεί πίσω και τελικά να πέσει στις σκάλες. Στο τσακ κατάφερε να μαζέψει τον αγκώνα της για να μην προσγειωθεί στο κεφάλι του Έλλις. Ξανασηκώθηκε γρήγορα, νιώθοντας ένα ελάχιστο μέρος της απόγνωσης που ένιωθαν οι υπόλοιποι. Είδε τον Νικ να προχωράει σχεδόν στα τυφλά και να αρπάζει αδέξια την καραμπίνα του. Ο Κόουτς είπε κάτι σχεδόν ακατάληπτο και σηκώθηκε, προσπαθόντας να τινάχτεί. Ο Έλλις ανασηκώθηκε και έψαχνε το λοστό του. Όταν τον βρήκε, σύρθηκε ως το πάτωμα και κάθησε να ξελαμπικάρει. Είδε πως αυτό το απαίσιο υγρό που απελευθέρωσε εκείνος ο μολυσμένος, εκεί που την είχε πετυχεί, ήταν πράσινο και έμοιαζε να στάζει συνεχώς. Μόνο που το δέρμα της εκεί είχε νεκρωθεί. Το έβλεπε σαν υγρό, αλλά της φαινόταν αέριο. Όμως το ένστιικτο της ένα της έλεγε: έρχονται.
Τελικά, το υγρό χανόταν σταδιακά και τελικά έμοιαζε λες και δεν ήταν ποτέ εκεί. Όλοι ήταν έκπληκτο για το γεγονός. Άρχισαν να ετοιμάζονται και να παρατηρούν ευγνόμων πόσο ικανοί ήταν όταν αυτή η γλίτσα δεν τους θόλωνε τις αισθήσεις και το μυαλό. Κοιτάχτηκαν. Αναμφίβολα, κανέναν δεν τον επηρέαζε η γλίτσα πια.
Ο Κόουτς έπιασε την καραμπίνα του και την κρατησε στο ύψος της κοιλιάς του. Έπρεπε να ετοιμαστούν άμεσα. Άρχισε να δίνει διαταγές.
“Νικ, έλα μαζί μου, λίγο πίσω από κει που αρχίζει η σκάλα. Σημάδευε το πλατύσκαλο και μόλις δεις μολυσμένους, βάρα”.
“Μάλιστα, κύριε”, του απάντησε ειρωνικά. Ο Κόουτς δεν έδωσε σημασία.
“Έλλις, Ροσέλ εσείς μείνετε σκυφτοί στην αρχή της σκάλας. Αν πλησιάσουν, διαλύστε τους τους γαμημένους!”
“Τέλεια, παίρνω θέση”, είπε ο Έλλις καθώς έσφιγγε τον λοστό του και πήγε εκεί που του είπε ο Κόουτς. Τον μιμήθηκε και η Ροσέλ.
“Ωραία, και ρίχνεται μια ματιά στην πόρτα μην μπουκάρουν από εκεί πίσω οι μολυσμένοι”, συμπλήρωσε ο Κόουτς όταν όλοι είχαν πάρει τις θέσεις τους.
Τα δευτερόλεπτα πέρασαν. Όλοι είχαν ιδρώσει από την ένταση και περίμεναν να ξεσπάσει η μάχη. Άκουσαν τα ουρλιαχτά των μολυσμένων από το πάνω πάτωμα. Ετοίμασαν τους εαυτούς τους.
“Μόλις φανούν, κάντε τους ΚΙΜΑ!”, φώναξε ο Κόουτς ενώ όπλιζε την καραμπίνα του. Ένα άδειο φυσσίγγι έπεσε στο πάτωμα.
Σαν απάντηση, οι κραυγές των μολυσμένων έγιναν δυνατότερες. Έφτασαν.
Η αρχή μιας ορδής εξαγριωμένων μολυσμένων φάνηκε στο πλατύσκαλο.
Στους δρόμους
Κεφάλαιο 7ο

Οι ατσάλινες κάννες των δύο όπλων ήταν στραμένες στο κέντρο της ορδής, φωτίζοντας τους μολυσμένους με το αδύναμο φως των φακών τους. Τα κίτρινα μάτια τους λαμπύριζαν απόκοσμα.
Για λίγες ατελείωτες στιγμές απλώς πλησίαζαν. Μετά η ομοβροντία τους έστειλε στον τσιμεντένιο τοίχο, τρία μέτρα πίσω τους. Δεν ξανασηκώθηκαν.
Αλλά αυτοί ήταν απλώς η αρχή. Κι άλλοι ήρθαν, ουρλιάζοντας και καταπατώντας τα πτώματα των ομοίων τους. Ο Νικ είχε ήδη ξαναοπλίσει και πυροβόλησε. Ακολούθησε και ο Κόουτς.
Όλο και περισσότεροι στριμωχνόνταν στη μικρή σκάλα για να βρεθούν αντιμέτωποι με τις καραμπίνες των επιζώντων. Ο Κόουτς και ο Νικ άδειαζαν τα όπλα τους κατευθείαν στο ψαχνό και όπλιζαν όσο γρηγορότερα μπορούσαν. Εδώ ο Νικ μάλλον ήταν καλύτερος.
Παρ' 'ολα αυτά, οι μολυσμένοι είχαν γίνει τόσο πολλοί, που οι σφαίρες δεν μπορούσαν να τους διαπεράσουν όλους. Πλησίαζαν στην ομάδα. Ο Έλλις και η Ροσέλ ετοιμάστηκαν. Δεν θα τους άφηναν να πάνε παραπέρα.
Ένας έφτασε αρκετά κοντά για να δοκιμάσει να χτυπήσει τον Νικ με τη γροθιά του. Ο Κόουτς του έδωσε ένα τόσο δυνατό χτύπημα με το κοντάκι της καραμπίνας του, που άκουσαν το λαιμό του να σπάει. Ξαναέστρεψε την προσοχή του στην ορδή. Είχαν πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής. Χτύπησε αυτούς που έρχονταν, ώστε να μην λυγίσει η άμυνα του Έλλις και της Ροσέλ κάτω από την συνεχόμενη πίεση.
Αυτοί έβαζαν τα δυνατά τους. Όταν οι πρώτοι είχαν φτάσει αρκετά κοντά, ο Έλλις χτύπησε στα τυφλά με το λοστό του. Ήταν λες και βαρούσε σάπιο κρέας. Δύο μολυσμένοι έπεσαν, χάνοντας τεράστιες ποσότητες από το σκούρο αίμα τους. Η Ροσέλ χρησιμοποιώντας το τσεκούρι της, θέρισε πάνω από τρείς μολυσμένους. Το αίμα τους είχε πιτσιλίσει όλους.
Ερχόνταν κι άλλοι.
Ο Νικ ήξερε πως η καραμπίνα του είχε αδειάσει. Μόλις έριξε οχτώ βολές, άρχησε να ξαναγεμίζει την καραμπίνα. Αντίθετα, ο Κόουτς, χρειάστηκε να πατήσει την σκανδάλη για να καταλάβει πως το όπλο του ήταν άδειο. Κοίταξε τον Νικ. Εκείνος έβαζε μεθοδικά και γρήγορα τα φυσσίγγια από την τσέπη του στην καραμπίνα. Λες και το είχε ξανακάνει πολλές φορές.
Η Ροσέλ στριφογύρισε το τσεκούρι της, χτυπώντας στα τυφλά την μάζα των μολυσμένων. Παρατήρησε πως οι τακτικές εκπυρσοκροτήσεις των όπλων είχαν σταματήσει να κόβουν τους μολυσμένους. Έτσι η ορδή ανανεωνόταν ασταμάτητα. Κι άλλοι εμφανίστηκαν μπροστά της. Προσπάθησε να τους αποθήσει χτυπόντας τους με τη λαβή. Μόλις είχε χώρο για μια καθαρή βολή, ξαναχτύπησε.
Ο Έλλις πάλευε με την αυξανόμενη πίεση των μολυσμένων. Προσπαθούσε να χτυπάει προς τα πλάγια για να παρασέρνει πολλούς μολυσμένους, αλλά ότι κι αν έκανε, περισσότεροι ερχότανε. Άλλοι δύο ήρθαν καταπάνω του. Τους πέτυχε ακριβώς στο στομάχι και τους πέταξε στα πλάγια. Άλλοι τρεις είχαν φτάσει ακριβώς μπροστά του. Δοκίμασε να τους ρίξει μια γροθιά όμως πέτυχε μόνο τους δύο. Ο τρίτος του έδωσε ένα γερό χτύπημα στον ώμο. Γύρισε και τον αποτελείωσε με τον λοστό. Τώρα είχε να αντιμετωπίσει άλλους πέντε και τους δύο που είχαν συνέρθει από την γροθιά του. Κοίταξε την Ροσέλ, μπας και μπορούσε να τον βοηθήσει. Δυστυχώς την επιτιθόταν τρεις και αυτή έψαχνε να βρει τρόπο να τους διώξει από πάνω της. Ξανακοίταξε μπροστά του. Πλησίαζαν.
“ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΒΟΗΘΗΣΤΕ”, φώναξε η Ροσέλ.
Ο Νικ ξαναέστρεψε την γεμάτη καραμπίνα του στην ορδή. Πόσοι πολλοί είχαν μαζευτεί! Σαν τα έντομα. Αλλά πρώτα έπρεπε να βοηθήσει τους δύο συντρόφους του. Έδωσε ένα χτύπημα στα κεφάλια αυτών που κύκλωναν τη Ροσέλ. Έπειτα πυροβόλησε λίγο μπροστά από τον Έλλις. Πάνω από τρεις αντιπάλοι παρασύρθηκαν από τα δεκάδες σφαιρίδια. Στράφηκε στο πλατύσκαλο, όπου οι μολυσμένοι συνέχιζαν να ορμάνε. Πυροβόλησε εκεί τρεις φορές. Απλά δεν τελείωναν. Και δεν είχε άλλες σφαίρες. Άδειασε την καραμπίνα του στο ψαχνό.
Ο Κόουτς αδέξια είχε γεμίσει το όπλο του. Πυροβόλησε λίγο πιο πάνω από τον Έλλις για να τον βοηθήσει να αποκρούσει τους μολυσμένους. Ξαναέριξε στην ορδή που πλησίαζε. Τότε, όταν πήγε να οπλίσει, το όπλο μπλόκαρε. Και όσοι μολυσμένοι επέμεναν να έρχονται δεν φαινόταν έτοιμοι να το βάλουν κάτω. Απελπίσμένος γύρισε την καραμπίνα ανάποδα και τη χρησιμοποίησε σαν ρόπαλο.
Ο Έλλις, ανακουφίσμενος, είδε την πίεση να υποχωρεί. Μπορούσε να σκοτώσει τους λιγοστούς πια μολυσμένους, με λίγα, υπολογισμένα χτυπήματα. Το ίδιο και η Ροσέλ. Και οι δύο ένιωθαν τους μυς τους καμένους, και τα χέρια μουδιασμένα. Το να στριφογυρνάς ένα βαρύ εργαλείο, που μόνο για αυτήν τη χρήση δεν είχε κατασκευαστεί, δεν ήταν και εύκολο. Τώρα που η ένταση είχε αρχίσει να ελλατώνεται, βίωναν την κούραση της μάχης. Με ένα τελευταίο χτύπημα, η Ροσέλ έριξε κάτω τα δύο υπολλείματα της ορδής.
Ο Έλλις και η Ροσέλ κάθησαν στα σκαλιά, λαχανιασμένοι. Ο Κόουτς έμεινε ακίνητος. Ο Νικ έγειρε στον τοίχο και έσπασε τη σιωπή λέγοντας:
“Είμαστε μια καλή ομάδα, έτσι;”
“Και βέβαια, είμαστε και οι πρώτοι”, του απάντησε ο Έλλις με ένα χαμόγελο.
“Αφού ζούμε ακόμη”, είπε απλά η Ροσέλ.
Ο Κόουτς παρέμεινε αμίλητος.
“Δεν έχει κάτι να πει ο πρεσβύτερος;”, του είπε ο Νικ.
“Δεν τέλειωσαν”, του αποκρίθηκε και ανέβηκε τη σκάλα.
Ο Κόουτς σκόπευε να αποτελειώσει και τα τελευταία καθίκια μόνος του. Μόλις ανέβηκε, είδε πέντε ξεχασμένους μολυσμένους να μπαίνουν ουρλιάζοντας από την πόρτα που έβγαινε στην λεοφώρο. Ύψωσε το όπλο του.
Μόλις το άκουσε αυτό, ο Νικ έπιασε την καραμπίνα του και ακολούθησε. Οταν είδε τους μολυσμένους, σήκωσε την καραμπίνα του, μόνο και μόνο για να θυμηθεί πως ήταν άδεια. Ένα πικρό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του.
Όμως αυτό το χαμόγελο έγινε θαυμασμού όταν είδε πως τους εξουδετέρωσε ο Κόουτς. Με τη μία κατέβασε την καραμπίνα στο κεφάλι του πρώτου, σκοτώνοντας τον επιτόπου. Τους άλλους τρεις, τους πέταξε πίσω και έναν-έναν τους εξουδετέρωνε. Ο τελευταίος που είχε μείνει, τον βαρούσε από πίσω. Αγριεμένος ο Κόουτς, του έδωσε μια αγκωνιά και τον έριξε οριστικά κάτω με ένα χτύπημα από το κοντάκι της καραμπίνας.
“Αυτό, για να μάθουν να χαλάνε τα όνειρα και τη ζωή της πόλης μου, της Σαβάνας”, είπε πάνω από δεκάδες πτώματα, οπού τα περισσότερα είχαν απλώς γίνει μια ματωμένη μάζα πια.
Στους δρόμους
Κεφάλαιο 8ο

Οι επιζώντες μαζευόταν για να συνεχίσουν το ταξίδι τους στη μολυσμένη πόλη. Έχοντας μόλις αποδεκατίσει μια ορδές μολυσμένων, προσπαθούσαν να βρουν δυνάμεις για να συνεχίσουν.
“Είναι αδύνατον”, είπε η Ροσέλ.
“Κι όμως, τα καταφέραμε”, της απάντησε ο Έλλις.
“Δεν εννοώ αυτό. Ξες τι έγινε τώρα μόλις; Ένα παχύσαρκο τέρας μας περιέλουσε με τα στομαχικά υγρά του και οι μολυσμένοι ήρθαν ενθουσιασμένοι να μας φάνε. Και πιο πριν ένα ψηλό φρικιό σε έπιασε με την τεράστια γλώσσα του και σε σήκωσε στον αέρα, στραγγαλίζοντας σε. Είναι αληθινή ταινία τρόμου. Δεν υπάρχει όμως σωτηρία, όχι, ολόκληρη η Αμερική έχει παραδοθεί στο έλεος του ιού”, αποκρίθηκε αναστατωμένη.
“Το οποίο δεν υπάρχει”, συμπλήρωσε ο Νικ.
“Δες και εμένα δεν μου αρέσει αλλά προσπαθώ να το χωνέψω”, είπε ο Έλλις.
“Μα είναι τόσο απόκοσμα, λες και βιώνουμε την βιολογική αποκάλυψη”, είπε σιγανά η Ροσέλ.
“Δες, κοπελιά μου, ξέρω πως νιώθεις. Χάσαμε τα πάντα. Αλλά τα ΄χουμε ξαναπει αυτά. Δεν θες να εκδικηθείς αυτούς τους καριόληδες; Και βέβαια θες, γιατί θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα. Γι' αυτό σήκω και πάμε στο εμπορικό κέντρο πριν η πόλη ξεχυλήσει από αυτά τα ζόμπι”, προσπάθησε να την ενθαρύνει ο Κόουτς. “Λοιπόν, οδήγησε μας Έλλις”, συμπλήρωσε, δοκιμάζοντας να κινητοποιήσει λίγο την ομάδα.
“Ναι, θα σας οδηγήσω, αλλά αν συνεχίσουμε έτσι θα φτάσουμε αύριο”, του απάντησε.
“Και μην ξεχνάτε, ΠΡΕΠΕΙ να περάσουμε και από το οπλοπωλείο”, τόνισε ο Νικ.
“Αυτό δεν χρειαζόταν να το πεις”, είπε ο Έλλις σοβαρός.
Βγήκαν έξω. Βρισκόταν κάτω από την λεωφόρο, σε έναν παράδρομο. Λίγα αυτοκίνητα ήταν σταματημένα, μερικά με ζημιές και άλλα όχι. Κοντά σε ένα βανάκι φαινόταν, διαλυμένο, ένα πρόχειρο οδόφραγμα. Και πτώματα. Όχι όλα μολυσμένων.
Προχώρησαν λίγο. Τώρα δεξιά τους υπήρχε άλλο ένα δρομάκι αντίθετης διεύθυνσης. Τους χώριζε μια άθλια έκταση με πράσινο. Την διέσχισαν.
Προχωρούσαν παράλληλα με τη λεωφόρο, περνώντας οδούς, σοκάκια και σκαρφαλώνοντας σε τοιχάκια. Άρχισαν να καταλαβαίνουν γιατί ο Έλλις τους έφερε από εκεί. Οι παλιοί κάτοικοί είχαν συγκεντρωθεί στο εμπορικό ή είχαν υποκύψει στον ιό. Αντίθετα, όσοι δεν ήξεραν και πολλά για την κατάσταση που επικρατούσε, δοκίμασαν να περάσουν από την λεοφώρο, οπoύ ο ιός είχε δυναμώσει αρκετά.
Σε μια φάση ξαναμπήκαν σε ένα κτίριο συντήρησης, κολλητά πάντα στη δυτική λεοφώρο. Δυστυχώς για αυτούς, η πρόσβαση στο δρόμο ήταν αδύνατη. Ψηλά, αγκαθωτά συρματοπλέγματα είχαν τοποθετηθεί στο πεζοδρόμιο, σταματώντας όποιον ήθελε να πάει πιο δυτικά. Δηλαδή αν κάποιος από εκεί ήθελε να φύγει, έπρεπε να περάσει τον έλεγχο της ΥΠΠΕΠ. Στο πλέγμα υπήρχε μια κόκκινη πινακίδα που έλεγε: “ΠΡΟΣΟΧΗ! Η χρήση θανατηφόρων μέσων έχει εξουσιοδοτηθεί!”
“Καημένοι άνθρωποι. Αφέθηκαν κλεισμένοι στο γκέτο τους να τα βγάλουν πέρα με τον ιό. Και έλεγαν 'ασφαλίζουμε την πόλη και απομωνόνουμε κάποιες περιοχές'. Και αν κάποιος δοκίμαζε να βγει τον σκότωναν”, είπε λυπημένος ο Κόουτς.
Κανείς δεν συμπλήρωσε κάτι άλλο.
Συνέχισαν.
Λίγο πιο κει, τσιμεντένια τείχη τους έκλειναν εντελώς και το πεζοδρόμιο. Έπρεπε να πηδήξουν κάτω και να πάνε παραπέρα περνώντας σοκάκια και δρομάκια πάλι. Όμως το ύψος ήταν αρκετό και ο κίνδυνος να σπάσουν κάτι το ίδιο.
Ευτυχώς, δύο χημικές τουαλέτες είχαν τοποθετηθεί στα πλάγια του δρόμου απο κάτω.
“Νικ, πας πρώτος;”, δήλωσε ο Κόουτς με μια έκφραση υπεροχής.
“Εεεε, είναι λίγο ψηλά..., δεν ξέρω, ίσως να δοκιμάσει κάποιος άλλος, αν θέλει βέβαια”, απάντησε ο Νικ ιδρωμένος, κοιτώντας κάτω.
Ο Κόουτς γέλασε καλόκαρδα. Βγήκε από την έξω μεριά του κιγκλιδώματος. Πήδηξε κάτω, πάνω στα κουβούκλια.
“Ω, ελάτε να δείτε, αυτή τη φορά η ΥΠΠΕΠ έκανε κάτι χρήσιμο”, είπε χαρούμενα.
Η Ροσέλ κατέβηκε και αυτή. Ο Νικ βγήκε προσεκτικά στην έξω μεριά. Κοίταξε κάτω του. Κενο, ατελείωτο, και η οροφή μιας τουαλέτας. Έκλεισε τα μάτια. Πέφτω σκέφτηκε. Αφησε τα χέρια του.
Προσγειώθηκε εκεί που έπρεπε. Πήδηξε στο δρόμο. Πίσω του ήρθε και ο Έλλις.
“Βρε, βρε, ποιος είναι υπεράνω τώρα;”, είπε κοιτώντας κάτω από τη γέφυρα.
Και εκεί υπήρχαν συρματοπλέγματα, στρατιωτικά, με χοντρά καρφιά και αδύνατον να τα περάσεις χωρίς μεσαιωνική πανοπλία. Πίσω τους σερνόνταν, οι γνωστοί πια, μολυσμένοι. Αν δοκίμαζαν να περάσουν, θα πληγωνόταν σοβαρά.
“Δείτε τώρα, πως κοροΪδεύουμε ζόμπι στη Σαβάνα”, είπε ο Έλλις με με μια σκοτεινή έκφραση στο πρόσωπο του.
Πήρε ένα μετταλικό κουτάκι μπύρας από κάτω. Το πέταξε προς στο συρματόπλεγμα. Η αντίδραση ήταν αναμενόμενη.
Σταδιακά, οι μολυσμένοι λάμβαναν το μύνημα. Υπάρχουν επιζώντες. Σκοτώστε τους.
Όμως για να το πετύχουνε έπρεπε να περάσουνε ένα εμπόδιο. Τα πλέγματα.
Κάποιοι από το πρώτο κύμα κατάφεραν να σκαρφαλώσουν ως την κορυφή του συρματένιου τοίχου. Οι άλλοι έπεσαν πίσω ξανά, φριχτά πληγωμένοι. Αυτοί που πέρασαν, πήδηξαν κάτω. Και έπεσαν σε κουλούρες γεμάτες καρφιά. Η βαρύτητα φρόντισε για τα υπόλοιπα. Τα σύρματα διαπερνούσαν τα σάπια κορμιά τους και τα αγκάθια αγκιστρώνονταν στη σάρκα τους. Παρ' όλα αυτά, αυτοί πάλευαν ακόμα. Κουνιόταν και τυλίγοταν χειρότερα. Στο τέλος μετατρεπόταν σε μια ματωμένη μάζα, με σύρματα να βγαίνουν από μέσα της.
Θα περίμενε κανείς πως μπροστά σε αυτή τη φρίκη οι υπόλοιποι θα σταματούσαν.
Εκείνοι, αποδεικνύοντας πως δεν ένιωθαν τίποτα πια, συνέχισαν και επανέλαβαν το ίδιο λάθος. Το αίμα έτρεχε ποτάμι. Κόκκινα σύρματα ξεπρόλαβαν από το κορμιά των νεκρών μολυσμένων. Όλοι τους, τελικά, βρήκαν τραγικό θάνατο στα συρματοπλέγματα.
Ο Έλλις κοιτούσε ευχαριστημένος το θέαμα. Οι άλλοι σκέφτονταν πόσο απελπισμένη ήταν η θέληση των μολυσμένων να τους βλάψουν. Τελικά, ο Έλλις είπε:
“Μόλις βοήθησα τους μελοντικούς επιζώντες να περάσουν τη Σαβάνα”.
“Είσαι ένας ψυχρός δολοφόνος, απλώς”, του απάντησε η Ροσέλ, θλιμμένα.
“Ω, έλα τώρα, μην μου πεις πως δεν το ήθελες;”, αποκρίθηκε αυτός, εύθυμα.
“Εγώ, προσωπικά, δεν θα το έκανα. Και ξες γιατί; Ένας από αυτούς τους μολυσμένους ήταν αγνοούμενος και μέλος της πρώην ομάδας μου. Αν μου επιτίθονται, απαντάω. Αλλά δεν προκαλώ τη σφαγή μόνο και μόνο γιατί το θέλω”, είπε σοκαρισμένη και γύρισε την πλάτη της, φεύγοντας μακρυά τους.
“Πράγματι, δεν νομίζω πως ήταν σωστό να προκαλέσεις τόσο θάνατο μόνο και μόνο για να διασκεδάσεις”, συμφώνησε ο Κόουτς.
Για λίγο κανείς δεν είπε η έκανε κάτι. Τελικά ο Έλλις είπε αμήχανα, δείχνοντας το οδόφραγμα.
“Ο δρόμος είναι από εκεί. Πάμε;”.
Ο Νικ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια του.
Στους δρόμους
Κεφάλαιο 9ο

Ο Νικ πείραζε το λουκέτο της συρματένιας πόρτας, για να προχωρήσουν παραπέρα. Ένα πιο εύθυμο κλίμα επικρατούσε πια.
“Έλλις, συγγνώμη, δεν ήξερα”, είπε η Ροσέλ.
“Δεν κρατάω κακία αλλά άλλη φορά περιμένετε να μάθεται γιατι κάνω κάτι, πριν μου επιτεθείτε”, απάντησε.
“Ήμουν σοκαρισμένη και δεν ήξερα τι έλεγα. Ξες, με εκίνον τον μολυσμένο, όταν ήταν άνθρωπος, είχαμε πολύ καλές σχέχεις”, συνέχισε εκείνη.
“Καταλαβαίνω, απόλυτα”, διέκοψε ο Κόουτς.
“Ήταν τόσο θλιβερό να τον βλέπεις να τον οδηγεί αδικαιολόγητο μίσος ενατίον μας. Και πέθανε τόσο άσχημα. Ένιωσα πως τον ξεγέλασες, για να το πάθει αυτό”.
“Έτσι κι αλλιώς, αφού μολύνθηκε, το τέλος ήταν κοντά”, την παρηγόρησε ο Κόουτς.
“Έτσι νομίζω κι εγώ. Απλώς ήταν τόσο καλός άνθρωπος και έγινε τόσο απαίσιος, χωρίς να φταίει σε τίποτα”, ολοκλήρωσε η Ροσέλ.
Ο Νικ βλαστήμησε και κλώτσησε την πόρτα. Ανύσηχος, Έλλις ρώτησε:
“Θες βοήθεια;”.
“Ναι, γιατί χάρη στο γαμημένα πανέξυπνο σχέδιο σου, πουρές μολυσμένων έχει φρακάρει την κωλόπορτα. Τσακίσου και πιάσε να βοηθήσεις”, αποκρίθηκε νευριασμένος.
Τελικά χρειάστηκε τη δύναμη όλων για να ανοίξει. Όταν τα κατάφεραν, ακούστηκε ένας υγρός ήχος και αίμα πετάχτηκε στο πρόσωπο του Νικ.
“Αν δεν σε χρειαζόμασταν, θα σε σκότωνα τώρα αμέσως Έλλις”, είπε εκείνος καθώς σκουπιζόταν με το μανίκι του άλλοτε σικ σακακιού του.
Προχώρησαν λίγο ακόμη και έστρειψαν αριστερά στο επόμενο σταυροδρόμι. Σχεδόν είχαν βγει από την πόλη. Εκεί, φαινόταν ξεκάθαρα πως γινόταν κάθε μολυσμένη πολιτεία. Καταστραμένα οχήματα και πτώματα κείτονταν στο δρόμο. Τα μαγαζιά ρημαγμένα, οι κολώνες ηλεκτρικού ρεύματος ρηγμένες. Όλων των ειδών μπλόκα, άχρηστα πια. Σκουπίδια παντού, άχρηστες αφίσες και απολυμαντικά κέντρα της ΥΠΠΕΠ. Σακούλες που βρωμούσαν και είχαν το σήμα των βιολογικών αποβλήτων πάνω τους. Κανένα ίχνος ζωής. Ακόμα και οι μολυσμένοι προτιμούσαν τα κτίρια για τις περιπλανήσεις τους. Από τα οποία, κάποια είχαν σοβαρές ζημιές.
Οι τέσσερις επιζώντες περιπλανιόταν ανάμεσα στα ερείπια όλη μέρα. Η σωτηρία έμοιαζε πολύ μακρινή εκεί.
Όμως κάτι που έδωσε ελπίδα, τουλάχιστον σε δύο απ' αυτούς, φάνηκε στη δεξιά πλευρά του δρόμου. 'Το οπλοπωλείο του Γουάιτεκερ' έλεγε η επιγραφή πάνω από το κατάστημα. Ο Έλλις πήδηξε έναν πεσμένο κάδο και είπε περήφανα:
“Λοιπόν, αυτό εδώ το μαγαζί έχει πολλές φορές κατηγορηθεί για παράνομη εμπορία όπλων. Υποθέτω πως θα βρούμε αληθινά πράγματα εδώ”.
“Υποθέτω πως το ίδιο σκέφτηκαν και όλοι όσοι ζούσαν εδώ γύρω”, απάντησε ο Νικ αλλά έλπιζε να είχε μείνει και κάτι για αυτούς.
Τα παράθυρα, εκτός από τις μετταλικές μπάρες, είχαν αμπαρωθεί και με χοντρά σανίδια. Όμως η πόρτα κρεμόταν θλιβερά από έναν ενισχυμένο μεντσεσέ. Εκεί είχε γραφτεί με σπρέυ: “Οι καταπατητές θα πυροβολούνται”.
“Χμμ, επικίνδυνος ο φίλος”, είπε ο Κόουτς.
Ο Νικ χτύπησε. Καμία απάντηση. Ξαναδοκίμασε. Τίποτα.
“Ε, είναι κανείς εκεί;”, είπε δυνατά η Ροσέλ.
“Μάλλο ο τύπος δεν μπορεί να υπερασπιστεί το οχυρό του, πια”, δήλωσε ο Νικ και μπήκε πρώτος. Οι άλλοι ακολούθησαν.
“Και ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα!”, ακούστηκε η φωνή του Νικ από μέσα.
Το χέρι της Ροσέλ ξεπρόλαβε και εκτέλεσε τη διαταγή.
αυτο το fanfic ειναι η απολυτη πωρωση Toungue
Στους δρόμους
Κεφάλιο 10ο

Από μέσα, το χαμηλοτάβανο ισόγειο του οπλοπωλείου ήταν αρκετά εντυπωσιακό. Στα θωρακισμένα παράθυρα διακρίνονταν ανοίγματα, για να ξεπροβάλουν όπλα. Μεγάλα, ξύλινα κιβώτια με κάθε είδους πυρομαχικά είχαν στοιβαχτεί σε διάφορα σημεία. Τα τζάμια των βιτρίνων ήταν σπασμένα. Ο πάγκος του πωλητή, ξεγυμνωμένος. Κάποιος είχε την προνοητικότητα να κρατήσει τέσσερα φορητά φαρμακεία, τα οποία ήταν τώρα παρατημένα πάνω στον πάγκο. Επίσης, πάνω σε ένα κιβώτιο, ήταν ένα βαλιτσάκι με διάφορα εξαρτήματα λέιζερ που έμπαιναν στα όπλα για να κάνουν πιο εύκολη τη στόχευση.
Όμως όλα αυτά έμοιαζαν τιποτένια μπροστά σε αυτά που κρεμόταν πίσω από τον πάγκο. Στο τοίχα ήταν στερεωμένα όλων των ειδών πυροβόλα όπλα, από κυνηγετικά τουφέκια ως στρατιωτικά πολυβόλα. Πιο κάτω, στα ράφια, βρισκόνταν πολλά διαφορετικά πιστόλια και οι απαραίτητες σφαίρες για να λειτουργήσουν.
“Θεέ μου, δείτε όλα αυτά τα όπλα!”, αναφώνησε η Ροσέλ.
“Πράγματι, είναι πολλά”, συμφώνησε ο Κόουτς.
“Μου φαίνεται πως βρήκαμε μια παιδική χαρά για ενηλίκους”, είπε ο Νικ, πλησιάζοντας τον τοίχο.
“Πάρτε ότι μπορείτε, δεν νομίζω να ξαναβρούμε κάτι παρόμοιο”, συμπλήρωσε ο Έλλις.
Οι τέσσερις επιζώντες σκορπίστηκαν λίγο, ψάχνωντας για το κατάλληλο όπλο.
Ο Νικ, πρώτα απ' όλα, βρήκε σφαίρες για το Desert Eagle του. Αφού το γέμησε, έβαλε άλλους 2 γεμιστήρες στην τσέπη του. Έπειτα στράφηκε στα μεγάλα όπλα. Σίγουρα το μαγαζί έκανε λαθρεμπόριο. Τόσο καλά και βαριά όπλα ήταν παράνομα. Τόσο το καλύτερο για αυτούς. Εκείνος ξεχώρισε, το κλασσικό πια, πυροβόλο ΑΚ-47. Θορυβώδες, παλιό, δυσχρηστο αλλά θανάσιμο. Αυτό το όπλο θυσίαζε τα πάντα για ωμή δύναμη πυρός. Εκείνο το μοντέλο ήταν το ρωσικό, με ξύλινη επίστρωση κάτω από την κάννη. Φαινόταν καλοσυντηρημένο. Ήλπιζε να μην είχε κατασκευαστεί το '50. Έβαλε έναν γεμιστήρα και όπλισε. Κανένα πρόβλημα.
Ο Κόουτς, από την άλλη, είχε διαλέξει μια αυτόματη καραμπίνα. Το όνομα του μοντέλου ήταν Benelli M4 Super 90 όμως δεν τον πολυένοιαζε. Αυτό που ήθελε ήταν κάτι που θα πετούσε μέτρα πίσω τους μολυσμένους όταν πλησίαζαν πολύ κοντά. Και αυτό θα έκανε, αφού είχε το σήμα του αμερικάνικου στρατού πάνω της. Την πήρε, γέμησε τον σωλήνα τροφοδοσίας με οχτώ φυσσίγγια και τοποθέτησε άλλα δεκαέξι σε μια ζωνή, την οποία έβαλε. Έλεγξε την ασφάλεια.
Η Ροσέλ αποφάσισε να πάρει ένα αυτόματo πυροβόλο, παρά τις αρχικές αντιρήσεις της. Διαμρτυρήθηκε πως δεν ήξερε τίποτα από όπλα, οπότε κάτι απλό θα της ταίριαζε καλύτερα. Αλλά ο Νικ της εξήγησε ότι χρειαζόταν πολλυβόλα γιατί οι μολυσμένοι δεν ένιωθαν από πιστόλια. Τελικά πήρε ένα M16A2, το πιο διάσημο όπλο των Αμερικάνων. Ο Νικ της εξήγησε τα βασικά, της έδειξε πως να γεμίζει και τέλος, τι να κάνει σε περίπτωση που κολλήσει. Επίσης τόνισε πως καθε μία σφαίρα είναι θανάσιμη και δεν χρειάζοταν να κρατάει τη σκανδάλη πατημένη για πάνω από ένα δευτερόλεπτο, καλύτερα λιγότερο. Αυτή δεν ένιωθε πολύ άνετα αλλά το πολυβόλο ήταν καλύτερο από το τσεκούρι. Και δεν ήξεραν τι άλλο τους περίμενε, οπότε καλύτερα να ήταν προετοιμασμένοι.
Ο Έλλις έκανε πολύ ώρα να διαλέξει. Γενικώς, ενθουσιαζόταν με όλα αυτά. Αρχικά, πήρε δυο πιστόλια, τα γέμισε και τα έβαλε σε μια ζώνη με ειδικές θήκες που είχε μόλις βρει. Επίσης πήρε και μπόλικα πυρομαχικά. Έπειτα κοιτούσε τον τοίχο και άλλαζε γνώμες συνέχεια. Μόλις όλοι οι άλλοι τελείωσαν, ο Κόουτς τον ρώτησε:
“Έλα Έλλις, τι θα πάρεις τελικά;”.
“Δεν ξέρω, να σκοτώσω ζόμπι με αυτό ή με εκείνο, και τα δύο φαίνονται τόσο καλά”, απάντησε δείχνοντας ένα τουφέκι και ένα βαρύ πολυβόλο Μ60.
“Αν δεν θες να μαζεύεις τα δόντια σου από τον δρόμο κάθε φορά που βαράς, πάρε το τουφέκι. Το Μ60 παραείναι δυνατό”, αποκρίθηκε ο Νικ.
“Οκ τότε, θα κάνω σκοποβολή στους μολυσμένους με αυτό”, είπε ο Έλλις και σήκωσε το Ruger Mini-14. Το ετοίμασε γρήγορα. Το συγκεκριμένο είχε μια διόπτρα τοποθετημένη πάνω του, για να κάνει πιο εύκολη τη στόχευση σε μεγάλες αποστάσεις.
Όταν ο Νικ είδε τα δυο πιστόλια στη ζώνη του Έλλις, είπε ειρωνικά:
“Δεν μου λες, θα χρησιμοποιείς και τα δυο ταυτόχρονα ή το ένα το 'χεις μήπως και αδειάσει το άλλο;”.
“Και τα δυο μαζί βέβαια, διπλά πιστόλια φίλε μου, κορυφαίο”, του απάντησε ο Έλλις ατάραχος.
“Πολλά βιντεοπαιχνίδια έπαιζες”, είπε ο Νικ.
“Συνιστώ να συνεχίσουμε, πριν νυχτώσει”, ανακοίνωσε ο Κόουτς.
“Δείτε, εδώ έχει ένα φαρμακείο. Ας το χρησιμοποιήσουμε για να κρατήσουμε αυτά που πήραμε από το ξενοδοχείο”, παρατήρησε η Ροσέλ.
Συμφώνησαν και αφού είχαν περιποιηθεί λίγα επιπόλαια τραύματα, είχε ο καθένας από ένα μικρό φαρμακείο στην πλάτη του. Έχοντας πάρει όπλα και πυρομαχικά, ένιωθαν έτοιμοι για οτιδήποτε τους περίμενε εκεί εξώ. Πριν φύγουν από την πίσω πόρτα, ο Νικ πρότεινε:
“Καλύτερα να πάρετε και σεις, Ροσέλ και Κόουτς, από ένα πιστόλι, μήπως και τα χρειαστούν”.
Σε ένα λεπτό, όλοι πια κουβαλούσαν τουλάχιστον από ένα πιστόλι πάνω τους.
Άνοιξαν την λευκή πίσω πόρτα. Ανέβηκαν στο πάνω πάτωμα.
Ήταν σε ένα μακρόστενο μπαλκόνι. Κατα μήκος του υπήρχαν πορτες προς τις κατοικίες των πρώην ανθρώπων. Κάτω ήταν ένα πάρκινγκ, μετά ένας δρόμος και απέναντι μερικά παρατημένα μαγαζιά. Ακριβώς δεξιά τους ήταν μια θωρακισμένη πόρτα με ένα άνοιγμα για να βάζεις διάφορα ψώνια. Πέρα από τα απένατνι καταστήματα, διακρινόταν το εμπορικό κέντρο Liberty.
Στους δρόμους
Κεφάλαιο 11ο

“Έ, εσείς ξέρω πως είστε εκεί έξω”, ακούστηκε μια φωνή.
Οι τέσσερις επιζώντες κοιτάχτηκαν απορημένοι και έκπληκτοι. Η φωνή έβγαινε από ένα θυροτηλέφωνο, το οποίο ήταν στερεωμένο δίπλα σε μια πόρτα.
“Ποιός είσαι;”, ρώτησε περίεργος ο Κόουτς.
“Αυτός που κλέψατε. Είμαι ο Γουάιτεκερ, ο ιδιοκτήτης του οπλοπωλείου”, απάντησε εκείνος.
“Χάρηκα. Εμείς πρέπει να πηγαίνουμε, όμως”, είπε ο Νικ.
“Περίμενε λίγο Νικ, μπορεί ο κύριος από εκεί να θέλει να έρθει μαζί μας”, εναντιώθηκε η Ροσέλ.
“Να έρθω; Πλάκα κάνεις; Τα πάντα εκεί έξω είναι μολυσμένα. Μια γρατζουνιά και ο Γουάιτακερ έγινε ζόμπι”, απάντησε εκείνος νευρικά.
“Κρίμα, δεν θέλει να έρθει, συνεχίζουμε”, ξαναείπε ο Νικ.
“Περιμένετε λίγο”
“Λέγε”, τον παρότρεινε ο Κόουτς.
“Γνωρίζετε τι έγινε εδώ; Ξέρετε, λίγοι γενναίοι ή βλάκες άνθρωποι είπαν να αγνοήσουν τις ανοησίες της ΥΠΠΕΠ και να αντισταθούν στον ιό. Στην αρχή, όλα καλά. Όποιος μολυνόνταν, απομακρυνόνταν. Άλλα τελικά μείναμε πολύ λίγοι. Ένας-ένας, οι σύντροφοι μας υπέκυπταν. Η τελική μάχη δόθηκε μπροστά στο μαγαζί μου. Ή θα δινόταν. Γιατί κανένας άνθρωπος δεν έδωσε σημεία ζωής εκείνη την ημέρα. Η Πράσινη Γρίπη μας κατάφερε να εισχωρήσει μέσα μας. Αλλιώς θα νικούσαμε. Κάθε άνθρωπος έπαιρνε 100 μολυσμένους στο θάνατο. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν τελείωναν. Ολόκληρη η πόλη ήρθε για να κάμψει την αντίσταση...”, είπε και σταμάτησε για λίγο. Συνέχισε πιο εύθυμα: “Αλλά εγώ πρόλαβα να μπω εδώ μέσα και να αμπαρωθώ. Πήρα όλα τα απαραίτητα, αλλά πάνω στη βιασύνη μου, ξέχασα την Κόλα”.
Οι επιζώντες τώρα ήταν στα αλήθεια απορημένοι. Κάτι δεν κολλούσε.
“Οπότε, σας χαρίζω τα όπλα, αν πάτε στο απέναντι σούπερ μάρκετ και μου φέρετε μια κάσα”.
“Γιατί δεν πας μόνος σου;”, απόρησε ο Έλλις.
“Γιατί αν μπω, θα χτυπήσει ο συναγερμός και μπορεί να τραβήξει τους μολυσμένους. Και όπως είπα, δεν έχω ανοσία”
“Δεν νομίζω να έχει κόκα το μαγαζί εκείνο, φίλε μου” του είπε ο Κόουτς.
“Κόλα θέλω εγώ, φίλε μου”, αποκρίθηκε εκείνος.
“Ά, καλά άκουσα”, είπε μπερδεμένος ο Κόουτς.
“Εγώ έχω μια καλύτερη ιδέα. Τι λέτε να γράψουμε κάπου που δεν πιάνει μελάνι αυτόν τον τρελό και να συνεχίσουμε;”, πρότεινε ο Νικ.
Η απάντηση ήταν ένα γέλιο από το ηχείο. Λίγο πιο μετά τους ενημέρωσε:
“Το ήξερα πως οι άνθρωποι είναι αχάριστοι και πήρα τα μέτρα μου. Αν θέλετε να φτάσεται το εμπορικό, πρέπει να περάσετε ένα μπλόκο του στρατού, με όλα τα καλά. Μπορεί οι φύλακες του να έχουν χαθεί, αλλά τα σύρματα παραμένουν. Εγώ έχω το κλειδί. Αν μου φέρετε αυτό που ζητάω, γίνεται δικό σας”.
“Αλλά αν δεν μας το δώσεις, θα μπούμε μέσα και θα σε περιποιηθούμε ανάλογα”, τον προειδοποίησε ο Κόουτς.
Σιωπή.
“Δίκαιο μου ακούγεται. Θα παλέψουμε με τους μολυσμένους για λίγη Κόλα και αυτός, αν έχει το κλειδί, θα μας το δώσει. Μη νομίζεται πως αυτός δεν θα χάσει τίποτα αν απλώς μας βοηθήσει αφιλοκερδώς. Τα αναψυκτικά είναι είδος πρώτης ανάγκης για έναν έγκλειστο ψυχάκια”, είπε ο Νικ επίτηδες δυνατά.
Καμία απάντηση.
“Δεν νομίζω να έχουμε άλλη επιλογή”, παραδέχτηκε ο Κόουτς.
Απαυδισμένος, ο Νικ κατέβηκε κάτω. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν. Βρέθηκαν για άλλη μια φορά δίπλα στη Δυτική Λεοφώρο. Βασικά, και η μεριά που οδηγούσε στο εμπορικό και η άλλη είχαν μπλοκαριστεί. Εκεί, ένα μικρό κομμάτι της άφηνε να εισέλθει κόσμος από τις γειτονιές. Έμοιαζε με κομβικό σημείο πρόσβασης στο Liberty και στο The Vannah.
Καθώς πέρασαν κοντά από το οδόφραγμα, επιβαιβέωσαν ότι είχε πει ο Γουάιτεκερ. Διπλές καγκελόπορτες ασφαλείες, αγκαθωτά συρματοπλέγματα, συναγερμοί και ένας νεκρός φρουρός.
Προχώρησαν και τελικά έφτασαν στην είσοδο του καταστήματος. Μαζεύτηκαν κοντά. Πρώτος ο Έλλις είπε:
“Τελικά θα πάρουμε πραγματικά Κόλα για τον Γουάιτεκερ, ε;”
“Χρειαζόμαστε το κλειδί”, είπε απλά ο Κόουτς.
“Και γιατί δεν μπουκάραμε να το πάρουμε;”, ρώτησε ο Νικ.
“Γιατί αυτός ο άνθρωπος μας έδωσε τζάμπα αυτόματα όπλα και το μόνο που ζητάει είναι μια κάσα αναψυκτικά”, απάντησε ο Κόουτς.
“Δεν μου φάνηκε και πολύ καλά”, ξαναείπε ο Έλλις. “Βασικά, τα 'χει παίξει εντελώς” συμπλήρωσε με μια χαρακτηριστική γκριμάτσα.
“Δείτε, αυτή η Κόλα που θα πιεί ίσως να είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνει στη ζωή του. Ας μην του το στερήσουμε”, δήλωσε ο Κόουτς. “Εγώ θα το κάνω”
“Κι εγώ. Πάρτε το σαν μια καλή πράξη στον απάνθρωπο αυτόν κόσμο”, συμπλήρωσε η Ροσέλ.
“Μέσα κι εγώ”, δήλωσε ο Έλλις.
Ο Νικ για λίγες στιγμές τους κοίταζε.
“Έχω ήδη σκεφτεί ήδη χίλιους τρόπους για να περάσω από την άλλη ενώ εσείς θα προσπαθείτε να ικανοποιήσετε τον ψυχάκια. Αλλά συγκινήθηκα, και θα σας βοηθήσω”, ολοκλήρωσε ειρωνικά.
“Τότε, ας το κάνουμε!”, είπε ο Έλλις και κλώτσησε την δίφυλλη πόρτα του μαγαζιού.
Στους δρόμους
Κεφάλαιο 12ο

Δύο πράγματα συνέβησαν τότε. Πρώτον, ένας εκωφαντικός συναγερμός άρχισε να χτυπά. Δεύτερον, μια ανατριχιαστική κραυγή ακούστηκε. Μια διαπεραστική, φρικιαστική κραυγή που αντήχησε παντού.
Οι επιζώντες έχοντας πια μάθει τις αντιδράσεις της μολυσμένης πόλης, δεν άργησαν να δράσουν.
“Έλλις, είσαι καθυστερημένος!”, φώναξε ο Νικ οργισμένος για να ακουστεί μέσα από τον τον θόρυβο. “Κόουτς, μαζί μου, εγώ κλείνω τον συναγερμό, εσύ παίρνεις τα ποτά. Έλλις, Ροσέλ προσέχτε μη μπεί κανα ζόμπι μέσα”.
Έγνεψαν πως κατάλαβαν. Η Ροσέλ έπιασε θέση στην πόρτα, πλάι στον Έλλις. Ο Νικ χώθηκε πιο μέσα στο σκοτεινό κατάστημα. Πίσω του πήγαινε ο Κόουτς.
Ο φυσικός φωτισμός δεν ήταν καλός και ρεύμα δεν υπήρχε. Στο λιγοστό φως φαινόταν πως τα πράγματα στα ράφια ήταν σχεδόν ανέπαφα. Δεν πρέπει να είχε λεηλατηθεί σαν πολλά άλλα μαγαζιά. Το γιατί ήταν μια μακρινή, ξεχασμένη ιστορία.
Ένα γρύλισμα ακουγόταν από πιο μέσα. Εκεί ήταν η είσοδος μιας αποθηκούλας και ο τομέας με τα αναψυκτικά και τα ποτά. Ο συναγερμός τους ξεκούφαινε. Ο Κόουτς έκανε σήμα πως θα πήγαινε να πάρει αυτό που έπρεπε. Ο Νικ έδειξε την αποθηκούλα και έκανε πως κλείνει ένα διακόπτη. Και οι δυο κατευθύνθηκαν κατα 'κει.
Το γρύλισμα έγινε εντονότερο. Ξεχώριζε από το μονότονο κουδούνισμα και έφτανε κατευθείαν στην ψυχή τους. Κάτι παραπάνω από τρομακτικό. Οι δυο άντρες έκοψαν ταχύτητα. Κοιτάχτηκαν. Ο φόβος καθρεφτιζόνταν στα μάτια τους. Είχαν φτάσει εκεί που ήθελαν, αλλά το απόκοσμο γρύλισμα φαινόταν πολύ κοντά.
Ο Κόους έκανε ένα βήμα μπροστά και έπιασε την πρώτη κάσα με Κόλα που βρήκε. Ανακουφισμένος που η δουλειά του τελείωσε, τη σήκωσε.
Ο Νικ, προσπαθόντας να αγνοήσει τον φόβο, έσπρωξε τη μετταλική πόρτα. Μπήκε στο μικρό δωματιάκι. Πια το γρύλισμα είχε μετατραπεί σε έναν τρομερό θάρυβο που έκανε τους πιο πρωτόγονους φόβους να έρθουν στην επιφάνεια. Είχε ιδρώσει. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα και ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι. Αναρωτιόταν, τι στο διάλο μπορεί να κάνει έτσι; Το υποσυνείδητο βομβαρδιζόταν από απεγνωσμένα μηνύματα που του έλεγαν να φύγει, τώρα. Αλλά ήταν πολύ αργά. Το ήξερε, κατά βάθος.
Στράφηκε προς το ταμπλό του συναγερμού. Πρόλαβε να πιάσει μια σκιά αυτού που ήταν εκεί. Έμοιαζε με άνθρωπο αλλά φορούσε μια μακριά μπλούζα με κουκούλα. Καθόταν σκυφτός, με τα χέρια να ακουμπάνε στο πάτωμα, σαν σκύλος έτοιμος να ορμήξει. Αυτά πρόλαβε να παρατηρήσει το τρομακρατημένο μυαλό του. Ο Νικ ένιωσε τα τρίχες του να σηκώνονται και τον πανικό να τον κατακλύζει.
Ο Κόουτς αγωνιόντας για τον σύντροφο του, έτρεξε ανήσυχος και εκείνος μέσα να βοηθήσει. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς γινόταν.
'Ενα απαίσιο, απόκοσμο ουρλιαχτό ακούστηκε ως τον Γουάιτεκερ.
Ο κουκουλοφόρος εκσεφενδονίστηκε πάνω στον Νικ με τρομερή δύναμη. Αυτός έπεσε κάτω και εκείνο πήδηξε πάνω του. Το κεφάλι του πλάσματος κατευθύνθηκε στο λαιμό του. Εκείνος, πανικοβλημένος, έριξε κάποιες απεγνωσμένες γροθιές. Ευτυχώς μία το πέτυχε. Εκείνο, με τα μακριά νύχια του, τον έσκισε στην κοιλιά. Κατάπιε τον πόνο και προσπάθησε να το απωθήσει με τα χέρια. Εκείνο είχε καθήσει πάνω του και δεν είχε σκοπό να φύγει. Ο Νικ παράτησε τις προσπάθεις και απλώς χρησιμοποιούσε τα χέρια του για να προστατευθεί από τα αναλέητα χτυπήματα. Ούρλιαζε για βοήθεια.
“ΠΑΡ' ΤΟ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ, ΠΑΡ' ΤΟ, ΒΟΗΘΕΙΑ!”
Ο Κόους κατάλαβε πως ο κουκουλοφόρος εκείνος σκότωνε γρήγορα τον φίλο του, βγάζοντας ακαταλαβίστικες κραυγές μακάβριας χαράς συνάμα. Άφησε την κάσα. 'Έπιασε την καραμπίνα του. Έδωσε ένα γερό χτύπημα στο τέρας, ελπίζοντας να το σταματήσει. Εκείνο έβγαλε μια παραπονεμένη κραυγή, λες και το είχαν διακόψει από κάτι σημαντικό. Έπειτα ξαναέσκυψε και στράφηκε στο Κόουτς με ένα θυμωμένο γρύλισμα. Αυτός είχε ήδη φροντίσει να βγάλει την ασφάλεια του όπλου. Απέναντι από την σκοτεινή κάνη του πυροβόλου του ήταν ο 'Κυνηγός', όπως υποσεινήδητα τον αποκαλούσε, ο οποίος ανασήκωσε τα πόδια του και πήγε να ορμήξει.
Τα δύο άλλα μέλη της ομάδας βρισκόταν σε δίλλημα. Είχαν ακούσει τις κραυγές όμως έπρεπε να εξασφαλίσουν πως κανένας δεν θα παιρνούσε την πόρτα. Γιατί εκεί μπορούσαν να αντιμετωπίσουν στα ίσα, πιο μέσα θα τους κύκλωναν. Ήχοι μιας οργισμένης μάζας πλησίαζαν. Δεν είχαν επιλογή. Έπρεπε να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους για την ώρα οι άλλοι.
Οι πρώτοι μολυσμένοι ξεπρόλαβαν από ένα δρομάκι. Λίγες ρυπές του πυροβόλου της Ροσέλ τους έκοψαν τη φόρα. Από την λεωφόρο φάνηκαν να πλησιάζουν πολλοί ακόμα. Ο Έλλις σημάδεψε και μεθοδικά τους καθάριζε έναν-έναν. Κι άλλοι σκαρφάλωσαν από ένα τοιχάκι.
Μέσα στο σκοτεινό κατάστημα, ο Κόουτς πάτησε τη σκανδάλη. Τα δεκάδες σφαιρίδια που εκτοξεύτηκαν από την κάννη, πέταξαν τον επιτιθέμενο μολυσμένο στον τοίχο. Αυτός έπεσε κάτω, άψυχα. Ο Νικ προσπαθούσε να σηκωθεί και να ξαναβρεί την ψυχραιμία του. Μάζεψε το όπλο του, με τα χέρια του να τρέμουν.
“Το... το συναγερμό”, είπε αδύναμα.
“ΤΈΛΕΙΩΝΕ, μπορεί να έρθουν κι άλλα. Σε περιμένω έξω με την Κόλα”, αποκρίθηκε δυνατά ο Κόουτς δυνατά για να ακουστεί.
Ο Νικ στράφηκε στο ταμπλό. Το κοπάνησε με τη κάννη του Καλάσνικωφ. Το καπάκι βγήκε και, επιτέλους, τα εύθραστα ηλεκτρονικά κυκλώματα εμφανίστηκαν. Γεμάτος οργή ξέσπασε πάνω τους.
Στην είσοδο, ο Έλλις και η Ροσέλ είχαν αφοσιωθεί στην άμυνα της θέσης τους. Σαφώς, τώρα που είχαν πυροβόλα όπλα ήταν πιο εύκολο, αλλά οι μολυσμένοι ήταν απλώς πάρα πολλοί.
Όταν ο Έλλις σημάδευε με τη διόπτρα, όλο και κάτι έμπαινε μπροστά του, κάνοντας τον να αστοχεί και να τρομάζει, πολλές φορές. Από την άλλη, η Ροσέλ, προσπαθούσε να εξουδετερώσει τις σκόρπιες ομάδες πριν φτάσουν αρκετά κοντά όμως συχνά αναγκαζόταν να ασχοληθει με άλλους που είχαν πλησιάσει πολύ κοντά. Αποτέλεσμαα ήταν η ορδή που μαζευόταν γύρω τους να μεγαλώνει συνεχώς.
Η Ροσέλ σκέφτηκε πως ο δυνατός ήχος του συναγερμού τους τραβούσε. Δεν μπορούσε να πάει να βοηθήσει γιατί ο Έλλις δεν θα άντεχε μόνος του. Παρ' όλα αυτά, αν συνέχιζε έτσι, ούτε και οι δυο μαζί θα συγκρατούσαν τις ορδές. Έπρεπε να τον κλείσουν οι δύο άλλοι επιζώντες, αν ήθελαν να τα καταφέρουν.
Το σπαστικό κουδούνισμα επιτέλους έπαψε.
Ο Νικ και ο Κόουτς περνούσαν για τελευταία φορά δίπλα από τα σχεδόν γεμάτα ράφια του μαγαζιού. Άκουγαν πυροβολισμούς και τις φωνές των μολυσμένων. Φάνηκε ηλιοφώς. Έστριψαν, και ήταν λίγα μέτρα από την έξοδο.
“Κόουτς, Νικ, τι ήταν τόσο ενδιαφέρον εκεί μέσα και μας ξεχάσετε;”, ρώτησε ειρωνικά ο Έλλις.
“Δεν έχουμε χρόνο τώρα. Πάμε να αφήσουμε τη κάσα”, του απάντησε ο Κόουτς.
“Έχουμε πρόβλημα. Είναι πολλοί κι έρχονται κι άλλοι”, παρατήρησε η Ροσέλ.
Ο Κόουτς έδωσε την κάσα στον Νικ. Έβγαλε την καραμπίνα του. Σε λίγα δευτερόλεπτα όλοι οι μολυσμένοι σε κοντινή απόσταση είχαν εξουδετερωθεί.
“Πάω μπροστά, καθαρίζω ότι πλησιάζει. Έλλις, Ροσέλ έχετε το νου σας για τίποτα που μπορεί να μας βλάψει από μακριά. Νικ κουβάλα την Κόλα και βάρα τα με την κάσα αν χρειαστεί”, διέταξε ο Κόουτς ενω γέμιζε το όπλο του.
“Μάλιστα κύριε”, χαμογέλασε ο Έλλις.
“Έχουμε ένα πακέτο να παραδώσουμε”, συμπλήρωσε ο Νικ.
“Πάμε”, ανακοίνωσε ο Κόουτς.
Προχώρησαν στο πάρκινγκ, ανάμεσα από διαλυμμένα πτώματα μολυσμένων, έχοντας τα μάτια τους δεκατέσσερα. Παράξενη ησυχία επικρατούσε.
Η τρομερή κραυγή της ορδής αντήχησε στη γειτονειά.
“Όλοι, ετοιμαστείτε!”
Οι αρρωστημένοι εχθροί τους όρμηξαν από σχεδόν κάθε σοκάκι. Σκαρφάλωναν από φράχτες. Ξεπρόβαλαν από έρημα κτίρια. Αυτή τη φορά, ήταν απελπιστικά πολλοί.
Γιατί δεν είχαν κάτσει στο καταφύγιο, αναρωτήθηκαν.
Στους δρόμους
Κεφάλαιο 13ο

Ένα πράγμα ήρθε στο μυαλό του Έλλις. Χειροβομβίδες, απ' αυτές που τρελαίνουν τα ζόμπι. Το μόνο που δεν είχαν δοκιμάσει, ακόμα. Η βόμβα αντιπερισπασμού, όπως απκαλούνταν, που πήρε από το ξενοδοχείο. Δεν υπήρχε καλύτερη στιγμή από αυτή για να δείξει την αξία της.
Την ξεσκάλωσε από τη ζώνη του. Δεν φαινόταν και δύσκολο να τη χρησιμοποιήσεις. Είχε κάτι σαν περόνη, μάλλον για να ενεργοποιεί το σύστημα εκπυρσοκρότησης, την οποία έβγαλε. Αυτό που δεν περίμενε ήταν τι έγινε μετά.
Το κόκκινο λαμπάκι έλαμψε πάνω στον κύλινδρο και ένα διαπεραστικό, στιγμιαίο 'μπιπ' ακούστηκε. Όλοι γύρισαν προς το μέρος του Έλλις. Προς το μέρος του πλαστικού κυλίνδρου. Οι ορδές σταμάτησαν, ο κάθε μολυσμένος κοίταξε κατα 'κει. Για άλλη μια φορά, η ησυχία ήταν τρομακτική.
Μόνο ως το επόμενο μπιπ.
Τότε, οι μολυσμένοι έτρεξαν ξανά προς την κατεύθυνση των επιζώντων. Χωρίς να παίρνουν το βλέμμα τους από την βόμβα. Κάθε μπιπ κάλυπτε τις κραυγές τους, τρυπούσε τα αυτιά τους και τους τρέλαινε ακόμα περισσότερο. Κάθε κόκκινη λάμψη αντανακλούσε στα ετοιμοθάνατα μάτια τους, φτάνοντας στις σκοτεινές γωνιές του αρρωστημένου μυαλού τους.
Οι τρεις άντρες είχαν αποροφηθεί από το θέαμα.
“Για όνομα ου Θεού, πέτα την μακριά!”, φώναξε η Ροσέλ τρομαγμένη.
Ο Έλλις συνήλθε. Σήκωσε το χέρι για να πετάξει τη βόμβα προς τις ορδές. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η γνωστή, σ' αυτόν, σφυριχτή κραυγή. Εκείνος ο απαίσιος βήχας. Εκείνο το ανατριχιαστικό αίσθημα της γλώσσας που τυλίγεται γύρω σου. Που σε τραβάει μακριά.
Ο Νικ και ο Κόουτς, μόλις συνηδειτοποίησαν τι γινόταν. Οι μολυσμένοι ακόμα ορμούσαν προς το μέρος τους. Εκείνο που έμοιαζε πως θα τους έσωνε, ακόμα βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια τους, μετρώντας αντίστροφα. Ένα μακρύγλωσσο τέρας ακομά τραβούσε τον Έλλις από μια στέγη.
Άλλο ένα διαπεραστικό 'μπιπ' από τη χειροβομβίδα.
“ΠΕΤΑΞΤΕ ΤΗΝ, ΑΜΕΣΩΣ”, ούρλιαξε ο Έλλις, προτού η γλώσσα τυίχτεί σφιχτά γύρω από τον λαιμό του.
Ο Νικ άφησε κάτω την κάσα ενώ ο Κόουτς κλοτσούσε τη βόμβα αντιπερασπισμού προς τους μολυσμένους. Το μετταλικό στόχαστρο του ΑΚ-47 γύρισε προς το αποκρουστικικό κεφάλι αυτού που στραγγάλιζε τον Έλλις σε ελάχιστες στιγμές. Γλώσσες είναι αυτά που πετάγονται από το λαιμό του, σκέφτηκε ο Νικ μια στιγμή πριν πατήσει την σκανδάλη.
Μπιπ.
Το κεφάλι του Καπνιστή, όπως τον είχε αυθόρμητα ονομάσει, διαλύθηκε σε ένα σύννεφο πρασινωπού καπνού. Ο Έλλις έπεσε στο πεζοδρόμιο και ξετύλιξε τη γλώσσα από πάνω του. Στράφηκε προς την ορδή, η οποία είχε μαζεύτηκε γύρω από αυτό που είχε κλοτσήσει ο Κόουτς.
Το τελευταίο μπιπ ίσα-ίσα που ακούστηκε ανάμεσα στις λυσασμένες φωνές των μολυσμένων. Η κόκκινη λάμψη φάνηκε λίγο μέσα από τον κλοιό που είχαν σχηματήσει γύρω της.
Περίμεναν το φινάλε αυτής της δύσκολης εξόδου από το παρατημένο σουπερμάρκετ, στην μολυσμένη γειτονειά της καταδικασμένης Σαβάνας. Και όλα αυτά για μια κάσα Κόκα-Κόλα;
Οι μολύσμενοι πύκνωσαν γύρω της.
Η έκρηξη αντιλάλησε στην άδεια πόλη.
Στους δρόμους
Κεφάλαιο 14ο

Ο Κόουτς έβαλε την Κόκα Κόλα στο πορτάκι, στο κάτω μέρος της πόρτας, για να την πάρει ο Γουάιτεκερ. Οι υπόλοιποι είχαν μαζευτεί γύρω του.
Η κούραση είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνιση της. Αν και ήταν 5 το απόγευμα μόνο, ήταν στο πόδι από πολύ πρωί. Και οι τελευταίες ώρες, τους εξάντλησαν, ψυχολογικά και σωματικά.
Σίγουρα πάντως δεν μπορούσαν να σταματήσουν να ξεκουραστούν. Ήταν θέμα χρόνου να ξαναμαζευτούν οι μολυσμένοι και να τελειώσουν ότι δεν κατάφεραν λίγα λεπτά πριν. Οι επιζώντες έπρεπε να συνεχίσουν, ως το εμπορικό κέντρο, τουλάχιστον. Η σωτηρία μπορεί να ήταν κοντά, ο θάνατος καραδοκούσε όμως.
“Ορίστε αυτό που ζήτησες, Γουάιτεκερ. Τώρα, ολοκλήρωσε τη συμφωνία”
“Βέβαια, ο Γουάιτεκερ κρατάει το λόγο του”, απάντησε εκείνος και το πορτάκι ξανάνοιξε, με μια αρμαθιά κλειδιά αυτή τη φορά.
“Τέλεια, πάμε στο κέντρο τώρα” είπε ο Έλλις.
“Δηλαδή, φεύγετε;”, ρώτησε ο Γουάιτεκερ λίγο αναστατωμένος.
“Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας;”, του πρότεινε ο Κόουτς.
“Γιατί δεν θέλουμε έναν ψυχάκια μαζί μας”, απάντησε ψυχρά ο Νικ.
Ο άλλος τον αγνόησε και είπε:
“Δεν μπορώ, εσείς είστε, πως το λένε, έχετε ανοσία, εγώ θα μολυνόμουν σε λίγα λεπτά. Και χτες άκουσα φασαρίες κατα 'κεί που πάτε. Καλή τύχη”
“Ότι πεις”, απάντησε ο Κόουτς ανασηκώνοντας τους ώμους του.
Η τετραμελής ομάδα ξεκίνησε και πάλι μόνη της κατά το εμπορικό κέντρο Liberty. Καθώς έφευγαν, ο Νικ άκουσε ξεκάθαρα τον ήχο που έκανε ένα αναψυκτικό όταν άνοιγε. Και τον τύπο από κει μέσα να κατεβάζει την Κόλα μονορούφι. Τότε, θυμήθηκε εκείνο το πράγμα που κόντεψε να τον ξεκοιλιάσει στο κατάστημα. Τον τρόμο και την αγωνία. Το πόσο δύσκολα κατάφεραν να την φτάσουν ως το φρούριο του. Και τώρα εκείνος καθόταν εκεί μέσα, απολαμβάνοντας ότι εκείνοι είχαν κερδίσει με τη ζωή τους.
Έστρεψε το βαρύ Καλάσνικοφ, ήρεμος επιφανειακά, γεμάτος συγκρατημένη οργή εσωτερικά, προς την πόρτα. Έβγαλε την ασφάλεια. Ώρα να πληρώσεις, σκέφτηκε. Φώναξε:
“Ξεκλείδωσε τώρα και βοήθησε μας όπως μπορείς, γιατί εμείς διασχίσαμε τη μισή γαμημένη πόλη και κάναμε πολύ περισσότερα από ότι εσύ”
Οι υπόλοιποι τρεις γύρισαν ανήσυχοι. Καμιά απόκριση από μέσα.
“Τι σκατά σ' έπιασε Νικ;”, αναρωτήθηκε ο Κόουτς.
“Τέλειωνε, χέστικο κάθαρμα”, απευθύνθηκε εκείνος στον οπλοπώλη.
“Νικ, μην τολμήσεις”, είπε η Ροσέλ.
Ο Κόουτς δεν έκανε τίποτα άλλο. Αντίθετα, ο Έλλις κατευθύνθηκε προς τον Νικ. Στάθηκε ανάμεσα στο όπλο και την πόρτα. Η φωνή του ήταν διαφορετική, όχι η γεμάτη ενθουσιασμό και αυθορμιτησμό που χρησιμοποιούσε συνήθως αλλά σιγανή και σοβαρή.
“Δεν νομίζω να χρειαστεί να το κάνεις αυτό Νικ”
“Μην ανακατεύεσαι”, αποκρίθηκε εκείνος ήρεμα αλλά με μια κρυμμένη αγριάδα στη φωνή του.
Κανείς δεν μετακινήθηκε.
Οι στιγμές πέρασαν εφιαλτικά αργά, χωρίς να γίνεται τίποτα.
“Θα ήθελα να μπορούσα να πυροβολήσω, μόνο και μόνο για να σου δείξω πόσο βαθιά είναι η θέληση μου”, είπε συλλογισμένος, “αλλά είσαι φίλος μου”, ολοκλήρωσε με ένα αινιγματικό χαμόγελο. Ξαναπέρασε το λουρί από το όπλου στον ώμο του και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια προς το πάρκινγκ. “Τέλος πάντων, απλώς επηρεάστηκα από την στιγμή. Ας συνεχίσουμε καλύτερα”
“Πάντα, φίλε μου”, απάντησε χαμογελαστός ο Έλλις.
“Καιρός δεν ήταν;”, συμπλήρωσε η Ροσέλ.
“Καλύτερα να βιαστούμε”, ολοκλήρωσε ο Κόουτς.
Η ομάδα περπάτησε τα τελευταία μέτρα που τη χώριζαν από το εμπορικό κέντρο κάτω από τον πορτοκαλί ήλιο που έδυε.
Το εμπορικό κέντρο
Κεφάλαιο 1ο

Τίποτα δεν φαινόταν να πήγαινε όπως έπρεπε. Όχι μόνο η Πράσινη Γρίπη κυριαρχούσε στη μισή πολιτεία όσο οι πολιτικοί κοιτούσαν πως θα το καλύψουν, αλλά και η ανθρωπότητα έμοιαζε να εξαφανίζεται με γοργούς ρυθμούς. Το Liberty διέψευσε κάθε ελπίδα για ένα ασφαλές μέρος. Στην αυλή του, το μόνο που υπήρχε ήταν πτώματα, μολυσμένων και ανθρώπων, καθώς και ιατρικές εγκαταστάσεις της ΥΠΠΕΠ. Κάτι είχε σπάσει τον κλοιό γιατί ούτε το εσωτερικό ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Σκοτάδι και πολλοί μολυσμένοι.
Αυτά έβλεπαν οι τέσσερις επιζώντες από το καταφύγιο τους, ένα μικρό δωμάτιο ανάμεσα στο εξωτερικό και το εσωτερικό. Είχαν ασφαλίσει τις πόρτες όπως μπορούσαν. Η απογοήτευση ήταν φανερή. Όλοι τους είχαν κάτσει μόνοι, συλλογισμένοι και μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα κυριαρχούσε.
Δεν μπορούσαν να συνεχίσουν. Έμοιαζε να ήταν οι μόνοι που είχαν επιλέξει να αντισταθούν στον ιό. Αλλά ήταν μάταιο. Ότι κι αν έκαναν, αυτός φαινόταν να ήταν μπροστά τους. Οι ελπίδες έσβηναν, μαζί με τη θέληση. Πως θα τα έβαζαν με μια ολόκληρη πόλη από μολυσμένους;
Ο Έλλις θυμόταν την ζωή του πριν αυτό συμβεί. Τα φιλαράκια, τα κορίτσια, η διάσκέδαση και η δουλειά. Πράγματα δεδομένα, που περιφρονούσε σαν ρουτίνα. Αλλά πόσο τα νοσταλγούσε. Δύο εβδομάδες τώρα όλα είχαν γυρίσει πάνω-κάτω, με κορύφωση την σημερινή μέρα. Θυμόταν τις πρώτες σκέψεις του για την επιδημία, πως ήταν άλλη μια συνομωσία, πως ήθελαν να τους τρομοκρατήσουν και το πως την χλεύαζε με την παρέα. Μια παρέα που έκτιμούσε, και έχασε για πάντα. Σιγά-σιγά έμεινε μόνος, έχασε κάθε πολυτέλεια του πολιτισμού και κατέληξε να τριγυρνάει στα ερείπια της Σαβάνας, ψάχνοντας μέσο διαφυγής.
Παρόμοιες σκέψεις είχε και η Ροσέλ. Σκεφτόταν ότι η ζωή της άκμαζε, μόλις είχε βρει δουλειά σε ένα καταξιωμένο κανάλι και έκανε νέες γνωριμίες, χωρίς να ξεχνάει τους παλιούς γνωστούς της. Και μια μέρα δέχτηκε να πάει να καλύψει τα γεγονότα στην πιο πρόσφατα χτυπημένη από τον ιό πόλη, τη Σαβάνα. Ο ενθουσιασμός και η σκέψη πως θα αποκάλυπτε συρναπαστικά γεγονότα, ήταν πολύ μεγάλοι πειρασμοί. Το για πότε η πολιτεία τέθηκε σε κατάσταση συναγερμου και εκείνη εγκλωβίστηκε, δεν το κατάλαβε. Ακόμα νόμιζε πως έκανε αποκαλυπτικά ρεπορτάζ, ενώ οι στρατιώτες εξουδετέρωναν όσους έδειχναν τα σημάδια της μόλυνσης.
Από την άλλη, ο Νικ δεν μπορούσε να πει πως έχασε και πολλά. Το μόνο που τον πείραξε ήταν ότι ο ιός εισέβαλλε απρόσκλητος στην ζωή του. Και χάλασε την κοινωνία που είχε μάθει να ζει. Ο Νικ ήταν ο τύπος που κινόταν ανάμεσα στην παρανομία και την απλή ζωή. Αν ήταν πλούσιος θα ήταν ένας αμφιλεγόμενος επιχειρηματίας. Αλλά του άρεζε να πιστεύει πως κυκλοφορούσε ελεύθερα στο σύστημα που ο ίδιος περιφρονούσε, κοροϊδεύοντας τους άλλους και ζώντας καλά. Το πόσο καλά τα κατάφερνε στην πραγματικότητα ήταν άλλο θέμα. Η κοινωνία εξυπηρετούσε υπέροχα τους σκοπούς του, χωρίς αυτός να κυνγάει τα χρήματα ή τη δόξα. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν το κύρος. Και όσο κι αν είχε, χάθηκε με την επέλαση της Πράσινης Γρίπης.
Στον Κόουτς ο ιός είχε δώσει το γερότερο χτύπημα. Τα τελευταία 25 χρόνια, το μπέιζμπολ ήταν η ζωή του. Είχε πάει σε αρκετές ομάδες μαζεύοντας εμπειρίες και φίλους. Όταν αποφάσισε να γίνει προπονητής, έγινε γνωστός λόγω της φιλικής προσωπικότητας του και την συμπάθεια όλων των αθλητών του. Ποτέ δεν έβλεπε τους αθλητές ως αξία αλλά ως άτομα που είχαν ένα όνειρο, όπως εκείνος κάποτε. Και δούλευε σκληρά. Τα τελευταία χρόνια άρχισε να αναγνωρίζεται στη Σαβάνα. Και όλα καταστράφηκαν σε μία μέρα. Μόνο και μόνο γιατί συμφώνησαν να παίξουν για να μην χάσουν την πρόκριση, ακόμα και αν η επιδημία θέριζε στις γειτονιές της πόλης. Έπρεπε να το είχε ακυρώσει. Αλλά δεν το έκανε και είδε τους αθλητές του να χάνονται στη δίνη του ιού. Αυτούς με τους οποίους δούλευε τόσα χρόνια μαζί. Τα παιδία που δεν απόκτησε ποτέ.
Μ' αυτές τις νοσταλγικές σκέψεις βρήκε τους τέσσερις εξαντλημένους συντρόφους ο ύπνος. Ο μόνος που έμεινε για λίγο ακόμα ξύπνιος ήταν ο Κόουτς, ο οποίος αφού βρήκε κάτι να φάει αποκοιμήθηκε γρήγορα.
Οι ώρες πέρασαν και τίποτα δεν τάραξε τον βαθύ ύπνο τους.
Το εμπορικό κέντρο
Κεφάλαιο 2ο

Ο Νικ δοκίμασε να σηκωθεί. Ένιωθε πιασμένος παντού και δεν μπορούσε να καταλάβει που ήταν. Τα πρώτα πράγματα που του ήρθαν στο μυαλό ήταν πως λιμοκτονούσε και ότι είχε ξημερώσει για τα καλά. Ανασηκώθηκε για να επανέλθει στην πραγματικότητα.
Το δωμάτιο ήταν σκότεινο, με μόνη πηγή φωτός τα παραθυράκια προς το εξωτερικό. Ένας παράλογος φόβος τον κυρίεψε, πως στα σκοτεινά σημεία του καταφυγίου κρυβόταν αυτοί οι τρομακτικοί μολυσμένοι που πολεμούσαν ολόκληρη την ημέρα. Δοκίμασε να τεντωθεί αλλά οι μύες του πονούσαν από την κούραση. Κοίταξε την πολυθρόνα στην οποία είχε αποκοιμηθεί για τόσες ώρες. Είδε στο ρολόι του πως ήταν 2 η ώρα το μεσημέρι. Είχε την αίσθηση του ανθρώπου που είχε ξυπνήσει εντελώς λάθος ώρα.
Οι υπόλοιπες τρεις κοιμώμενες σιλουέτες δεν φάινονταν να σαλεύουν. Ένα ζεστό αεράκι έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα του πάρκινγκ, κουβαλώντας μια ελαφριά οσμή αποσύυνθεσης. Κοίταξε γύρω του για να βρει κάτι να ικανοποιήσει την πείνα του. Παρατήρησε ένα ανοιχτό χαρτοκιβώτιο με κονσέρβες, δίπλα στον Κόουτς που ροχάλιζε γερμένος σε ένα ξύλινο κουτί. Τον προσπέαρασε και έβγαλε μια. Μανιτάρια. Τι άθλιο γεύμα μετά από μια τόσο δύσκολη μέρα. Αλλά δεν είχε και άλλες επιλογές. Άδειασε δύο απ' αυτές σε ελάχιστο χρόνο. Σταμάτησε όμως καθώς άρχισε να αηδιάζει.
Η παραπονεμένη φωνή του Έλλις έσπασε την σιωπή του μικρού καταφυγίου τους.
“Φίλε, νιώθω πόνους σε όλα μου τα κόκαλα”
Ο Νικ στράφηκε και τον είδε να προσπαθεί να ανασηκωθεί από την γωνία οπόυ είχε γείρει να κοιμηθεί. Του αποκρίθηκε.
“Δεν είναι και πολύ αναπαυτικός ο ύπνος στην πόλη των ζόμπι, απ' ότι φαίνεται”
“Βρήκες τίποτα φαγώσιμο;”
“Ο Κόουτς πρέπει να έκανε έρευνα πριν κοιμηθούμε αλλά το μόνο που βρέθηκε είναι μανιτάρια”
Ο Έλλις έκανε μια γκριμάτσα αηδίας.
“Ελπίζω να υπάρχει και κάτι άλλο, γιατί τα μανιτάρια δεν τρώω”.
“Ας ξυπνήσουμε και τον Κόουτς να δούμε τι θα κάνουμε”
“Εμένα εδώ θα μ' αφήνατε;”, είπε η Ροσέλ που είχε μόλις σηκωθεί από τον καναπέ οπου είχε αποκοιμηθεί.
“Δεν το νομίζω”, απάντησε ο Έλλις.
“Άλλωστε χρειαζόμαστε και λίγη γυναικεία συντροφιά”, συμπλήρωσε ο Νικ.
Σκούντησαν λίγο τον Κόουτς που δεν είχε και πολύ όρεξη να σηκωθεί. Γκρίνιαξε λίγο πριν ξυπνήσει εντελώς. Τεντώθηκε και παρτήρησε γύρω του με όρεξη.
“Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε για να στηλωθούμε είναι να φάμε. Και με μια γρήγορη ματιά μόνο βρωμερούς μύκητες βρήκα”
“Αυτό δεν σε εμπόδισε όμως από να τους καταβροχθίσεις”, απάντησε χαμογελαστός ο Νικ.
“Ο Κόουτς έχει δίκιο. Χωρίς λίγο ζεστό φαγητό δεν πάμε παραπέρα”, συμφώνησε η Ροσέλ.
Βασικά, εκείνο το καταφύγιο χρησιμοποιούνταν και παλιότερα. Όπως και στο προηγούμενο, οι πόρτες είχαν αντικατασταθεί με άλλες σανιδένιες, κόκκινες και ατσάλινα ενισχυτικά είχαν τοποθετηθεί από την ΥΠΠΕΠ, μάλλον. Πρέπει εκεί να περίμεναν προσωρινά όσοι ήθελαν να περάσουν από την δυτική μεριά στη σχετική ασφάλεια του κέντρου εκκένωσης. Γι' αυτό και έμοιαζε λίγο με πρόχειρο κατάλυμμα. Οι προκάτοχοι του πιθανών να χρειάστηκε να περιμένουν μέρες για να μάθουν την τύχη τους.
Το δωμάτιο ήταν μακρόστενο, με μικρά παράθυρα που έβλεπαν έξω και μέσα από το The Liberty. Απέναντι από τον καναπέ και την πολυθρόνα ήταν στοιβαγμένα διάφορα κουτιά και μεγάλες μπουκάλες νερού αφήνοντας έναν διάδρομο που οδηγούσε από την πόρτα εξόδου ως την πόρτα εισόδου στο εμπορικό. Δίπλα στην, σφραγισμένη πια, πόρτα εξόδου ήταν ένα κοντό τραπέζι με τα στοιβαγμένα πάνω τα όπλα της ομάδας. Επίσης υπήρχε και ένας παλιός φούρνος μικροκυμάτων και λίγα χρησιμοποημένα σκεύη πάνω του. Αυτή ήταν η επίπλωση του καταφυγίου. Φώτα δεν υπήρχαν και τα παράθυρα παραήταν μικρά για να ρίχνουν άπλετο φως στο χώρο.
Οι τέσσερις επιζώντες αρχικά έψαξαν για μια πηγή φωτός. Η Ροσέλ βρήκε έναν φακό καθώς και ένα σημείο στο ταβάνι που μπορούσαν να τον κρεμάσουν. Τότε άρχισαν να ανοίγουν ένα-ένα τα κιβώτια. Μετά από λίγη ώρα, βρήκαν αυτό που γύρευαν. Έτοιμο φαγητό που μπορούσαν να το βάλουν στα μικροκύματα και να φάνε κάτι ευχάριστο. Δεν μπορούσαν να σκεφτούν την υγιείνη διατροφή τέτοιες στιγμές. Σε λίγο, ο καθένας είχε τη μερίδα του.
Κάτι ενδιαφέρον που παρατήρησαν ήταν πως οι τοίχοι είχαν διάφορα μηνύματα γραμμένα με μαρκαδόρο ή σπρέι, κάποια απλά και κάποια σαν γκράφιτι. Ορισμένα ήταν ελπιδοφόρα, άλλα απαισιόδοξα, μερικά υπερβολικά και κάποια ανούσια.
Αφού έφαγαν και ήπιαν, για πρώτη φορά ίσως, η ατμόσφαιρά μεταξύ τους έγινε πιο φιλική. Είπε ο καθένας την ξεχωριστή ιστορία του για το πως μπλέχτηκε με τον ιό, συζήτησαν για τον κόσμο πριν την μόλυνση, πως πήρε ο καθένας την απειλή της Πράσινης Γρίπης αρχικά και τελικά πως κατέντησαν. Η Ροσέλ τους είπε κάποιες, παρατραβηγμένες λίγο, ιστορίες από τις πόλεις που είχαν ήδη εκκενωθεί, από τους δημοσιογράφους που τόλμησαν να πάνε εκεί και κατάφεραν να γυρίσουν. Ο Έλλις συμπλήρωσε πως όταν θα επέστρεφαν και αυτοί θα ήταν ήρωως, αφού τα είχαν βάλει με αναθεματισμένα ζόμπι και επέζησαν. Ο Νικ του είπε να μην χαίρεται και τόσο καθώς δεν υπήρχε ασφάλεια πουθενά στον κόσμο πια. Τότε άρχισαν μια διαμάχη για το αν ο κόσμος όλος είχε μολυνθεί ή όχι. Ο Κόουτς και ο Έλλις ήταν σίγουροι πως θα έβρισκαν έναν τόπο να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Αντίθετα, ο Νικ πεισματικά υποστήριζε ότι παντού θα πάλευαν για τη ζωή τους ενάντια στον ιό. Η Ροσέλ δεν είχε μια τόσο απόλυτη γνώμη. Κατέληξαν πως θα έβλεπαν μαζί τι γινόταν αλλού αφού έφευγαν από την Σαβάνα. Από εκείνη τη στιγμή χαλάρωσαν ακόμα περισσότερο και άρχισαν να μιλάνε για διάφορα άσχετα πράγματα, σαν μια παρέα. Η ευχάριστη συζήτηση τελείωσε με αθλητικές αφηγήσεις του Κόουτς που έκαναν τη Ροσέλ να βαριέται λίγο.
Εκείνες τις στιγμές ξέχασαν για λίγο την απαίσια κατάσταση που επικρατούσε εκεί έξω. Πέρασαν την ώρα τους ευχάριστα, σαν φίλοι και όχι σαν τέσσερις απελπισμένοι επιζώντες της χειρότερης πανδημίας. Εκτίμησαν την παρέα και την κατανόση των ανθρώπων όντων.
Μόνο ώσπου να τους ταράξει μια ανακοίνωση από τα μεγάφωνα του εμπορικού κέντρου.
Pages: 1 2 3 4
Reference URL's