Legendary Pokémon

Full Version: Αφημένοι για νεκροί
You're currently viewing a stripped down version of our content. View the full version with proper formatting.
Pages: 1 2 3 4
Ρε συ, σόρρυ (ούτε καν έχω διαβάσει τα κείμενα) αλλά καθόμουν και σκεφτόμουν όλες τις μπύρδες που κυκλοφρούν στο κεφάλι μου και θυμήθηκα το Left For Dead. Ξέρεις. Το FPS...
Και μέσα στη βλακεία μου είπα να το μεταφράσω... Αφημένοι για νεκροί...

*lame* :Ρ

EDIT: Άκυρο, keep up teh good work.
*ignore herooftime*
^
Eίδες σύμπτωση, λες και επίτηδες το έκανα Toungue

Τώρα τελευταία δεν ανεβάζω και πολλά καινούργια (ναι, βαριέμαι να τα διορθώνω) αλλά φαντάζομαι υπάρχει αρκετό υλικό αν θελήσει κανείς να διαβάσει.
Αίθριο
Κεφάλιο 9ο

Ο Τζος είχε ακούσει όλα τα παραπάνω από το δωμάτιο του, σκεπτικός. Ο λοχίας Μπλακ τον συμπαθούσε και έπειτα από μια συζήτηση που είχε μαζί του φάνηκε πως εκείνος δεν θα αργούσε να πάρει τον έλεγχο της κατάστασης. Αλλά κάτι τον ανυσηχούσε. Κάτι στην προσωπικότητα του λοχία τον έκανε να ανησυχεί για την τροπή που μπορούσε να πάρει η κατάσταση.
Έγειρε πίσω, συνέχισε την μουσική από τα ακουστικά του και παρέμεινε έτσι, χαμένος σε διάφορες σκέψεις, για αρκετή ώρα. Το τι θα μπορούσε να κάνει στο μέλλον απασχολούσε το μυαλό του για αρκετή ώρα. Ήταν νέος και είχε κάποια σχέδια, που ανατράπηκαν εντυπωσιακά από την επιδημία. Επίσης, η μοίρα των λίγων που ήταν πιο κοντά του, αγνοούνταν.. Λίγες μέρες νωρίτερα μπορεί να σκεφτόταν πως όλα αυτά δεν έχουν μεγάλη σημασία μιας και νόμιζε πως ήταν μόνο τοπικά και θα μπορούσαν να ξεπεραστούν. Όμως οι τελευταίες συζητήσεις με στρατιώτες, επιστήμονες και τον Άντερσον τον ίδιο που είχε κάνει ή κρυφακούσει, έδειχναν το αντίθετο.
Ο ίδιος θα μπορούσε να καυχηθεί πως ήταν ο μόνος που είχε μια σφαιρική εικόνα της κατάστασης σε ολόκληρο το αίθριο του The Liberty, αν και οι καινούργιοι τέσσερις επιζώντες έπρεπε να ήξεραν και αυτοί αρκετά. Συμμετείχε σιωπηλά σε συζητήσεις για να μαζέψει δεδομένα. Είχε ακούσει διάφορες γνώμες και απόψεις τις οποίες δέχτηκε και επεξεργάστηκε αντικειμενικά στον άπλετο ελεύθερο του χρόνο. Παρατήρησε συμβάντα και μπόρεσε να καταλάβει πράγματα που άλλοι αγνοούσαν ή έκρυβαν.
Με όλες τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει, έβγαλε ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα. Όπως είχε ήξεραν και οι περισσότεροι, ο ιός πρωτοεμφανίστηκε στην πολιτεία του Φέιρφιλντ κάτω από άγνωστες συνθήκες. Εδώ είχε μια υποψία για το πως δημιουργήθηκε αλλά ήταν πολύ αόριστη. Σε δύο εβδομάδες είχε μεταμορφώσει την πόλη και τα προάστεια σε μια μολυσμένη κόλαση. Τότε, εφαρμόστηκε η ύστατη λύση από τον στρατό, η οποία δεν είχε βρει ακόμα τι ακριβώς ήταν. Μάλλον κάποιος βομβαρδισμός ή χρήση όπλων μαζικής καταστροφής. Τότε νόμισαν πως καθάρισαν.
Αλλά πολλά κρούσματα έκαναν την εμφάνιση τους στις βορειοανατολικές περιοχές των ΗΠΑ. Η ΥΠΠΕΠ εφάρμοσε διάφορες μεθόδους για να περιορίσει την εξάπλωση αλλά πάντα κάτι ξέφευγε. Ακολούθησαν οι γειτονικές πόλεις στο κέντρο της μόλυνσης και στο τέλος ολόκληρη η ανατολική ακτή υπέφερε. Τελευταία στιγμή πριν ξεσπάσει η επιδημία, εντόπισαν συμπτώματα της Πράσινης Γρίπης στα δυτικά και χώρες που είχαν συνναλαγές με τις ΗΠΑ ανάφεραν κρούσματα.
Τότε ήταν που χτύπησε η πραγματική καταστροφή. Σε ελάχιστες ώρες, εκαττομύρια άνθρωποι άλλαξαν σε κοινούς μολυσμένους, όπως αποκαλούσε η ΥΠΠΕΠ τα ζόμπι. Χιλιάδες άλλοι έχασαν την ζωή τους στη μάχη με τον ιό. Σε μερικές ημέρες ζωτικά σημεία της κοινωνίας, της οικονομίας και της πολιτικής κατάρευσαν. Αεροδρόμια έκλεισαν, εργοστάσια σταμάτησαν να λειτουργούν, το χρηματιστήριο έκανε βουτιά στο κενό, μέλη της κυβέρνησης εξαφανίστηκαν, οι τηλεπικοινωνίες υπολειτουργούσαν λόγω έλειψης προσωπικού, εργαζόμενοι και υπάλληλοι χάνονταν σε απίστευτο ρυθμό, κόσμος αυτοκτονούσε, κερδοσκόποι εκμεταλεύονταν την αποδιοργάνωση και κάθε είδους κοινωνική ομάδα και κίνημα βρήκε την ευκαιρία να διεκδικήσει τα δικαιώματα του. Χάος επικράτησε Οι ένοπλες δυνάμεις γύρισαν στην πατρίδα για να επαναφέρουν την τάξη. Θα τα κατάφερναν να επιβληθούν στους λίγους αναρχικούς, αν δεν ήταν οι μόνοι που υποστήριζαν την έλλειψη οργάνωσης. Όμως οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της αταξίας ήταν οι μολυσμένοι. Περιπλανιώταν στις μολυσμένες πολιτείες σκορπώντας τον τρόμο, τον θάνατο και την καταστροφή.
Κάτι το θαυμαστό υπήρχε στον τρόπο δράσης τους. Ήταν τόσο ικανοί στο να προκαλούν και να διατηρούν το χάος, που κανένας ανθρώπινος παράγοντας δεν μπορούσε να συγκρηθεί μαζί τους. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να βρούνε ανθρώπους και να τους σκοτώσουν. Και τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι πλήρως αυτοματοποιημένο για μπορεί να δουλέψει χωρίς την παρουσία ανθρώπων. Αφού το έκαναν αυτό, απλώς συνέχιζαν την άσκοπη περιπλάνηση τους, φρουρώντας τόπους που άλλοτε οι άνθρωποι κυριαρχούσαν.
Και τι γινόταν αν τους πολεμούσες, αν αντιστεκόσουν; Υποχωρούσες ή πέθαινες. Ακόμα και ο πιο σύγχρονος και οργανωμένος στρατός δεν μπόρεσε να τους εκδιώξει. Οι μολυσμένοι ήταν ακούραστοι, είχαν αλύγιστη θέληση και υποτυπώδες λογική που έκανε τις ζωώδες ορδές τους πιο επικίνδυνες απ' ότι νόμιζε κάποιος αρχικά. Ο αριθμός τους, η μάζα τους ήταν η δύναμη τους. Επιτίθονταν ομαδικά από κάθε κατεύθυνση, κύκλωναν τον εχθρό τους και περίμεναν να υποχωρήσει κάτω από την ασταμάτητη πίεση τους.
Βέβαια, δεν ήταν μόνο αυτό που έκανε τις ορδές τους τόσο τρομερές. Στις σκιές, περιμένοντας κατάλληλη ευκαιρία να χτυπήσουν, παραμόνευαν εφιαλτικοί μετταλαγμένοι. Ήταν οι ειδικοί μολυσμένοι. Το πόσων ειδών υπήρχαν και το πως γεννήθηκαν δεν ήταν γνωστό. Κανείς δεν μπορούσε να πει το λόγο της μεττάλαξης. Αυτό που ήταν σίγουρο ήταν πως είχαν πολύ περισσότερη ευφυϊα από τους κοινούς και πως είχαν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Οι ιστορίες για το τι μπορούσαν να κάνουν ήταν αμέτρητες και πολλές φορές ακούγονταν υπερβολικές. Ένας στρατιώτης ορκίζονταν πως ένα βαρύ τεθωρακισμένο αξίας 2,5 εκατομυρίων δολαρίων ακινητοποιήθηκε γιατί μια μετταλαγμένη πλησίασε και έφτυσε ένα πράσινο οξύ μέσα στον κινητήρα. Μια γαμημένη χλέπα και το τανκ έμεινε ποιο ακίνητο κι από κουράδα, θυμήθηκε ο Τζος τα ακριβή λόγια του τύπου. Ένας άλλος επιζώντας ισχυρίστηκε πως ένα τεράστιο, παντοδύναμο τέρας, με μπράτσα μεγαλύτερα από άνθρωπο, συγκρούστηκε μετωπικά με μια νταλίκα και την πέταξε στο πλάι. Ο ίδιος είπε πως έζησε γιατί πρόλαβε να επιταχύνει με τη μηχανή του και να ξεφύγει λίγο πριν τα μολυσμένα φιλαράκια του τέρατος κλείσουν τις τελευταίες εξόδους από την πόλη του.
Όμως, ήταν και κάτι άλλο που έκανε την Πράσινη Γρίπη να μοιάζει τόσο φοβερή. Οι μολυσμένοι είχαν κυρήξει έναν αδυσώπητο ψυχολογικό πόλεμο. Και τα πήγαιναν περίφημα. Όταν έβλεπες τους γνωστούς και συντρόφους σου να καταπίνονται απ' την ορδή, κατακρεουργημένα πτώματα να σαπίζουν στα πεζοδρόμια, στατιστικές να σε υπολογίζουν ήδη για νεκρό και την επιδημία να θριαμβεύει πάνω από τα ερείπια του πολιτισμού, το ηθικό σου συνήθως έπεφτε.
Και τελικά ο λόγος που η Πράσινη Γρίπη νικούσε ήταν πάντα ο ίδιος. Αγνοούσε τα πολύπλοκα συστήματα των ανθρώπων, τα επιβλητικά κατασκευάσματα και τα πανίσχυρα μηχανήματα, χτυπώντας ακριβώς εκεί που πονούσε, στους αδύναμους χειριστές που κρυβόταν πίσω τους.
Τότε το μυαλό του Τζος πήγε σε αυτούς που όλοι οι επιζώντες, σαν τον ίδιο, άφηναν πίσω. Το πως οι περισσότεροι το δικαιολογούσαν και έλεγαν ότι μια μπόρα είναι θα περάσει, θα ξαναβρεθούμε, θα τα καταφέρει σίγουρα, είναι ασφαλείς και τέτοια παρόμοια λόγια. Άλλοι υποστήριζαν πως θα βρεθεί το αντίδοτο και όλοι θα ξαναγίνουν καλά. Δυστυχώς, εκείνος είχε καταλάβει τη φρίκη και τη δυστυχία του ιού. Οι μολυσμένοι δεν γινόταν να γυρίσουν πίσω.
Πολλοί αναρωτιόταν αν κάποιος που δεν είχε χτυπηθεί από την αρχική φάση του ιού μπορούσε να ξεφύγει από μια μολυσμένη πόλη. Μόνος του ήταν αδύνατο, όπως είχε διαπιστώσει ο ίδιος. Μεγάλες ομάδες δεν θα είχαν την απαραίτητη ευελιξία και συννενόηση. Μια λιγομελής όμως είχε πολύ καλές προοπτικές. Οι τέσσερις νεοφερμένοι του είχαν δώσει ελπίδες για την επιβίωση μέσα στην καρδιά της μόλυνσης.
Ο Τζος για λίγο έκλεισε τα μάτια του κι άφησε το μυαλό του ελεύθερο. Αυτόματα, η αλήθινη έγνοια του, που τον βασάνιζε από εκείνο το απόγευμα στην πλατεία της Σαβάνας, τον απασχόλησε. Ήταν ζωντανός, άραγε; Μήπως κατάφερε να επιζήσει, παρ' όλες τις ελάχιστες πιθανότητες που είχε;
Βαθιά μέσα του, ποτέ δεν έχασε την ελπίδα του πως ο φίλος του είχε πραγματικά ξεφύγει. Βαθιά μέσα του ήταν σίγουρος πως είχε βρει κάποιον τρόπο για να επιβιώσει και πως κάποτε θα ξαναβρισκόταν. Δεν το παραδεχόταν αλλά αυτή η ελπίδα του έδινε την ενέργεια να συνεχίσει. Να κάνει σχέδια για ένα αμφίβολο μέλλον. Να μην βλέπει απλώς τις μέρες να παιρνούν.
Ίσως δεν ήθελε απλώς να δεχτεί πως ο Φλόριαν είχε χαθεί για να μην μείνει χωρίς κίνητρο.
Αίθριο
Κεφάλαιο 10ο

Ο Έλλις σήκωσε το χέρι του για να χτυπήσει την πόρτα στο δωμάτιο του Τζος. Το μυαλό του απασχολούσε ακόμα ότι συνέβη λίγο πριν. Ο επικεφαλής των στρατιωτών, γνωστός και ως λοχίας Μπλακ είχε ανακοινώσει σε όλους πως η κατάσταση ήταν κρίσιμη και πως πολύ πιθανόν να αναγκαζόταν να εγκαταλείψουν το εμπορικό κέντρο. Φαινόταν πάντως σίγουρος ιδιαίτερα ήρεμος και διαβεβαίωσε πώς θα αυξηθούν τα μέτρα ασφαλείας για να μην βγει η κατάσταση εκτός ελέγχου. Ανάφερε και την διαδοχή του στην ηγετική θέση λόγω παραίτησης του Άντερσον, προκαλώντας καχύποπτα μουρμουρητά εναντίον του.
Αυτό άλλαξε λίγο το σχέδιο τους για τον τρόπο διαφυγής από τη Σαβάνα. Η Ροσέλ και ο Κόουτς υποστήριξαν ότι έπρεπε να φύγουν με το στρατό, που θα τους παρείχε προστασία. Ο Νικ επέμενε σθεναρά στη άποψη του, η οποία ήταν ότι κάθε είδους κυβερνητικής υπηρεσίας ήταν διεφθαρμένη και θα τους άφηνε πίσω πάλι. Ο Έλλις δεν είχε πάρει κανενός το μέρος, ακόμα. Θα αποφάσιζε μετά τη συζήτηση με τον Τζος.
Χτύπησε.
“Εμπρός”, ακούστηκε η φωνή του ενοίκου.
Προχώρησε στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Ο Τζος καθόταν στη ίδια θέση με την προηγούμενη φορά, με τα ακουστικά στα αυτιά του. Φαινόταν σκεφτικός. Όταν γύρισε και είδε τον νεοφερμένο, έκλεισε τη μουσική και ρώτησε με ενδαιφέρον.
“Πως πάει Έλλις;”
Τότε και οι δύο σκέφτηκαν ειρωνικά το ίδιο πράγμα. Πάντα όταν δύο γνωστοί συναντιούταν ρωτούσαν ο ένας τον άλλο πως πάνε τα πράγματα και η απάντηση ήταν πάντα καλά, ακόμα και στη μέση μιας πανδημίας της Πράσινης Γρίπης.
“Μια χαρα”, απάντησε ο Έλλις, “Δες, φαντάζομαι εσύ ξές καλύτερα από 'μένα τι συμβαίνει. Για να μη λέμε πολλά, πέρασα για να πούμε τι θα γίνει, δηλαδή τι θα κάνουμε, για να φύγουμε από τη Σαβάνα. Πώς θα ξεφύγουμε, πιο σωστά”
Ο Τζος κάθησε λίγο αμίλητος.
“Ξες, το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ τόση ώρα. Για πες τι σκέφτεσαι”
“Λοιπόν, πολύ απλά, θα θέλαμε να έρθεις μαζί μας”
Ξανά υπήρξε μια σύντομη παύση.
“Βασικά, ούτε καν έπρεπε να το σκεφτώ. Ναι, θα προτιμούσα να συνεχίσω με σας παρά με τους στρατιώτες του Μπλακ”
“Ωραία, έτσι σε θέλω. Λοιπόν, τώρα άκου πως είναι η κατάσταση για μας, περιληπτικά. Είμαι εγώ, ο Νικ, ο Κόουτς και η Ροσέλ. Συνατηθήκαμε δύο μέρες πριν, το πρωινό που ξέσπασε η επίδημία στη Σαβάνα. Χάσαμε τα ελικόπτερα απο το The Vannah και ενωθήκαμε για να περάσουμε τις δυτικές συνοικίες και να φτάσουμε ως εδώ. Διασχίσαμε την χειρότερη περιοχή της πόλης που ήταν γεμάτη μολυσμένους. Δεν είχαμε σχεδόν καμία εξωτερική βοήθεια. Ότι έχουμε καταφέρει, το καταφέραμε μόνοι μας. Μαζέψαμε κάποια όπλα και μπουκάραμε εδώ μέσα με ελπίδα να υπάρχουν άλλοι επιζώντες. Τελικά οι ελπίδες μας δικαιώθηκαν, εν μέρει”
“Δεν περιμένατε να βρείτε μια διχασμένη κοινότητα, μπλεγμένη στις φιλοδοξίες δύο ανδρών”, παρατήρησε ο Τζος.
“Κάπως έτσι. Αυτή τη στιγμή έχουμε καταλήξει σε δύο αποφάσεις. Ή θα δεχθούμε να μας περισυλλέξει ο στρατός ή θα συνεχίσουμε μόνοι μας. Εδώ είναι το δίλλημα. Αν πάμε με τους στρατιώτες θα έχουμε, μάλλον, σαφώς μεγαλύτερα πσοσοστά επιβίωσης όμως δεν ξέρουμε πως θα μας μεταχειριστούν. Από την άλλη μόνοι μας θα έχουμε απόλυτη ελευθερία δράσης αλλά φίλε, θα είναι δύσκολο”
“Χμμ..., είναι όντως ενδιαφέρον. Δες, αν μου δώσεις κάποιες πληροφορίες, θα μπορέσω να δώσω κι εγώ κάποια συμβουλή”
“Δηλαδή τι θες να μάθεις;”
“Ανάφερες πως περάσατε από την μολσυμένη μεριά. Τη διασχίσατε κανονικά, ή είχατε κάποιο όχημα;”
“Με τα πόδια βέβαια. Αλλά και όχημα να είχαμε δεν θα βοηθούσε πολύ”
“Αυτό που θέλω να πω είναι, πολεμήσατε σε ολόκληρη την διαδρομή ή απλώς τη διασχίσατε”
“Φίλε, οι μολυσμένοι ήταν παντού. Δεν γίνεται να περάσεις τη δυτική μεριά χωρίς να τους αντιμετωπίσεις. Σου λέω πως κάθε χιλιόμετρο ήταν ένας ξεχωριστός αγώνας ενάντια στα τέρατα”
“Υπήρξαν φορές, που ...εεε... τα χρειαστηκάτε, ας πούμε”
“Λίγες”
“Γενικώς νομίζεις πως αν προστεθώ και εγώ στην ομάδα σας θα μπορούσαμε να διασχίσουμε μια μεγάλη απόσταση σε μολυσμένες περιοχές; Χωρίς να πεθάνουμε”, συμπλήρωσε ο Τζος.
“Εγώ θα έλεγα σίγουρα, αλλά εγώ είμαι αρκετά αισιόδοξος. Αν το δούμε λογικά, οι πιθανότητες είναι καλές. Όλοι μας έχουμε ξανασυναντήσει μολυσμένους και εγώ μαζί με τους άλλους τρεις τους έχουμε πολεμήσει πολλές φορές. Ξες να χρησιμοποιείς όπλο, έτσι;”
“Ε, ναι, ας πούμε. Έχω ένα περίστροφο αλλά δεν είμαι και Λούκυ Λουκ”
“Σιγά, αυτό δεν πειράζει. Τότε με καλές τακτικές, ομαδικότητα και λίγη τύχη θα τα καταφέρουμε”
“Κι εγώ αυτό πιστεύω. Αλλά τι σας κάνει να μην εμπιστεύεσται την ΥΠΠΕΠ ή τον στρατό;”
“Τα σκάτωσαν ήδη με την διαχείριση της Πράσινης Γρίπης. Μας παράτησαν να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας. Δεν μπορούμε να τους εμπιστευτούμε τόσο εύκολα τώρα”
“Α, μάλιστα”
Ο Τζος άρχισε να πετάει το κινητό του στον αέρα και να το ξαναπιάνει. Δεν πρόσεχε τίποτα συγκεκριμένο στο δωμάτιο, έμοιαζε να σκέφτεται κάτι μακρινό.
Μετά από λίγο ο Έλλις έσπασε την σιωπή.
“Κι εσύ, γιατί δεν παίρνεις το μέρος τους, αφού αυτοί σε έσωσαν”
Εκείνος συνέχισε να κοιτάει το κενό. Μετά από λιγα δευτερόλεπτα αποκρίθηκε.
“Εγώ ποτέ δεν εμπιστευόμουν τέτοιες υπηρεσίες ή θεσμούς ή ότι άλλο είναι. Το ότι με έσωσαν μια φορά δεν μπορεί να με κάνει να αλλάξω γνώμη. Άσε που βλέπεις πώς το πάνε πάλι”
“Δηλαδή, πώς το πάνε;”
“Ε να, ο ένας θέλει να τη φέρει στον άλλο, δεν ξέρουν τι τους γίνεται και ούτε τους νοιάζει τι θα γίνουμε εμείς”
“Λοιπόν, είμαστε σύμφωνοι τότε”
“Σίγουρα. Μπορώ να πω πως ήσασταν η ευκαιρία που περίμενα για να φύγω από αυτό το μέρος”
“Καλά. Α, μιας και το το θυμήθηκα, ο λοχίας είπε κάτι για αλλαγές στην θέση του διοικητή. Μήπως άκουσες τίποτα;”
Ο Τζος χαμογέλασε.
“Τίποτα δεν συζητιέται δίπλα χωρίς να το ακούσω”
“Τι είπαν;”
“Πολλά ενδιαφέρον πράγματα είπαν εκεί αλλά θα τα πω σε όλους σας μόλις μαζευτούμε μαζί. Πότε μπορούμε να συγκεντρωθούμε για να μιλήσουμε και να αποφασίσουμε;”
Ο Έλλις ανασήκωσε τους ώμους.
“Ούτε μεσημέρι δεν θα είναι. Οι υπόλοιποι θα έχουν καθήσει κάπου έξω. Μπορούμε να πάμε τώρα”
“Ώραια, έρχομαι”
Βγήκαν έξω βιαστικά. Πολίτες πηγαινοερχόταν άσκοπα και στρατιώτες είχαν μπει στα εργαστήρια. Σε ένα είχε γίνει μια μικρή φασαρία. Τελείωσε με μια γροθιά σε έναν θερμόαιμο ερευνητή που έμεινε αναίσθητος.
“Να ξες πως οι φίλοι σου μπορεί να μην με συμπαθήσουν όσο εσύ”, συμπλήρωσε ο Τζος καθώς πλησίαζαν στα άλλα τρία μέρη της ομάδας τους.
Αίθριο
Κεφάλαιο 11ο

Ο Νικ καθόταν παράμερα από το τραπέζι που η Ροσέλ και ο Κόουτς συζητούσαν. Αυτοί οι δύο τα πήγαιναν πολύ καλά, σκέφτηκε παρατηρώντας τους. Πολύ καλύτερα από ότι τα πηγαινε εκείνος με τους περισσότερους ανθρώπους. Αν γνωρίζονταν υπό κανονικές συνθήκες μπορεί να πήγαινε απραπέρα η σχέση.
Αλλά έτσι κι αλλιώς αυτό δεν τον ένοιαζε πολύ. Αυτό που είχε σημασία ήταν πως εκίνοι οι δύο είχαν σχηματίσει μια φιλία και υποστήριζαν ο ένας τον άλλο. Είχε την εντύπωση πως οι αποφάσεις δεν παιρνόταν αντικειμενικά, πλέον. Έτσι όπως πήγαιναν σε λίγο θα αποφάσιζαν αυτοί για την ομάδα. Κι αν εκείνοι αποφάσιζαν να τους εγκαταλείψουν για να βασιστούν αλλού, θα έμενε μόνο αυτός και ο Έλλις, και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι' αυτό.
Κανονικά δεν θα τον πείραζε το αν θα έμενε μόνος και πάλι. Όμως σε αυτήν την τετραμελής ομάδα είχε κερδίσει μια θέση, την οποία σπάνια θα μπορούσε να ξαναβρει. Και οι τέσσερις τους, σαν άνθρωποι τα πήγαιναν πολύ καλά. Θα ήταν κρίμα να διαλύονταν από μια διαφωνία.
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε να πλησιάζει ο Έλλις με τον Τζος. Για να δούμε τι θα γίνει τελικά, αναρωτήθηκε ο Νικ.
“Καλημέρα σας”, χαιρέτησε ο Τζος.
Ο Κόουτς και η Ροσέλ στράφηκαν για να δούνε τον νεοφερμένο. Ο πρώτος αποκρίθηκε:
“Τζος, γιε μου, πως είσαι;”
“Καλά”
“Δύσκολο να νιώθεις καλά στη μέση της Πράσινης Γρίπης”
“Ναι, αλλά αν δεν ένιωθα καλά μάλλον θα ήμουν σε καμιά καραντίνα ή έξω μαζί με τα ζόμπι”
Για λίγο αμήχανη σιωπή επικράτησε.
“Λοιπόν, ο Έλλις ανάφερε πως θέλεις να έρθεις μαζί μας”, είπε η Ροσέλ.
“Ναι, ας πούμε. Αυτό εξαρτάται από το τι θα αποφασίσετε να κάνετε σε σχέση με την απομάκρυνση από τη Σαβάνα”
Η Ροσέλ κατσούφιασε.
“Δηλαδή έχεις και εσύ αυτήν την γελοία ιδέα ότι μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας; Νομίζεις πως είμαστε ανίκητοι; Γιατί εγώ βρέθηκα εκεί έξω και είδα πόσο άγριοι είναι οι μολυσμένοι”, του απάντησε εκείνη.
“Η άποψη μου δεν βασίζεται τόσο σε αυτό που είπες αλλά σε ένα δικό μου συμπέρασμα. Πολύ απλά, θα τα καταφέρουμε πολύ καλύτερα μόνοι μας απ' ότι αν αφήσουμε την ΥΠΕΠΠ ή το στρατό να μας κάνει ότι θέλει”
“Αυτό είναι το πιο λογικό συμπέρασμα που άκουσα για την Πράσινη Γρίπη!”, επενέβη ο Νικ.
“Νικ, μου φαίνεται πως εσύ αντιπαθείς κάθε είδους κρατική βοήθεια για δικούς σου λόγους. Δες το σωστά μια φορά!”, αποκρίθηκε ο Κόουτς.
“Ακόμα κι αν είναι έτσι, αντιπροσωπεύω το ένα τέταρτο της ομάδας”, δήλωσε επιθετικά ο άλλος.
“Εεε..., δεν ήθελα να σας φέρω ταραχές”
“Καλύτερα να φέρνεις ταραχές παρά να συμβιβάζεσαι με τους πολλούς”, παρατήρησε ο Νικ.
“Ναι όντως. Αλλά επειδή βλέπω πως δεν είστε καλά πληροφορημένοι, αφήστε με να σας εξηγήσω κάποια πράγματα”
“Αυτό δεν υποτίθεται πως το έκανε ο Άντερσον, χτες;”, ρώτησε η Ροσέλ.
“Δεν ξέρω. Το έκανε;”, ρώτησε ο Τζος.
“Όχι, ουσιαστικά δεν απάντησε σε τίποτα σωστά”, παραδέχτηκε ο Κόουτς.
“Έτσι είναι αυτός. Εγώ από την άλλη έχω μαζέψει αρκετές πληροφορίες από διάφορες πηγές. Μπορώ να σας πω ότι ξέρω περιληπτικά και να αποφασίσετε μετά”
Οι υπόλοιποι ήταν σκεφτικοί.
“Δεν έχω κανέναν λόγο να κρύψω την αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς μαζί σας θα πάω αν φύγετε”, τους πρόλαβε ο Τζος.
“Δεν νομίζω να πειράζει να μάθουμε λίγα πράγματα παραπάνω. Με τόση προπαγάνδα δεν ξέρουμε τι μας γίνεται”, συμφώνησε ο Κόουτς.
Η Ροσέλ έγνεψε καταφατικά.
“Κρέμομαι απ' τα χείλη σου”, είπε ειρωνικά ο Νικ.
“Ρίχτα”, ολοκλήρωσε ο Έλλις.
Κι έτσι ο Τζος τους εξήγησε τα περισσότερα πό τα οποία είχε μάθει ή συμπεράνει για τον ιό. Οι τέσσερις επιζώντες άκουσαν προσεκτικά και όταν τελείωσε, οι απόψεις τους είχαν αλλάξει ριζικά, μαζί με τα σχέδια τους για το βράδυ.
Αίθριο
Κεφάλαιο 12ο

Είχε νυχτώσει εδώ και αρκετή ώρα. Ο λοχίας Μπλακ, αφού κανόνισε τις βάρδιες, κατευθύνθηκε στο κοιτώνα με τους υπόλοιπους στρατιώτες που δεν είχαν κάποια υποχρέωση. Ουσιαστικά ήταν ακόμα ένα παρατημένο κατάστημα που το είχαν οργανώσει σαν προσωρινό καταφύγιο.
Οι άλλοι έπεσαν για ύπνο και αποκοιμήθηκαν σε λίγα λεπτά. Εκείνος όμως δεν μπορούσε να κλείσει μάτι.
Τα συμβάντα της τελευταίας ημέρας τον είχαν κάνει σκεφτικό.
Το ότι πέταξε τον Άντερσον από το βάθρο του, έπαιξε το ρόλο του. Μάλλον έπρεπε να το είχε κάνει νωρίτερα. Ο τρόπος με τον οποίο οποίο τον έβλεπε ο κόσμος είχε σίγουρα αλλάξει, επίσης. Ο Άντερσον θεωρούνταν ο ευσυνείδητος προστάτης τους, που είχε τις κατάλληλες γνώσεις και θέση για να τους βοηθήσει και εκείνος ο φύλακας ασφάλειας. Τώρα αυτός έμοιαζε σαν ο φιλόδοξος, εγωιστής στρατιωτικός που είχε πάρει αυταρχικά τη θέση του ανώτερου με τη βία. Κανείς δεν φαινόταν να τον εμπιστευόταν. Αλλά δεν είχε πολύ σημασία.
Ούτε όμως ο Μπλακ εμπιστευόταν τον Άντερσον και την υπηρεσία από πίσω του. Ως τώρα δεν είχε αποδείξει τίποτα καλό σε αυτόν. Αυτό που έκανε ήταν να διατηρεί μια ιδιαίτερα εύθραστη ισοροπία, δίνωντας την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Ο λοχίας και οι άντρες του τα τραβούσαν όλα. Αυτοί ένιωθαν την αυξανόμενη πίεση των ορδών κάθε φορά που επιτίθονταν. Αυτοί αντιμετώπισαν την πονηριά των μολυσμένων κάθε νύχτα. Ο ίδιος Μπλακ αναγκαζόταν να εκτελεί τους στρατιώτες που υποψιάζοταν πως μολύνθηκαν.
Για αυτό εκείνη την ημέρα έκανε την κίνηση του. Κανείς δεν αντιστάθηκε φανερά, μιας και όλοι οι ένοπλοι ήταν με το μέρος του. Βέβαια, ακόμα κι από αυτούς δεν ακολούθησαν όλοι με τόση προθυμία.
Στο μυαλό του δεν ήξερε αν είχε κάνει το σωστό. Πίστευε πως ήταν ένας άνθρωπος που είχε ηθικές αξίες και δεν ήθελε να δρα απερίσκεπτα. Οι περιστάσεις έκαναν τις αποφάσεις δύσκολες, δυστυχώς. Έπρεπε να συνδιάσει το όφελος των περισσοτέρων, τη μελλοντική εξέλιξη της κατάστασης και το δίκαιο του καθενός. Από την άλλη, δεν ήθελε να μείνει αυτός αδικημένος στο τέλος. Ο Νικ θα γελούσε.
Αφού ανέλαβε την ηγεσία, το πρώτο που έκανε ήταν να επικοινωνήσει, μέσω ασυρμάτου, με το κοντινότερο στρατόπεδο. Έλαβε θετική απόκριση και την επόμενη πιθανότατα θα ερχόταν ένα απόσπασμα να τους περισυλλέξει. Το τι θα γινόταν έπειτα, άγνωστο.
Σίγουρα όμως ήταν καλύτερο από αυτό στο οποίο έλπιζε ο Άντερσον. Όταν δοκίμασε να επικοινωνήσει με την ΥΠΠΕΠ, για να τους ενημερώσει για τις εξελίξεις, κανείς δεν απάντησε. Ποιος ξέρει πότε θα ερχόταν να τους βοηθήσουν αν βασιζόταν σε εκείνους.
Έκανε μια ανασκόπιση των σκέψεων του. Είχε προστατεύσει το κέντρο εκκένωσης ώσπου έκρινε πως η κατάσταση είχε γίνει κρίσιμη την πήρε στα χέρια του. Δεν προχώρησε σε ανώφελες θυσίες. Όταν όλοι οι διασωθέντες μαζί με αυτόν και το απόσπασμα του θα ήταν ασφαλές σε ένα οχυρό αύριο, θα είχε το κεφάλι του ήσυχο.
Η συνείδηση του ευχαριστήθηκε με αυτό το συμπέρασμα και ο Μπλακ έπεσε να κοιμηθεί. Σε λίγα λεπτά ένας δεκαεννέας μπήκε διακριτικά στο δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Ανασηκώθηκε. Έκανε νόημα στον άλλο να πλησιάσει.
“Τι συνέβη δεκαεννέα;”, ρώτησε ανήσυχος, χαμηλόφωνα.
“Κύριε, πιάσαμε μια πενταμελή ομάδα πολιτών που ισχυρίζονται ότι θα φύγουνε μόνοι τους. Λένε πώς άμα τους δώσουμε πίσω τον οπλισμό τους θα τα καταφέρουν χωρίς άλλη βοήθεια”
“Μάλιστα”, είπε και έμεινε για λίγο σιωπηλός. “Δεν με νοιάζει ποιοί είναι και τι θέλουν, στείλτε τους πίσω στα κρεβάτια τους. Προειδοποιήστε τους και αν ξαναδοκιμάσουν κάτι παρόμοιο μη διστάσετε να τους κλειδώσετε σε καμιά τρύπα”, ολοκλήρωσε ανόρεχτα.
“Φάνηκαν πολύ αποφασισμένοι, πάντως”, παρατήρησε ο δεκαεννέας.
“Εκτέλεσε τις διαταγές σου”
“Μάλιστα κύριε”, είπε και απομακρύνθηκε.
Ο Μπλακ ξάπλωσε και κοιμήθηκε ήσυχα ως το πρωί.
Αίθριο
Κεφάλαιο 13ο

Οι ομάδα των πέντε, πια, επιζώντων περίμενε στην σειρά να έρθουν τα φορτηγά του στρατού για εκκένωση το επόμενο πρωί. Όλοι όσοι είχαν απομείνει στο κέντρο εκκένωσης του εμπορικού κέντρου Liberty στη Σαβάνα είχαν μαζευτεί στο χώρο μπροστά από τις γυάλινες πόρτες που οδηγούσαν προς τα έξω. Οι στρατιώτες με πλήρη αρματωσιά, οι ερευνητές με ότι μπόρεσαν να διασώσουν από τα πειράματα τους και οι πολίτες με ότι είχαν καταφέρει να κρατήσουν από τη δίνη της Πράσινης Γρίπης. Όλοι τους βασιζόταν αποκλειστικά σε εξωτερική βοήθεια.
Ο Νικ είχε ιδιαίτερα άσχημη διάθεση λόγω της αποτυχημένης χτεσινής προσπάθειας τους να αποδράσουν μόνοι τους. Και όταν είχε άσχημη διάθεση γινόταν πιο δυσάρεστος απ' ότι συνήθως.
“Αναρωτιέμαι πόσο ηλίθιοι ήμασταν για να πέσουμε στην μοναδική περίπολο που μπορούσε να υπάρχει!”, ξανάρχισε να λέει για πολλοστή φορά από τότε που ξύπνησε.
“Νικ, από χτές το βράδυ το μόνο που κάνεις είναι να γκρινιάζεις για ότι έγινε. Σκάσε και συμβιβάσου”, του είπε ο Κόουτς νευριασμένος.
“Θα γκρινιάζω όσο θέλω αφού είχα μαζί μου τέσσερα ζώα που μου απόσπασαν την προσοχή ακριβώς τη στιγμή που οι μπάσταρδοι οι φύλακες στράφηκαν προς τα εμάς. Δεν το πιστεύω πως κάναμε ακριβώς το κατάλληλο λάθος, ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για να πιαστούμε σα μαλάκες”
Κανείς μπήκε στον κόπο να απαντήσει.
“Δεν καταλαβαίνετε, νομίζω. Χάρη στη χτεσινή *κολοκύθι*, αναγκαζόμαστε τώρα να πάμε με την ΥΠΠΕΠ και αυτούς. ΔΕΝ γίνεται αυτό! Θα έφευγα ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, αν δεν ήταν αυτοί οι καριόληδες με τ' αυτόματα!”, ύψωσε στο τέλος τη φωνή του, τραβώντας ενοχλημένα βλέματα.
“Κόψε τώρα Νικ, ότι έγινε έγινε. Μη θες και να πάνε όλα όπως περιμένεις”, σχολίασε ο Έλλις.
Εκείνος τον αγνόησε.
“Το είχαμε αποφασίσει. Όλοι μαζί! Θα ξεφεύγαμε από αυτά τα σκατοσυστήματα και την αηδία του ιού! Αλλά όχι, δεν ήμαστε ούτε για το πιο απλό σχέδιο ικανοί. Κάναμε την κατάλληλη *κολοκύθι* την κατάλληλη στιγμή ώστε να παγιδευτούμε ΞΑΝΑ! Δεν είναι δυνατόν!”
“Πάλι τα ίδια θ' ακούμε...”, μουρμούρισε αγανακτισμένος ο Τζος.
“Ίσως να είναι καλύτερα έτσι, Νικ. Έτσι κι αλλιώς εσύ από την αρχή απεχθανόσουν κάθε βοήθεια”, παρατήρησε η Ροσέλ.
Ο Νικ την κοίταξε εχθρικά. Ιδιαίτερα καυστικές απάντησεις του ήρθαν στο μυαλό αλλά κρατήθηκε, τελευταία στιγμή. Αρκέστηκε σε άλλη μια δήλωση θυμού.
“Δεν καταλαβαίνετε πως η βοήθεια που προσφέρει η κάθε υπηρεσία ή αρχή είναι ΣΚΑΤΑ! Οι περισσότεροι νομίζουν πως βοηθάν την κοινωνία, τον άνθρωπο αλλά είναι μόνο τσιράκια των υψηλόβαθμων. Κάνουν ΕΝΑ καλό, το δείχνουν στα μέσα και κουκουλώνουν χίλιες ΜΑΛΑΚΙΕΣ! ΟΛΑ ΣΑΠΙΖΟΥΝ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΠΑΠΑΡΕΣ ΚΑΝΟΥΝ ΟΤΙ ΑΗΔΙΑ ΝΑ 'ΝΑΙ! ΚΑΙ ΝΑΙ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΠΟΥ ΦΑΝΗΚΕ ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΠΟΣΟ ΑΧΡΕΙΟΙ ΕΙΝΑΙ, ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΤΟΜΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΙΣΤΗ ΣΕ ΤΕΤΟΙΕΣ ΑΗΔΙΕΣ!”, ξεσπασε, κάνωντας κεφάλια να στραφούν από όλην την πλατεία.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ένας πεζοναύτης πλησίασε και του είπε επιθετικά.
“Σκάσε και πρόσεχε τι λες άλλη φορά”
“Να ψοφήσεις!”, ήταν η αυθόρμητη απάντηση του Νικ.
Ο πεζοναύτης νευρίασε άσχημα. Ίσως να έφταιγε η ένταση των ημερών, ίσως όλα τα περιφρονητικά σχόλια άκουγε για την ομάδα του τελευταία. Το θέμα ήταν όμως πώς τα είχε πάρει σαν τον Νικ.
Πέταξε το όπλο του και πλησίασε γρήγορα τον Νικ εξαγριώμενος. Ο Νικ για μια στιγμή ενστικτωδώς φοβήθηκε αλλά μετά όρθωσε το ανάστημα του. Ο άλλος τον έπιασε από τον άσπρο γιακά του ακριβού σακακιού του και πέταξε πίσω. Δοκίμασε να αντισταθεί αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά ενάντια σε έναν γυμνασμένο πεζοναύτη με βαρύ αλεφίσφαιρο γιλέκο πάνω του. Έπεσε κάτω και σύρθηκε λίγο στη λεία επιφάνεια. Χτύπησε την πλάτη του εκεί που την είχε χτυπήσει στη μάχη με τους μολυσμένου και οξύς πόνος τον διαπέρασε. Του ξέφυγε ένα ουρλιαχτό. Κοίταξε κατάματα τον άλλο και σκέφτηκε πόσο ηλίθιος ήταν, πόσο άθλια ήταν η ύπαρξη του. Τότε του πέρασε η ιδέα να βγάλει το πιστόλι του, που του είχε επιστραφεί για την έξοδο από το εμπορικό κέντρο, και να φυτέψει λίγες σφαίρες στη μούρη του πεζοναύτη.
Ο άλλος δεν φαινόταν να έχει τόσο έντονα συναισθήματα. Γύρισε και πήγε να φύγει.
Ο Νικ κατάφερε να συγκρατήσει το μίσος του αλλά όχι και το σαρκαστικό χιούμορ του.
“Τρέχα κι άλλο βλάκα”, είπε και είδε ευχαριστημένος τον άλλο να γυρνάει, “Όπως κάνει ο καθένας από σας μόλις δεν σας συμφέρει. Τράβα γλείψε λίγο ακόμα τον διοικητή σου...”
“Θα σου πω εγώ ποιόν δεν συμφέρει τι...”
Τότε όμως τα πράγματα αγρίεψαν. Ο πεζοναύτης όρμηξε καταπάνω του και ο Νικ κίνησε το χέρι του προς τη θήκη του πιστολιού. Δεν θα προλάβαινε, όμως.
Ευτυχώς μπήκαν στην μέση ο Έλλις, ο Κόουτς και άλλοι στρατιώτες για να τους χωρίσουν. Ο πεζοναύτης φώναζε εκτός εαυτού, απειλόντας και βλαστημόντας. Ο Νικ σηκώθηκε και τίναξε τα ρούχα του. Αρκέστηκε σε μια προσβλητική χειρονομία και ένα ειρωνικό χαμόγελο.
Οι δύο αντίπαλοι απομακρύνθηκαν και ο πεζοναύτης απείλησε μια τελευταία φορά πως θα τον σκοτώσει. Μόλις έφυγε εκτός οπτικού πεδίου, ο Νικ άρχισε να τρίβει την πλάτη του μορφάζοντας.
“Με γάμησε ο πούστης”
Οι άλλοι τον κοίταζαν απαυδισμένοι.
“Ξες πως το άξιζες αυτό”, είπε ο Κόουτς.
Όλοι συμφωνούσαν.
“Πφφ, άξιζε όμως. Έπρεπε να βλέπατε την έκφραση στη μούρη του στο τέλος”
“Έπρεπε να έβλεπες τη δικιά σου μούρη όταν κόντεψε να σε σπάσει στο ξύλο”
Κανείς δεν μίλησε.
“Μπορούσατε να σκοτωθείτε”, είπε η Ροσέλ.
“Μάλλον δεν έπρεπε να χάσω την ψυχραιμία μου. Φταίνε τα τελευταία γεγονότα”
Τους κοίταξε όλους και κατάλαβε πως δεν είχε νόημα να δικαιολογείται άλλο.
“Υποθέτω πως σας χρωστάω μια συγγνώμη, ε. Ορίστε σας τη δίνω. Δεν το ήθελα. Παρασύρθηκα και τα λοιπά”, δήλωσε με ένα τόνο ειρωνίας. “Η αλήθεια είναι πως αποφάσισα με την ωριμότητα πεντάχρονου. Βασικά, οκτάχρονου”, συμπλήρωσε.
“Τι μας λες τώρα, δεν το καταλάβαμε”, είπε ο Τζος.
“Πιστεύεις πως αυτό μπορεί να διορθώσει τη γνώμη που έχουμε για εσένα, τόσο καιρό;”, τον ρώτησε η Ροσέλ.
“Μα και βέβαια όχι. Αλλά τώρα νιώθω εγώ καλύτερα. Η συνείδηση μου ησύχασε, επιτέλους”, συνέχιε χωρίς να καταλαβαίνει κανείς αν κορόιδευε ή αν μιλούσε σοβαρά.
“Δεν γίνεσαι καθόλου ευχάριστος στους γύρω σου έτσι όπως μιλάς”
Ο Νικ απάντησε σοβαρός, αυτή τη φορά.
“Αν δεν με θέλετε, φεύγω εδώ και τώρα. Δεν θα έχω και τέσσερα άτομα να λάβω υπ' όψιν όταν ενεργώ. Αλλά δεν θα ξαναγυρίσω”
“Κανείς δεν θα φύγει. Τα οχήματα ήρθαν και θα φύγουμε όλοι μαζί από τη Σαβάνα, όπως όλοι μαζί τη διασχίσαμε”, είπε ο Κόουτς.
Η σωτηρία είχε φτάσει με τη μορφή δύο ερπυστριοφόρων και ενός τζιπ του στρατού. Σταμάτησαν μπροστά στις γυάλινες θύρες, περιμένοντας τους επιβάτες τους.
Αίθριο
Κεφάλαιο 14ο

Κι έτσι, οι τελευταίοι επιζώντες εγκατέλειψαν το επιβλητικό αίθριο του The Liberty. Τα οχήματα του στρατού χώρεσαν ίσα-ίσα όλους τους επιζώντες που τα είχαν παλέψει με σθένος ενάντια στη γρίπη ή απλώς είχαν σταθεί τυχεροί. Σε λίγα λεπτά, κανένας δεν κυκλοφορούσε στους σκοτεινούς διαδρόμους του εμπορικού κέντρου, εκτός από τους μολυσμένους.
Στους άδειους από ζωή δρομούς της Σαβάνας προπορευόταν τα δύο ερπυστριοφόρα, τα οποία παραμέριζαν διάφορα εμπόδια από το οδόστρωμα. Με την τεράστια ιπποδύναμη τους παραμέριζαν τα αμέτρητα παρτημένα αυτοκίνητα και διέλυαν τα λίγα οδοφράγματα. Στο τέλος ήταν το τζιπ με τα πιο σημαντικά άτομα της διοίκησης μέσα.
Τα βαριά πολλυβόλα βροντούσαν τακτικά, ρίχνοντας νεκρό όποιον μολυσμένο τολμούσε να πλησιάσει.
Οι πέντε επιζώντες ταξίδευαν όλοι μαζί, αμίλητοι στους στενούς χώρους των τεθωρακισμένων. Στον ίδιο χώρο ήταν και τρεις στρατιώτες μαζί με αρκετούς άλλους πολίτες. Κανείς δεν μπορούσε να πει τι επιφύλασε το μέλλον.
Ο Νικ πάντως ήταν ευχαριστημένος που δεν βρισκόταν στο ίδιο όχημα με εκείνον τον πεζοναύτη.
απ' οτι έχω εγκρίνει από το πρώτο επεισόδειο που μόλις διάβασα είναι τέλειο! θα συνεχίζω συνέχεια να το διαβάζω αλλά να συνεχίσεις και εσύ να το γράψεις!
Thanks, να ξες πάντως πως η καλή δράση αρχίζει μετά τα πρώτα κεφάλαια.

Ορίστε και το επόμενο μέρος, σε περίπτωση που τελειώσεις με τα άλλα.


ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Περιπλάνηση στην Επαρχία

Έξοδος
Κεφάλαιο 1ο

Καθώς ο ήλιος έδυε, τρεις μηχανικές φιγούρες διακρίνονταν στην περιφερειακή οδό. Τρία πολεμικά οχήματα κυκλοφορούσαν μοναχικά, έχοντας αφήσει πίσω μια νεκρή πολιτεία.
Χρειάστηκαν πολλές ώρες αργής περιπλάνησης στους δρόμους της Σαβάνας, πολλές ώρες αγωνίας όταν οι στρταιώτες εγκατέλειπαν την ασφάλεια των αρμάτων για να ανοίξουν το δρόμο, πολλές ώρες υπομονής και συνενόησης με το κέντρο επειχιρήσεων.
Όμως τελικά είχαν καταφέρει να φτάσουν στον περιφερειακό και να ανέβουν στην κορυφή των λόφων που κύκλωναν την πόλη από τα δυτικά. Στη τελευταία στάση που έγινε για ανεφοδιασμό καυσίμων σε ένα παρατημένο βενζινάδικο, ο Έλλις, ο Κόουτς και όσοι είχαν τη Σαβάνα σε μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά τους, βγήκαν έξω να ρίξουν μια τελευταία ματιά.
Έμοιαζε τόσο διαφορετική. Τόσο σκοτεινή, αν και ήταν ένα ζεστό απόγευμα του καλοκαιριού. Τόσο έρημη και παρατημένη. Όποια ζωή και αν είχε κάποτε εκείνο το αστικό κέντρο είχε χαθεί. Το φυσικό της μέρος είχε μείνει σχεδόν ακέραιο αλλά το άυλο κομμάτι της είχε ζημιωθεί ανεπανόρθωτα. Η Σαβάνα είχε χάσει την ψύχη της.
Και αυτό μπορούσε να το καταλάβει ο καθένας. Σε όλους προκαλούσε μια θλίψη. Ίσως γιατί οι πόλεις είναι τα πιο ισχυρά κέντρα της ανθρώπινης φυλής. Τσιμεντένια βασίλεια χτισμένα από ανθρώπους αποκλειστικά για τους ανθρώπους. Ο ιός της Πράσινης Γρίπης, πέρα από κάθε πρόβλεψη, εκδίωξε τους ανθρώπους από τα ίδια τα σπίτια τους. Κυριάρχησε και τους ανάγκασε να σκοτωθούν μεταξύ τους. Αν είχε αισθήματα, θα ήταν πιθανότατα πολύ ευχαριστημένος με τα κατορθώματα του.
Αλλά τα παραπάνω είναι γενικά συμπεράσματα. Για κάποιους η απώλεια ήταν πιο σοβαρή. Ο Κόουτς αναπόλησε τα εφηβικά του χρόνια, όταν άρχισε να κατεβαίνει στην πόλη με διάφορες παρέες από το προάστιο που κατοικούσε. Τους φίλους που έκανε, τις κοπέλες που γνώρισε, τα μέρη που σύχναζε και περνούσε την ώρα του. Την ομάδα που τον είχε δεχτεί και το γήπεδο στο οποίο έκανε προπονήσεις από μικρός. Το διαμέρισμα στο οποίο μετακόμισε όταν ενηλικιώθηκε. Τελικά ποτέ δεν είχε κααταλάβει την αγάπη κάποιων για τα πολύβουα αστικά κέντρα αλλά ένιωθε την γοητεία τους. Στεναχώρηθηκε που όλα αυτά είχαν χαθεί.
Ο Έλλις από την άλλη, γέννημα θρέμα της Σαβάνας, έβλεπε την καταστροφή της ζωής όπως την ήξερε ως τότε. Όλα όσα ήθελε να κάνει εκεί έγιναν αδύνατα. Μπορούσε να πάει και αλλού να σπουδάσει, να δουλέψει, να ταξιδέψει αλλά πάντα ήθελε να ξαναγυρίσει στο πραγματικό του σπίτι. Ότι κι αν έκανε πίστευε πως θα κατέληγε στην Σαβάνα με τους ανθρώπους που εκτιμούσε και αγαπούσε.
Ένας άλλος τύπος, άσχετος με την ιστορία των επιζώντων αλλά όχι με τη Σαβάνα, σκεφτόταν την εταιρεία την οποία είχε ανοίξει δεκαετίες πριν. Έδωσε τόσο πολύ από τη ζωή του σε 'κείνη την επιχείρηση. Υποστηρίζοντας ενεργά την οικονομία και τη ζωή της πόλης, ένιωθε πως οι κόποι του είχαν πάει στράφι. Πουθενά αλλού δεν θα γινόταν να ξανακάνει το ίδιο. Πόσοι άλλοι άνθρωποι άραγε είχαν νιώσει πως οι κόποι μιας ζωής είχαν πάει στράφι λόγω της επιδημίας σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ένα δυνατό αίσθημα απελπισίας κυριάρχησε τον Τζος. Αν τα πράγματα έμοιαζαν τόσο άσχημα εκεί, πώς ήταν στο Φέιρφιλντ; Ήταν δυνατόν να επιβιώσει κάποιος; Τόσα πολλά αφημένα σε μια τύχη στην οποία δεν είχε εμπιστοσύνη. Δεν ήλπιζε και πολύ αλλά σίγουρα δεν θα άντεχε να αποδεχτεί μια πιθανή πραγματικότητα. Δεν ήξερε τι θα έκανε αν δεν είχε επιβιώσει ο φίλος του.
Τα τεθωρακισμένα ξεδίψασαν και όλοι ξαναμπήκαν μέσα τους. Κατηφόρισαν προσεκτικά τους λόφους κάτω από τον κατακόκκινο ήλιο. Σταδιακά η πολιτεία της Σαβάνας χάθηκε πίσω από τους λόφους.
'Εξοδος
Κεφάλαιο 2ο

Καθώς η ώρα περνούσε, ο Έλλις είχε βαρεθεί θανάσιμα μέσα στον περιορισμένο χώρο των στρατιωτικών οχημάτων. Δεν είχε και κάποιον για να μιλήσει. Ο Νικ φαινόταν ακόμα κακοδιάθετος, ο Κόουτς με την Ροσέλ συζητούσαν ασταμάτητα διάφορα βαρετά θέματα. Από την άλλη ο Τζος είχε καταφέρει να κοιμηθεί παρά το μουγκρητό των μηχανών και τις αναταράξεις. Κι έτσι οι ώρες έμοιαζαν να περνάν βασανιστικά αργά.
Αλλά τελικά δεν ήταν ο μόνος που δυσανασχετούσε. Έξω είχε πια σκοτεινιάσει και ακόμα κανείς δεν τους είχε ενημερώσει για το πότε θα έφταναν στον προορισμό του. Δεν ήξεραν καν ποιός ήταν ο προορισμός τους.
Το αίσθημα πως ήταν εν κίνηση έκανε τουλάχιστον την αναμονή υποφερτή. Τουλάχιστον προχωρούσαν. Για πόσο ακόμα, όμως; Είχαν απομακρυνθεί αρκετά από τη Σαβάνα.
Η αυξανόμενη φασαρία έκανε τον Τζος να ανασηκώσει το κεφάλι του νυστάλεα. Κοίταξε γύρω του κάπως ξαφνιασμένος και ρώτησε:
“Φτάσαμε;”
“Όχι ακόμα. Πως και ξύπνησες;”, είπε ο Έλλις.
“Πρέπει να βράδιασε. Αρκετά κοιμήθηκα. Γιατί όμως όλη αυτή η φασαρία;”
“Επειδή μπουχτίσαμε όλοι σε αυτόν τον τενεκέ”, του απάντησε ο Νικ.
Ένας από τους στρατιώτες στην πίσω πόρτα τους είπε να πάψουν να γκρινιάζουν χωρίς πολύ όρεξη.
“Ε, τι θα γίνει, ταξιδεύουμε τόσες ώρες!”, διαμρτυρήθηκε μια μεσόκοπη γυναίκα.
“Υπομονή, οι δρόμοι δεν είναι και στην καλύτερη κατάσταση”, αποκρίθηκε εκείνος.
“Που πάμε;”, ρώτησε ο Κόουτς.
“Σε ένα στρατόπεδο κοντά στα σύνορα της πολιτείας. Θελούμε να κρατήσουμε αποστάση ασφάλειας από την Σαβάνα”
Ο στρατιώτης όμως ήξερε πολύ καλά πως ούτε η επαρχία ήταν ασφαλές.
Με παρόμοιο τρόπο συνεχίστηκαν οι γκρίνιες και τα παράπονα των επιβατών.
Καθώς συνέβεναν όλα αυτά, κανείς δεν πρόσεξε μια αλλαγή στον χοντρό τύπο ο οποίος καθόταν κοντά στην πίσω πόρτα. Αυτή η αλλαγή συνέβαινε μέρες τώρα αλλά κανείς δεν έτυχε να το παρατηρήσει. Τα έφερε έτσι η τύχη ώστε ο χοντρός τύπος να επιζήσει χωρίς κανέναν φίλο ή συγγενή για να νοιαστεί. Κανέις δεν του είχε δώσει σημασία εώς τότε.
Πολλοί τον θεωρούσαν ηλίθιο, αντικοινωνικό και γενικώς τον περιφρονούσαν. Κανείς από όλους αυτούς τους πολιτισμένους, μορφωμένους πολίτες του 21ου αιώνα δεν αναρωτήθηκε τα αίτια της συμπεριφοράς του. Κανείς δεν κατάλαβε την κρυφή του πάλη με τον ιό της Πράσινης Γρίπης. Κανείς δεν είχε καταλάβει τον τρόμο εκείνου του μολυσμένου μήπως τον ανακαλύψουν. Τελικά, η αδιαφορία του πλήθους στράφηκε εναντία στους ίδιους.
Ο χοντρός τύπος κατέρευσε στο μετταλικό πάτωμα και έβγαλε μια ακατανόητη, υγρή κραυγή. Αυτοί που καθόταν κοντά του ούρλιαξαν τρομαγμένοι και πετάχτηκαν μακριά. Τα βλέμματα καρφώθηκαν πάνω του. Ξάφνικά, όλα έμοιαζαν ξεκάθαρα. Το δέρμα του ήταν σίγουρα πιο χλωμό και γυαλιστερό απ' ότι θα έπρεπε. Όταν γύρισε να κοιτάξει τρομοκρατημένος τους υπόλοιπους, τα μάτια του έκρυβαν μια κίτρινη λάμψη μέσα τους. Τον παράτηρούσαν με τα μάτια ορθάνοιχτα από τη δυσάρεστη έκπληξη.
“Μολυσμένος!”, φώναξε κάποιος.
Τότε ξέσπασε η ταραχή. Εκείνος ξαναέβγαλε έναν απαίσιο ήχο και άπλωσε το χέρι του προς τους άλλους.
“Θα επιτεθεί!”, ούρλιαξε μια γυναίκα.
Μέσα στον μικρό χώρο των επιβατών όλοι θέλησαν να απομακρυνθούν από αυτόν τον άνθρωπο που άλλαζε μπροστά στα μάτια τους. Πριν περάσει πολύ ώρα, όλοι είχαν στριμωχτεί στο μπροστά μέρος, εκεί που καθόταν οι πέντε επιζώντες. Ο Τζος καθώς δοκίμασε να σηκωθεί κάποιος τον έριξε κάτω. Απρόσμενα γρήγορα, ένιωσε την πίεση από πάνω του να αυξάνεται και πανικοβλήθηκε. Θα τον ποδοπατούσαν.
Ο Κόουτς που πρόσεξε τι συνέβη άπλωσε το χέρι του για να πιασει τον Τζος. Χρησιμοποιώντας όλη την δυναμή του, που δεν ήταν καθόλου μικρή, έβαλε αντίσταση στο πλήθος με τον ώμο του και κατάφερε να βγάλει τον σύντροφο του σώο και αβλαβή
Εντωμεταξύ, ένας στρατιώτης φώναξε πως είχαν έναν μολυσμένο στο όχημα. Αμέσως οι ερπύστριες ακινητοποιήθηκαν και η πόρτα δίπλα από τον χοντρό που έτρεμε γονατιστός άνοιξε.
“Πετάξτε το έξω, ΤΩΡΑ!”, φώναξε ο στρατιώτης.
Δεν χρειάστηκε άλλη παρότρυνση. Τρεις άλλοι μισθοφόροι τον πλησίασαν. Εκείνος τους είδε και έβγαλε μια βεβιασμένη κραυγή. Τον έσπρωξαν βιαία και κύλησε έξω, στην ζεστή άσφαλτο. Έβγαζε κάποιους ήχους, σχεδόν μιλούσε.
Θα έλεγε κανείς πως παρακαλούσε.
Οι προβολείς του τζιπ από πίσω τους φώτιζαν το σκηνικό. Ο μολυσμένος προσπάθησε να ξανασυρθεί μέσα. Στρατιώτες τον απώθησαν με μίσος.
Ο λοχίας Μπλακ βγήκε από το τζιπάκι του στρατού με το πιστόλι στο χέρι. Πλησίασε βιαστικά.
“Γαμημένο πράμα”, μουρμούρισε οργισμένος.
Ο μολυσμένος γύρισε προς το μέρος του και προσπάθησε να απλώσει ικευτικά το χέρι του. Ένα δυνατό χτύπημα τον έκανε να πέσει ανάσκελα στον δρόμο. Πράσινο ύγρο εκσεφονδίστηκε από το στόμα του και πυχτό πύον κυλούσε από διάφορα τεράστια εξανθήματα στο σώμα του. Το μόνο που έβγαινε από το στόμα του ήταν εμετικοί ήχοι.
Ο Μπλακ έγειρε από πάνω του και σημάδεψε με το πιστόλι του. Τα μάτια τους συναντήθηκαν. Ο χοντρός τύπος προσπαθούσε ακόμα να εκφράσει ότι δεν είχε καταφέρει να πει με το στόμα του. Τα μάτια του ικέτευαν για έλεος. Το οποίο όμως δεν είχε θέση στα γεμάτα ψυχρή αποφασιστηκότητα μάτια του λοχία.
Πάτησε τη σκανδάλη ακριβώς όσες φορές χρειάστηκε για να αδειάσει τον γεμιστήρα του όπλου. Σκούρο, βρώμικο αίμα και πράσινη γλίτσα πεταγόταν σε κάθε πυροβολισμό.
Ο μολυσμένος κοιτόταν νεκρός στο δρόμο.
Ο επικεφαλής της αποστολής πέταξε τον άδειο γεμιστήρα κάτω και φρόντισε να ξαναγεμίσει το όπλο του. Αφού το ασφάλισε, το ξανατοποθέτησε στη θήκη του.
Όλοι μπήκαν σιωπηλοί μέσα στα τεθωρακισμένα και οι πόρτες έκλεισαν. Παρέκαμψαν αδιάφορα το μεγάλο πτώμα, συνεχίζοντας την πορεία τους μέσα στη νύχτα.
Έξοδος
Κεφάλαιο 3ο

Ο μισθοφόρος με τον οποίο είχε αρπαχτεί ο Νικ, ονόματι Κλαρκ, ήταν σε επιφυλακή στο βαρύ πολλυβόλο ενός άρματος. Δεν του άρεσε η εξέλιξη των πραγμάτων. Είχαν καθυστερήσει ώρες ολόκληρες λόγω των μπουκωμένων οδικών αρτηριών και πιθανότατα θα έκαναν άλλη μια παράκαμψη. Επίσης το συμβάν με εκείνον τον μολυσμένο προκάλεσε ανησυχίες. Πόσοι ακόμα είχαν μολυνθεί ήδη και δεν το ήξεραν; Τι άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις τους περίμεναν;
Εκτός από αυτά, είχε σκοτεινιάσει εντελώς. Τα δυνατά φώτα πορείας των οχημάτων δεν αρκούσαν για να φωτίσουν όλες τις σκοτεινές γωνίες. Κανείς δεν μπορούσε να πει τι τριγυρνούσε γύρω από το υπερυψωμένο οδόστρωμα της εθνικής.
Το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα. Το μονότονο μουγκρητό των μηχανών και ο θόρυβος των ερπυστριών έσπαγαν τη σιωπή.
“Μια γέφυρα μπροστά μας κατέρευσε λόγω σιδηροδρομικού ατυχήματος. Πρέπει να περάσουμε μέσα από μια κωμόπολη για να συνεχίσουμε. Να είσαι σε επιφυλακή καθώς οι ΠΜ είναι ιδιαίτερα δυνατοί και στα αστικά περιβάλλοντα” ακούστηκε από τη συσκευή ενδοεπικοινωνίας.
“Ελήφθη. Απέχουμε πολύ ακόμα από τον τελικό προορισμό μας;”, ρώτησε εκείνος.
“Μετά την κωμόπολη θα μας χωρίζουν μόνο δώδεκα χιλιόμετρα από τη βάση. Κουράγιο στρατιώτη”
Η τελευταία παράκαμψη. Αν περνούσαν και από εκεί σώοι, θα τα είχαν καταφέρει.
Έστριψαν δεξιά και κατέβηκαν σε έναν μικρότερο επαρχιακό δρόμο. Τον ακολούθησαν ώσπου έφτασαν στην όχθη μιας λίμνης. Συνέχισαν γύρω της χωρίς να συμβεί τίποτε συγκλονιστικό.
Τότε φάνηκε η κωμόπολη του Νόρθφιλντ μπροστά τους. Τα περισσότερα ηλεκτρικά φώτα της δούλευαν ακόμη και φώτιζαν τα σκούρα σύννεφα από πάνω. Μόνο αυτό το ίχνος πολιτισμού είχε απομείνει στην άλλοτε ακμάζουσα κωμόπολη.
Όσο πιο πολύ πλησίαζαν, τόσο πιο αισθητή γινόταν η καταστροφή. Ένα άδειο αυτοκίνητο παρατημένο στην άκρη του δρόμου. Μια νταλίκα μπαταρισμένη σε ένα αγρό. Πτώματα σε διάφορους βαθμούς αποσύνθεσης τριγύρω.
Οι μολυσμένοι δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνιση τους. Απαίσιοι περιπλανώμενοι, τριγυρνούσαν άσκοπα μέσα στα χαλάσματα του πολίτισμου. Χωρίς κανένα ίχνος της πρώην ζωής τους, περίμεναν υπομονετικά το επόμενο θύμα τους ή αυτόν που τελικά θα τους λύτρωνε. Έμοιαζαν τόσο εκτός τόπου, τόσο χαμένοι μέσα στην νύχτα. Βλέποντας τους κάποιος άσχετος σίγουρα θα αήδιαζε από την απαίσια παρουσία τους. Όμως κανένας δεν θα μπορούσε να καταλάβει τους σκοπούς τους.
Δεν ήταν πολλοί σε εκείνο το σημείο και δεν αντέδρασαν με ενθουσιασμό στην παρουσία των οχημάτων. Μάλλον ενοχλημένοι έμοιαζαν, λες και κάποιος τους ξυπνούσε πολύ νωρίς. Κάποιοι αδιαφόρησαν πλήρως.
Οι διαταγές του στρατιώτη ήταν ξεκάθαρες. Ότι μολυσμένο συναντούσαν, το καθάριζαν. Ο λοχίας του είχε δώσει το παράδειγμα λίγη ώρα πριν. Αδιάφορα έστρεψε το πολλυβόλο του άρματος εναντίον τους και πυροβόλησε.
Το ίδιο έκανα και οι άλλοι δύο συνάδελφοι του που επάνδρωναν τα όπλα των άλλων οχημάτων. Οι μολυσμένοι απλά διαλύθηκαν από τα μεγάλα διαμετρήματος πυρομαχικά. Καθώς τα άρματα προχωρούσαν αργά, όλο και περισσότεροι έπεφταν κομματιασμένοι κάτω, χωρίς καν να έχουν ξυπνήσει από το λήθαργο τους. Άλλοι απλώς περπατούσαν μπροστά από τα τεθωρακισμένα και γινόταν λιώμα κάτω από τις ατσάλινες ερπύστριες, βγάζοντας φρικτούς ήχους. Το θέαμα ήταν μακάβριο. Η όλη πραγματικότητα της Πράσινης Γρίπης ήταν.
Δυστυχώς όμως δεν γινόταν πάντα έτσι. Οι μολυσμένοι δεν ήταν πάντα τόσο παθητικοί. Ο ίδιος είχε πολεμήσει εναντία στις τρομακτικές ορδές τους στο εμπορικό κέντρο και ήξερε πως μπορούσαν εύκολα να σπάσουν κάθε σχηματισμό και να πνίξουν κάθε αντίσταση. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Εκτός από αυτά τα παθητικά πλάσματα υπήρχαν και οι μετταλαγμένοι. Ειδικούς Μολυσμένους τους αποκαλούσαν. Αυτοί οι μετταλαγμένοι ήταν πάντα ξύπνιοι. Είχαν μια πραγματικά σατανική εξυπνάδα ώστε να χτυπάνε πάντα τη χειρότερη στιγμή. Μόνο που τους έβλεπε κανείς, έτρεμε.
Συνέχιζε να θερίζει μεθοδικά τους λίγους μολυσμένους που τριγυρνούσαν. Τότε θυμήθηκε τις ιστορίες που είχε ακούσει για τους μετταλαγμένους. Ήξερε πως υπήρχαν κάποια ψηλά τέρατα που μπορούσαν να σε τραβήξουν με την φρικιαστικιά μακριά γλώσσα τους. Είχε ακούσει για κάτι άλλα πλάσματα που έφτυναν χημικά και χοντρούς που ξερνούσαν και τραβούσαν μια ασταμάτητη ορδή πάνω σου. Είχε τρομοκρατηθεί από έναν εφιαλτικό κουκουλοφόρο που έριξε κάτω έναν στρατιώτη και κόντεψε να τον ξεκοιλιάσει σε λίγα δευτερόλεπτα. Τέτοια πράματα και χειρότερα καραδοκούσαν στις σκιές των μολυσμένων περιοχών.
Στη σκέψη αυτή στράφηκε ανήσυχος στα σκοτεινά χωράφια δίπλα τους. Δεν αντίκρυσε τίποτα αλλά ήταν σίγουρος πως περίμεναν την ευκαιρία. Ξαφνικά φοβήθηκε που ήταν μόνος, στον πύργο του άρματος, εκτεθειμένος σε αυτά τα απαίσια τέρατα. Όλοι οι άλλοι ήταν ασφαλισμένοι πίσω από την θωράκιση ενώ αυτός έπρεπε να κάθεται έξω για να σκοτώνει τα τέρατα.
Η εκπαίδευση τους ως στρατιώτης του απαγόρεψε να δειλιάσει. Αυτό ήταν το καθήκον του και έπρεπε να το ολοκληρώσει. Κράτησε το φόβο του για τον εαυτό του και συνέχισε να πυροβολεί μολυσμένους.
Το κονβόι έφτασε κοντά στην είσοδο της πόλης. Υπήρχε ένα κατεστραμμένο, μισοκαμένο μπλόκο από περιπολικά και τζιπάκια της αστυνομίας μαζί με αρκετά πτώματα ανθρώπων. Πρέπει να είχε γίνει κάποια σύγκρουση με τις αρχές. Οι μολυσμένοι δεν πετούσαν μολότωφ. Ούτε νοιάζονταν για την ζωή τους.
Το προσπέρασαν και συνέχισαν. Ανάμεσα στα πρώτα κτίρια του Νορθφιλντ είχε στηθεί ένα αγκαθωτό συρματόπλεγμα που απαγόρευε την είσοδο και την έξοδο. Πινακίδες προειδοποιούσαν όσους μπορούσαν να τις διαβάσουν.
Πίσω στο τζιπ, ο λοχίας Μπλακ είχε αγανακτήσει και δεν ήταν ο μόνος. Όλο και περισσότερες καθυστερήσεις και εμπόδια εμφανίζονταν στον δρόμο τους. Σε λίγο θα αναγκάζονταν να φτάσουν μέσω Αυστραλίας στον προορισμό τους. Μετά από μια σύντομη συννενόηση με τον ανώτερο του στη βάση και τους οδηγούς έδωσε τη διαταγή του μέσω ασυρμάτου.
“Από εδώ και πέρα δεν σταματάμε για τίποτα. Επιταχύνετε και διαλύσετε ότι εμπόδιο συναντήσετε”
Κι έτσι οι τεράστιες μηχανές ανέβασαν στροφές, προοθώντας τα τεθωρακισμένα με ασταμάτητη ορμή. Τσάκισαν το συρματόπλεγμα και κινήθηκαν γοργά μέσα στις οδούς της κωμόπολης.
Έξοδος
Κεφάλαιο 4ο

Μέσα στους χώρους των επιβατών, ελάχιστα έγιναν αντιληπτά. Το μόνο που ένιωσαν αυτοί ήταν μια αύξηση ταχύτητας και το μόνο που ακουγόταν, πέρα από τον θόρυβο των κινητήρων, ήταν οι ριπές των πολλυβόλων. Οι οδηγοί συμβούλεψαν όποιον δεν ήθελε να γνωρίσει το πάτωμα από πολύ κοντά να βάλει ζώνη.
Από εκείνο το σημείο και μετά το ταξίδι έγινε πολύ πιο δυσάρεστο.
Τα άρματα αναγκαζόταν συχνά να αλλάζουν πορεία ή να σταματάνε. Αυτό είναι ενοχλητικό σε οποιοδήποτε όχημα αλλά στα τεθωρακισμένα του στρατού τα πράγματα είναι χειρότερα. Οι μεγάλες ερπύστριες τους προσφέρουν τεράστια πρόσφυση. Αυτό, σε συνδιασμό με την στεγνή άσφαλτο, έκαναν κάθε αλλαγή στην ταχύτητα ακαριαία. Σταματούσαν απότομα, έστριβαν και ξαναξεκινούσαν βιαία, όλα αυτά μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Επίσης οι αναρτήσεις, που σίγουρα δεν είχαν σχεδιαστεί με προτεραιότητα την άνεση, δεν έκαναν τα πράγματα καλύτερα.
Όλα τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα να πέσει ένα κύμα κακοδιαθεσίας στους επιβάτες. Και η κακοδιαθεσία γρήγορα μετατράπηκε σε πλήρη δυσφορία. Μέσα στον στενό χώρο όλοι είχαν ζαλιστεί και μπουχτίσει. Ήθελαν να κάνουν ένα διάλειμμα, να βγούνε έξω από την θωρακισμένη κονσέρβα τους και να αναπνεύσουν λίγο καθαρό αέρα. Κάθε φορά που το όχημα κοκάλωνε και ξαναεπιτάχυνε, κάνωντας τους να πετάγωνται μπρος-πίσω, ο πονοκέφαλος χειροτέρευε.
Οι οδηγοί δεν ήταν σε καθόλου καλύτερη κατάσταση. Μπορεί να είχαν μια πιο αναπαυτική θέση από κάτω τους αλλά είχαν ιδρώσει από την προσπάθεια. Η οδήγηση των αρμάτων δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση. Ακόμα και η βαρύτερη νταλίκα ήταν πιο φιλική στην οδήγηση από ότι εκείνες οι πολεμικές μηχανές. Έπρεπε να χειριστούν σωστά τους χιλιάδες ίππους της μηχανής και τους τόνους μάζας αλλιώς το όχημα θα έβγαινε εκτός ελέγχου. Μπορεί κάποιος να πει πως δεν υπάρχει πρόβλημα, αφού οι αναλογίες είναι πάντα ίδιες. Στο ποδήλατο έχεις μικρή μάζα άρα χρησιμοποιείς μικρή δύναμη για να το κουμαντάρεις. Στο άρμα έχεις τεράστια μάζα άρα και τεράστια δύναμη. Όμως στο άρμα δεν μπορείς να βάλεις το πόδι σου για να μην πέσεις.
Ακόμα και έτσι όμως οι χειριστές δεν θα είχαν πρόβλημα αν δεν υπήρχε η ανάγκη για ταχύτητα. Μπορεί ο Μπλακ να είχε δώσει τη διαταγή αλλά όλοι ήξεραν ότι τα χρονικά όρια στένευαν. Είχε νυχτώσει και κάθε λεπτό που περνούσε, ο ιός εξαπλωνόταν παραπέρα. Ατυχήματα συνέβαιναν, πόλεις μολύνονταν. Οι μολσυμένοι ενώνονταν εναντίον των ανθρώπων. Κι εκείνοι είχαν μείνει πραγματικά πίσω, είχαν βγει εκτός προγράμματος και μπορεί να μην ξαναέβγαιναν από τις μολυσμένες περιοχές.
Καθώς τα τεθωρακισμένα ελίσσονταν στις οδούς της κωμόπολης οι οδηγοί έδιναν τα δυνατά τους για να κρατήσουν τα άρματα στην πορεία τους με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα. Βλασφημούσαν κάθε φορά που ένα εμπόδιο τους ανάγκαζε να σταματάνε, αναστέναζαν κάθε φορά που προσπερνούσαν μια παγίδα με ασφάλεια.
Στο τζιπ, ο Ντάνιελ Άντερσον, απεσταλμένος από την Ουάσινγκτον και παραγκωνισμένος διοικητής επιχειρήσεων στο εμπορικό κέντρο The Liberty, σκεφτόταν πόσο λάθος έκανε τελικά όταν αποφάσισε να μπλεχετεί σε όλα αυτά. Γιατί δεν ακολούθησε το παράδειγμα όλων και χώθηκε στη μέση της καταστροφής; Παρηγορήθηκε με το γεγονός πως αν επιζούσε θα μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του ήρωα.
Οι σκεψείς του λοχία Μπλακ ήταν διαφορετικές. Τον βασάνιζε ένα άσχημο προαίσθημα για την εξέλιξη της πορείας τους. Ήταν σαν κάποιος έβαζε συνεχώς εμπόδια για να τους βασανίσει. Σαν να τους καθυστερούσε κάτι για να ετοιμάσει μια μεγάλη έκπληξη. Σίγουρα όχι ευχάριστη. Ήθελε να ελπίζει πως θα άφηναν πίσω το Νορθφιλντ και θα διέσχιζαν τα τελευταία χιλιόμετρα που τους χώριζαν από τη στρατιωτική βάση. Είχε λόγους να το ελπίζει. Στο κάτω-κάτω ήταν μια ολόκληρη στρατιωτική φάλαγγα. Κάτι μέσα του όμως του έλεγε πως κάτι περίμενε να πάει τελείως στραβά.
Από την άλλη, για τους τρεις οπλίτες στα πολλυβόλα η κατάσταση ήταν διαφορετική. Δεν χρειαζόταν να σκεφτούνε τίποτα. Οι μολυσμένοι έτρεχαν σαν δαιμονισμένοι και προσπαθούσαν να κυκλώσουν τα τρία οχήματα. Κάθε φορά που έκοβαν ταχύτητα για να στρίψουν οι μολυσμένοι έβρισκαν ευκαιρεία και πλησίαζαν. Είχαν αδειάσει ήδη αμέτρητες σφαίρες, είχαν μετρήσει άπειρους μολυσμένους να πέφτουν νεκροί και δεν έμοιαζαν να τελειώνουν.
Εκείνοι είχαν καταλάβει πραγματικά το πρόβλημα. Όσο προχωρούσαν προς το κέντρο, οι μολσυμένοι πύκνωναν. Αλλά απλώς τους κυνηγούασν, για την ώρα. Σαν να έστελναν λίγους για αναγνώριση πριν κάνουν την κίνηση τους. Ακόμα δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος.
Ο Κλαρκ παρατηρούσε τους άδειους κάλυκες να πετάγωνται πλάγια από το άρμα καθώς θέριζε μια ομάδα που πετάχτηκε από ένα καφέ. Τους έβλεπε να διαλύονται πριν καν σκεφτούν να πλησιάσουν και αναρωτήθηκε γιατί το έκαναν. Τζάμπα σφαγιάζονταν. Έλεος δεν πρόκειται να έδειχνε. Δεν είχε καμία αμφιβολία πως αν μπορούσαν, θα τον ξέσκιζαν. Ήταν απλώς ή αυτοί ή εμείς.
Για άλλη μια φορά το τεθωρακισμένο ακινητοποιήθηκε ξαφνικά για να αλλάξει πορεία. Τότε με την άκρη του ματιού του παρατήρησε μια ψηλή απαίσια φιγούρα σε ένα παράθυρο του δεύτερου ορόφου στο κτίριο δίπλα του. Προσπάθησε γρήγορα να στρέψει το όπλο του προς τα εκεί. Επειδή όμως εκείνο ήταν στερεωμένο πάνω στο άρμα, καθώς εκείνο έστριβε, γυρνούσε αντίθετα απ' ότι ήθελε. Τη στιγμή που το στόχαστρο έδειχνε τον μετταλαγμένο, ο Κλαρκ κατάλαβε πως και ο αντίπαλος του ήταν στραμμένος επίσης προς το μέρος του, έτοιμος να χτυπήσει. Πάτησε τη σκανδάλη.
Τότε όμως το όχημα επιτάχυνε σχεδόν ακαριαία, γέρνωντας λίγο προς τα πίσω. Το πολλυβόλο εκπυρσοκρότησε, έχοντας σχεδόν χάσει το στόχο του. Οι σφαίρες των 12,7 χιλιοστών διαπέρασαν τον τοίχο και πέτυχαν τον μολυσμένο στο πόδι. Πρασινωπός καπνός φάνηκε από το παράθυρο και μια πνιχτή κραυγή ακούστηκε.
Όταν ο πυροβολητής σήκωσε το μάτια του από το στόχαστρο ανακάλυψε ότι ίσως να ήταν καλύτερα που το άρμα ξεκίνησε. Εκεί που βρισκόταν ο ίδιος λίγες στιγμές πριν, κρεμόταν μια γλοιώδη, γκρίζα γλώσσα. Κατέληγε στο σκοτεινό παράθυρο στο οποίο ρέμβαζε εκείνο το τέρας. Καπνιστές τα αποκαλούσαν, λόγω του ανεξήγητου πρασινωπού καπνού που έβγαζαν.
Ο Καπνιστής από τη μεριά του όμως δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Για κάποιο περίεργο λόγο οι μολυσμένοι όταν αποτύχαιναν την πρώτη φορά συνέχιζαν, μέχρι το θύμα τους ή οι ίδιοι να έπεφταν νεκροί.
Τα τρία στρατιωτικά οχήματα απομακρύνθηκαν από εκείνο το σημείο. Καθώς ο Κλαρκ τα προστάτευε από τις όλο και πιο δυνατές ορδές, ορκίστηκε πως αν ξανασυναντούσε εκείνον τον μετταλαγμένο θα αποτελείωνε τη δουλειά.
Έξοδος
Κεφάλαιο 5ο

Και κάπως έτσι έφτασαν όλοι όσοι είχαν επιζήσει από τη Σαβάνα στο κέντρο του Νορθφιλντ. Θα μπορούσε να πει κανείς πως τα πράγματα εκεί ήταν χειρότερα απ' ότι στην πόλη.
Η Σαβάνα ήταν μια μεγαλούπολη. Ο ίος μπορεί να ήταν παντοδύναμος αλλά ακόμα και έτσι δεν μπόρεσε να συντρίψει την πολιτεία εκείνη με μιας. Από συνοικία σε συνοικία, άπλωσε τα πλοκάμια του παντού και χτύπησε ξαφνικά. Η ΥΠΠΕΠ έκανε το έργο του πιο δύσκολο αλλά δεν κατάφερε να αποτρέψει το μοιραίο. Σταδιακά η πόλη έπεσε στο έλεος των μολυσμένων, το οποίο ουσιαστικά δεν υπήρχε. Εβδομάδες αργότερα από την πρώτη μόλυνση οι τελευταίοι ζωντανοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να διαφύγουν με την βοήθεια του στρατού.
Από την άλλη το Νορθφιλντ ήταν απλώς μια ακμάζουσα, παραλίμνια κωμόπολη. Με πληθυσμό 25 χιλιάδων κατοίκων και αόριστες προφυλάξεις εναντίον του ιού, εκείνος δεν δυσκολεύτηκε. Επειδικνύοντας την υπεροχή του, εξαπλώθηκε σε λίγες μέρες και όταν οι άνθρωποι άρχισαν να αλλάζουν, κανένας δεν το περίμενε. Σε μια μέρα όλα χάθηκαν. Από την περιφέρεια ως το κέντρο, κυκλοφορούσαν άγριοι μολυσμένοι. Τίποτα δεν ήταν ασφαλές. Το χαρακτηριστικό χάος της Πράσινης γρίπης ακολούθησε.
Στην κεντρική πλατεία, στην οποία μόλις είχε φτάσει η φάλαγγα, είχαν συγκεντρωθεί όλοι όσοι νόμιζαν πως μπορούσαν να αντισταθούν. Κατάφεραν να οργανώσουν κάτι σαν κέντρο διάσωσης και να το κάνουν να δουλέψει. Δυστυχώς, η ασθένεια ήταν ήδη μέσα στον κλοιό τους. Εσωτερικά προβλήματα σε συνδιασμό με ασταμάτητες πιέσεις από τους μολυσμένους διέλυσαν την οργάνωση και έτρεψαν τους επιζώντες σε άτακτη φυγή. Λίγοι κατάφεραν να ταμπουρωθούν και να προβάλουν μια κάποια ανώφελη αντίσταση. Σιγά-σιγά ακόμα και οι τελευταίοι ηρωικοί αγωνιστές έπεσαν νεκροί κάτω από τα νύχια των μολυσμένων.
Έτσι όταν το πρώτο ερπυστριοφόρο πέρασε πάνω από ένα περιπολικό, που κάποτε φρουρούσε την περίμετρο, κανείς δεν φώναξε για βοήθεια. Τη στιγμή που το τζιπάκι παραμέριζε τα ήδη ξεχαρβαλωμένα απομεινάρια ενός οδοφράγματος κανένα επιφώνημα χαράς δεν ακούστηκε. Όση ώρα οι στρατιώτες θέριζαν μανιωδώς τους επιτιθώμενους μολυσμένους κανένας δεν μπόρεσε να βγει και να τους βοηθήσει.
Το μόνο που είχε απομείνει ήταν ένα ρημαγμένο κέντρο εκκένωσης, άδεια πρόχειρα καταφύγια και οπλισμένα πτώματα γύρω το μνημείο της κεντρικής πλατείας. Και μολυσμένοι. Αμέτρητες ορδές μολυσμένων που κινητοποιούνταν ενάντια στη νέα παρουσία υπό το φως του φεγγαριού.
Pages: 1 2 3 4
Reference URL's