Legendary Pokémon

Full Version: -Between-
You're currently viewing a stripped down version of our content. View the full version with proper formatting.
Pages: 1 2 3 4
Δεν καταλαβαίνω τι θες να μου πεις... Έχεις δει κάτι που σε παραπέμπει στο Kingdom Hearts, το Code Geass ή το Bleach; Και δε λέω κάτι γενικό, αλλά κάτι συγκεκριμένο που το έχουν μόνο αυτά.

Edit: Και πες πως κάνω πιστή αντιγραφή με τον Sora να έχει Geass και να κάνει bankai με το keyblade. Που κολλάς; xD

[Image: tumblrm5q1zul91l1qbaj4u.gif]
-Δεν είναι δίκαιη μάχη.. Εσύ έχεις δύο σπαθιά και εγώ μία λόγχη.
-Και δεν πρόκειται να ξαναέχεις σπαθί. Θα μείνεις με τη λόγχη.

Ο Rinslet τον αγριοκοιτάζει και του λέει «Οκ, για να δούμε...»

Κάνε ένα βήμα πίσω και πετάει την λόγχη με δύναμη.

Φυσικά ο Capella την απέφυγε, αλλά εκείνη τη στιγμή ο Rinslet βρίσκεται μπροστά του και του δίνει μία αγκωνιά στην κοιλιά. Του πιάνει το χέρι και του παίρνει την Ivory.

-Τώρα είμαστε ίσα.
-Φέρ' την πίσω!
-Έλα να την πάρεις αν μπορείς.

Ο Capella απλώνει το χέρι του και φωνάζει το όνομά της, αλλά τίποτα. Τον κοιτάει παράξενα και λέει «τί έκανες;..»

«Αναρωτιέμαι..» του απαντάει ο Rinslet και πριν προλάβει να κάνει ένα βήμα εμφανίζεται πίσω από τον Capella μία άσπρη πύλη.

«Τσκ, ήθελα να έχω εγώ τη χαρά να σε σκοτώσω..» λέει ο Capella ενώ ο Rinslet κοιτάζει περίεργα επειδή δεν ε΄χει καταλάβει τι γίνεται.

Μέσα από την πύλη αρχίζει να φαίνεται φιγούρα.

Ο Rinslet ξαφνιάζεται. Γουρλώνει να μάτια του και θυμώνει. Φωνάζει με όλη του τη δύναμη «LURIO!!!»

«Πατέρα...» λέει σιγά η Μαριάννα..

Κάπως έτσι (Click to View)
-Δεν περίμενα να μην τα καταφέρεις Capella.
-Συγγνώμη βασιλιά μου!
-Δεν πειράζει. Σίγουρα σου ήταν δύσκολο.
-...


O Rinslet τα έχει χάσει. Όλες του οι αναμνήσεις περνάνε από μπροστά του. Είναι λες και τρελαίνεται. Ο άνθρωπος που ήθελε να σκοτώσει τόσα χρόνια, βρίσκεται μπροστά του.

«ΤΟΛΜΑΣ ΚΑΙ ΔΕΙΧΝΕΙΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΟΥ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ;!;!;!» λέει ο Rinslet.

Τί ακριβώς έχει κάνει αυτός στον Rinslet; Αυτός οφείλεται για το πως έγινε έτσι ο Rinslet;

Πετάει την Ivory και τρέχει προς το μέρος του. Ο Capella προσπαθεί να τον εμποδίσει και εκείνη τη στιγμή φωνάζει ο Rinslet «ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ ΠΑΤΡΟΚΤΟΝΕ». Ο Capella τα χάνει και εκείνη τη στιγμή δέχεται μπουνιά από τον Rinslet.

Πλέον είναι μονάχα ο Rinslet εναντίων του Lurio.

-Γιατί πολεμάς; Γιατί μισείς εμάς του Θεούς και ειδικότερα εμένα;
-ΓΙΑΤΙ ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΑΣ!!
-Όλα αυτά τα κάνεις για τον πατέρα σου; Δυστύχως δεν μπορώ να συνεχίσω τη συζήτηση. Δεν αξίζεις.
-ΤΙ; ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ!!

Ο Risnlet τρέχει προς τον Lurio να του χώσει μπουνιά αλλά ο Lurio μπορεί να δει τις κινήσεις του. Στην κατάσταση που είναι ο Risnlet, δε σκέφτεται. O Lurio τον απωθεί μακρυά του. Ο Rinslet αναπνέει πολύ βαριά. Αγριοκοιτάζει τον Lurio και απλώνει το χέρι του.

«Αυτό που πας να κάνεις δε θα σε οδηγήσει πουθενά. Δε μπορείς να χρησιμοποιήσεις το σπαθί σου.»

Ο Rinslet ξεφυσάει και του απαντάει «Αν δε μπορώ να κάνω αυτό, τότε δεν υπάρχει νόημα που έγινα έτσι..» και εκείνη τη στιγμή φωνάζει "FREYR"

Μαύρες σκιές εμφανίζονται γύρω από τον Rinslet, σαν εκείνη τη σκιά που βγήκε από μέσα της. Το σπαθί σκόρπιζε τη δυστυχία. Ένα μεγάλο και βαρύ σπαθί με καρφιά στις άκρες.
«Ορίστε... Το σπαθί ενός άχρηστου. Που δεν ήταν ευπρόσδεκτος στον κόσμο σας.» λέει ο Rinslet.

«Δε ξέρω για τι πράγμα μιλάς. Αυτό που ξέρω, είναι ότι έχεις καλέσει το σπαθί σου, πράγμα που σημαίνει πως είσαι πολύ σοβαρός σε αυτό που πας να κάνεις. Δε θα κάνω πίσω τότε.»

«Δεν περίμενα ούτως ή άλλως αυτό το μονοπάτι να είναι εύκολο..»

Τότε ο Lurio λέει σιγά «Ξύπνα, Borealis.»

Ένα κάτασπρο σπαθί, το ακριβώς αντίθετο από αυτό του Rinslet.

-Δεν είχα δει ποτέ το σπαθί σου. Νόμιζα πως μόνο η οικογένειά μου μπορούσε να χρησιμοποιεί αυτό το είδος...
-Δεν ξέρεις τίποτα για το αντικείμενο που δημιούργησες και προσπαθείς να πάρεις εκδίκηση και να καταλάβεις τα γεγονότα που συνέβησαν πριν 11 χρόνια; Σε λυπάμαι...
-Είτε με λυπάσαι είτε όχι, όλοι την ίδια κατάληξη θα έχετε!

O Rinslet ορμάει προς το μέρος του Lurio. Προσπαθεί να τον πετύχει αλλά εκείνος το αποφεύγει σα να μην τρέχει τίποτα.

-Τί εννοούσες πριν με το «όλοι την ίδια κατάληξη θα έχετε»; Την πριγκίπισσα;
-Τί... θες να πεις...;
-Αυτό που κατάλαβες!
-ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΑ!

Ο Rinslet του ρίχνει άλλη μία με το σπαθί και τον πιέζει προς τα πίσω.

«Μιλάω για την πριγκίπισσα... πριν δύο χρόνια!» λέει ο Lurio.

Ο Rinslet κοκαλώνει.

«Ο λόγος που γίνεται όλο αυτό, είναι η πριγκίπισσα. Πιστεύουμε πως εσύ την σκότωσες..»

Μόλις ακούει αυτό το πράγμα η Μαριάννα, τα χάνει. Κοιτάει τον Rinslet λες και ότι της είχε πει, ήταν ένα ψέμα.

Ο Rinslet πανικοβάλλεται. Ξαναθυμάται τα πράγματα που είχε κρύψει στο υποσυνείδητό του. «ΣΤΑΜΑΤΑ!!!» φωνάζει στο Lurio και ορμάει κατά πάνω του με το σπαθί. Όταν πάει να τον χτυπήσει, με μια απλή κίνηση του το κόβει στα δύο και του χαράζει το στήθος. Βαθιά πληγή. Ο Rinslet τα χάνει.

Γρήγορα ο Lurio του πιάνει το κεφάλι και το κοπανάει κάτω. Από το αριστερό του χέρι εμφανίζει μία κόκκινη σφαίρα, στο μέγεθος ενός κανονικού χεριού.
Μόλις τη βλέπει ο Rinslet γουρλώνει τα μάτια του και προσπαθεί να ξεφύγει. Όμως είναι μάταιος κόπος. Του ξαναπιέζει το κεφάλι προς τα κάτω και κυλάει τη σφαίρα προς το κεφάλι του. Κάνει άγριες κινήσεις για να ξεφύγει από τα χέρι του αλλά δε τα καταφέρνει... Έως ότου τον ακουμπάει η σφαίρα.

Ένα μεγάλο κόκκινο πεδίο εμφανίζεται για κλάσματα του δευτερολέπτου και... οι αναμνήσεις του Rinslet γίνονται πραγματικότητα. Όποιος βρίσκεται σε αυτό το πεδίο μπορεί να δει μπροστά του αυτές τις αναμνήσεις.

Ο Rinslet όμως αρχίζει να εξασθενεί. «Όχι... Σταμάτα..!» του λέει αλλά τίποτα.

Οι αναμνήσεις του αρχίζουν ως εξής...

Ένα καταπράσινο δάσος. Γεμάτο φως. Δύο μικρά παιδιά παίζουν μεταξύ τους.

-Rinslet, έλα να παίξουμε κρυφτό.
-Εντάξει, αλλά θα τα φυλάς εσύ Capella!
-Δεν είναι δίκαιο... Εγώ όμως το σκέφτηκα..
-Εεεε αυτό δεν πάει..!!
-Το βρήκα! Να ρωτήσουμε τον μπαμπά!
-Χαχα για να δούμε!
-Μπαμπά! Διάλεξε έναν από εμάς!
-Εσύ!
-Ποιος είμαι εγώ; Big Grin
-O Rinslet!
-Μα... πως μπορείς να ξέρεις ποιος είναι ποιος! Πάντα!
-Σαν πατέρας σας, δε νομίζετε πως είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω;


Ξαφνικά οι αναμνήσεις αλλάζουν. Δεν πάνε με χρονολογική σειρά όπως θα έπρεπε. Ξαφνιάζεται ο Lurio... αλλά συνεχίζει να βλέπει τις αναμνήσεις που βασανίζουν τον Rinslet.

----------------------------------------------------------------

-ΔΥΟ ΠΑΙΔΙΑ;;
-Ναι. Να σκοτώσω το δεύτερο;
-Το δεύτερο που γεννήθηκε είναι σίγουρο ότι θα πεθάνει.. Όμως τώρα δεν είναι η σωστή στιγμή..

---------------------------------------------------------------

-Θες να φτιάξουμε μία ομάδα;
-Τί ομάδα;
-Δε θα ξέρει κανένας τα άλλα μέλη. Σκοπός της... η καταστροφή των 10 Θεών.
-Ενδιαφέρον...

---------------------------------------------------------------

-Δεν έχεις ιδέα τι είμαι...
-Το ίδιο κι εσύ.
-Όχι, είμαι κανονικό τέρας..
-Τί εννοείς;
-Άστο... Όσο λιγότερα ξέρεις το καλύτερο.
-Γιατί δε βάζεις αυτό στο λαιμό σου; Αν σου μειώνει τη δύναμή σου, τότε ίσως να υπάρχει ελπίδα.
-...
-Έλα Walker, δέξου το!

---------------------------------------------------------------

-ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η DARCIA;;
-Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς...
-Η πριγκίπισσα.. ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ;;;

Αυτό που ενδιαφέρει τον Lurio... Παρόλα αυτά, χάνεται, και μία άλλη ανάμνηση παίρνει τη θέση της...

---------------------------------------------------------------

Ποιος είναι αυτός...; Γιατί βρίσκομαι σε αυτόν το θάλαμο; Νερό είναι αυτό; Γιατί μου μοιάζει αυτός έξω; Γιατί έπεσε; Τί είναι αυτό το κόκκινο στο γυαλί; Ποιοι είναι αυτοί που μόλις πέρασαν;

---------------------------------------------------------------

-Πέθανε...
-ΤΙ;;;
-Πως θα τους το πούμε; Στον Capella και τον Rinslet...
-Έχουμε μία εβδομάδα μπροστά μας.. Πρέπει να βρούμε κάτι μέσα σε αυτό το διάστημα...

---------------------------------------------------------------

-Μπαμπά... γιατί μαλώνετε με τη μαμά;
-ΤΡΕΞΕ RINSLET!
-...
-ΦΥΓΕ!
-...
-ΕΞΑΦΑΝΙΣΟΥ!
*Ο Rinslet τρέχει αλλά ακούει τη συζήτησή τους*

-ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΙΔΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ!!!
-ΔΕ ΘΑ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ...
-ΓΙΑΤΙ ΤΟΝ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙΣ;;
-ΕΙΝΑΙ Ο ΓΙΟΣ ΣΟΥ!
-Μα... Δεν καταλαβαίνεις; Οι πρώτοι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν δύο παιδιά! ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ! ΕΧΕΙ ΞΑΝΑΓΙΝΕΙ! ΚΑΙ ΕΙΔΕΣ ΣΕ ΤΙ ΟΔΗΓΗΣΕ!
-Δε θα γίνει στο δικό μας όμως...
-Αυτή είναι η απάντησή σου;
-Δυστυχώς... Rever--

---------------------------------------------------------------

Αυτό το παιδί... ξαναήρθε... Γιατί είναι κόκκινα τα χέρια του; Γιατί μου χαμογελάει; Εγώ χαμογελάω; Εγώ είμαι αυτός; Όνειρο είναι; Τί κάνω μέσα στο νερό;

---------------------------------------------------------------

-Ο Rinslet δεν έχει τη δύναμη να δημιουργήσει κάτι τέτοιο, πόσο μάλλον να το χρησιμοποιήσει.
-Το έχω καταλάβει... αλλά βλέπω στο βλέμμα του πως θέλει να μάθει τι είναι. Θέλει να βοηθήσει... Όποτε κοιτάει τον Capella με την Ebony και Ivory, έχει ένα βλέμμα... λες και είναι στεναχωρημένος. Λες και ΞΕΡΕΙ τι είναι, αλλά δεν έχει τη δύναμη...

---------------------------------------------------------------

-Κάποιος αδύναμος σαν εσένα.. δεν αξίζει να ζεις!
-Ποιος... είναι; *γυρίζει πίσω και βλέπει μία χίμαιρα να ορμάει κατά πάνω του.* *πέφτει στο έδαφος και κλείνει τα μάτια του* Νιώθει ένα βάρος πάνω του... Δεν έχει πεθάνει.. Μετά από 1 λεπτό ανοίγει τα μάτια του και η χίμαιρα ήταν πάνω του. Γεμάτος αίματα και... κράταγε ένα μαύρο σπαθί. Freyr...

---------------------------------------------------------------

-Νομίζω... η πριγκίπισσα πέθανε~!
-ΤΙ;;;
-Κοίτα δεξιά σου και θα τη δεις... Γιατί το κάνεις τόσο δύσκολο~;

«ΧΑΘΗΚΕ ΠΑΛΙ;;;» φωνάζει ο Lurio...

---------------------------------------------------------------

Πως γίνεται να πέθανε; Νόμιζα πως ο πατέρας μας είναι δυνατός... Τέρατα... αίματα... νερό... κάποιος που μου μοιάζει.. Ίσως να ήταν όνειρο... Αλλά αυτό το άκουσα καθαρά...

*Γυρνάει πίσω στο δωμάτιό του γεμάτος μελαγχολία. Ένα κατάμαυρο δωμάτιο. Κανένα φως. Τίποτα*

-Ποιος λες να φταίει;
-Ποιος είναι εκεί...;
-Μη φοβάσαι. Δεν είμαι τέρας. Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω.
-Ποιος είσαι;
-Εσύ φυσικά..
-Εγώ;
-Ναι... εσύ! Εσύ είσαι ο μόνος που αγαπάει τον εαυτό του. Όλοι σε μισούν. Η μητέρα σου ήθελε να σε σκοτώσει και ο πατέρας σου πέθανε!
-Πέθανε..;
-Ναι, πέθανε! Χώνεψέ το!
-Πέθανε...
-Ποιος φταίει για αυτό;
-Ποιος...;
-Ο LURIO! Αυτοί δεν ήταν ομάδα; Δεν έπρεπε να ήταν μαζί του εκείνη τη μέρα; Γιατί έμεινε στο κάστρο;
-Όντως...
-Ίσως δεν έπρεπε να υπάρχεις... αλλά κάνε το όνομά σου να ακουστεί μέχρι να εξαφανιστείς. Σκότωσέ τον... Πάρε την εκδίκησή σου...
-Ναι...

*Βγαίνει από την πόρτα*

---------------------------------------------------------------

-Rinslet, θες να παντρευτούμε;
-Μα Μαριάννα... ΕΙΜΑΣΤΕ 6!! :$
-Ε και; Όταν μεγαλώσουμε.. Το ξέρω.. είσαι δυνατός!

---------------------------------------------------------------

Αφού έχει βγει έξω από την πόρτα, τριγυρνάει στους διαδρόμους... Ένα τέρας που σε αυτόν τον πλανήτη δεν έχει ξαναυπάρξει... Τριγυρνάει και με τα νύχια του γδέρνει τους τοίχους. Όχι μόνο αυτό... σέρνει μαζί του και το μαύρο σπαθί κάνοντας θόρυβο. Δύσκολα θα έλεγες πως αυτό είναι παιδί. Είναι στο ύψος ενός 18χρονου.

Έως ότου φτάνει στο δωμάτιο του Lurio. Ανοίγει σιγά σιγά την πόρτα και βλέπει μια κουνιστή καρέκλα δίπλα στο παράθυρο. Την πλησιάζει χωρίς να κάνει θόρυβο και ορμάει προς την καρέκλα. Από την πολύ δύναμη τη σπάει και τρέχει προς τον τοίχο. Κανένας δεν ήταν στην καρέκλα.

Ξαφνικά, κάποιος έρχεται από πίσω και του πιάνει τα χέρια. Όταν είδε το πρόσωπό του πανικοβλήθηκε. Κατάλαβε πως ήταν ο Rinslet αλλά είχε κοκαλώσει. Τότε ο RInslet βρίσκει ευκαιρία και προσπαθεί να τον ρίξει από κάτω. Αλλά έπεσαν και οι δύο.

Έξω από το κάστρο, με το φως της νύχτας, μπορεί να δει καλύτερα τη μορφή του. Δεν περιγράφεται... Το σώμα του έχει αλλάξει εντελώς...

Μονάχα κραυγές βγάζει. Δε μπορεί να αρθρώσει πρόταση.

Από εκείνη τη μέρα, εξαφανίστηκε.

---------------------------------------------------------------

-ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η DARCIA;;
-Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς...
-Η πριγκίπισσα.. ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ;;;
-Νομίζω... η πριγκίπισσα πέθανε~!
-ΤΙ;;;
-Κοίτα δεξιά σου και θα τη δεις... Γιατί το κάνεις τόσο δύσκολο~;
-Δεν είναι δυνατόν... Γιατί να τη σκοτώσεις; ΤΙ ΣΟΥ ΕΚΑΝΕ;;
-Τίποτα~ Όμως... είμαι ο 2ος Θεός του κάτω κόσμου. Δεν υπάρχουν ερωτήσεις στον πόλεμό μας με τους 5 Θεούς του πάνω κόσμου...
-Τέρας...
-Εγώ είμαι το τέρας; Γιατί δεν είσαι εσύ το τέρας; Εσύ είσαι αυτός που δεν την προστάτευσε..
-Ναι... όντως... Εγώ είμαι το τέρας..


Αιματοχυσία. Όταν βρήκαν τον 2ο Θεό δίπλα ήταν το κορμί της Darcia. Παρόλα αυτά, το κορμί του δεν ήταν ολόκληρο. Τα πόδια του και τα χέρια του ήταν κομμάτια... το κεφάλι του στη μέση.

---------------------------------------------------------------

-Δεν σκότωσες εσύ την Darcia;
-Όπως είδες... όχι. Σταμάτα το. *βαριά αναπνοή*

Η μπάλα σπάει.

Ο Rinslet κυλιέται κάτω. Πάει να φτάσει την άλλη άκρη του σπαθιού του. Δεν έχει άλλη δύναμη. Μόλις το φτάνει, σηκώνεται με δυσκολία πάνω. Τα βλέπει όλα θολά. Με δυσκολία πάει προς το Lurio. Κρατάει και στα δύο του χέρια τα κομμάτια του σπαθιού του. Με αργά βήματα φτάνει τελικά μπροστά του. Η θέλησή του είναι μεγάλη, όχι όμως η αντοχή και η ζωή του..

Όταν σηκώνει τα χέρια του και πάει να τα κατεβάσει λέει «Μπορεί να πέθανα, αλλά κάποιος θα συνεχίσει το έργο μου.» Πριν τον ακουμπήσουν τα δύο μέρη του σπαθιού, ο Rinslet εξαφανίστηκε. Πίσω άφησε μόνο το ρούχο που φόραγε.

Όντως... εκείνη τη μέρα... πέθανε.




























Τέλος 1ου μέρους~
(05-03-2013 05:51 PM)fr3quency Wrote: [ -> ]Τότε ο Lurio λέει σιγά «Ξύπνα, Borealis.»

Howl Zabimaru!! Toungue

Άντε τελείωσε το, προτιμώ να το διαβάσω στο τέλος όλο μαζί ή τουλάχιστον πόσταρε πιο σε πιο τακτά χρονικά διαστήματα για να μην τα ξεχνάμε τα προηγούμενα.
Μέσα σε ένα σκοτεινό δάσος, ένας άνθρωπος ντυμένος στα μαύρα με μία κουκούλα τρέχει αγχωμένος. Κάτι αναζητά. Νιώθει πως κάτι δεν πάει καλά.

Τη στιγμή που πεθαίνει ο Rinslet, σταματάει απότομα. Πιάνει την καρδιά του και λέει «Πέθανε; Αδύνατον...»

Πηγαίνει από δέντρο σε δέντρο έτοιμος να καταρρεύσει. Μετά από λίγα λεπτά φτάνει μπροστά από μία μικρή λίμνη.

Εκεί, βρίσκεται μία κοπέλα με μαύρα μαλλιά. Κοιτάει τη λίμνη και βλέπει το πρόσωπο της. Αλλά... αυτή η απορία είναι χαραγμένη στο πρόσωπό της «Τί είμαι;»

Στις αναμνήσεις της δεν υπάρχει ούτε μία φορά το πρόσωπό της. Είναι τόσοι άνθρωποι που δεν έχει ξαναδεί - αν έχει δει.

Την πλησιάζει. Εκείνη τον ακούσει και γυρνάει - δεν είναι καθόλου τρομαγμένη.

Το αγόρι βγάζει την κουκούλα και της δίνει το χέρι του. Εκείνη δε μπορεί να αρθρώσει λέξη, αλλά καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον. Τα συναισθήματα είναι αμοιβαία. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλον.

Με ένα χαμόγελο το αγόρι λέει «Όχι... δεν πέθανε.»

Δεν είναι ζωντανοί, ούτε νεκροί. Δε θα έπρεπε να υπάρχουν. Δεν ανήκουν πουθενά. Ψάχνουν να αλλάξουν τη μοίρα τους. Να ανήκουν κάπου. Να ζούνε.

Αλλά... επιθυμούν κάτι παραπάνω από τα προηγούμενα.

Τα δύο τελευταία κομμάτια τελειώνουν το παζλ... αλλά όχι την ιστορία. Στην ουσία, αυτή τους η επιθυμία θα αλλάξει ολόκληρη την ιστορία.
Τί θα σκεφτόσασταν αν βρισκόσασταν σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο; Έναν κόσμο... όχι παράλληλο σύμπαν ή κάτι που βρίσκεται μέσα στο σύμπαν μας. Απλά διαφορετικό.

Ειδικά αν η τελευταία ανάμνησή σας ήταν να σας καρφώνουν με ένα τεράστιο σπαθί και να πεθαίνετε.





Μέρος 1.5
«Ο ουρανός είναι γκρι. Σύννεφα παντού. Αστραπές. Νομίζω πως τον κοιτάω τόσες ώρες. Πόσες ώρες είμαι εδώ; Που είμαι; Θέλω να σηκωθώ να κοιτάξω γύρω μου, αλλά δεν έχω το κουράγιο. Είμαι νεκρός; Όντως; Τελείωσαν όλα... τόσο γρήγορα. ΌΧΙ ΑΠΟΚΛΕΊΕΤΑΙ!»

Μετά από λίγο μονόλογο βρίσκει τη δύναμη να σηκωθεί πάνω. Παγώνει για λίγο. Ένα μέρος γεμάτος ξηρασία, κρύο, αστραπές και πάντοτε γκρίζο ουρανό. Κανένα ίχνος ζωής. Στον πάνω κόσμο αποκλείεται να βρίσκεται -να τον είχε πάρει μαζί του ο Lurio σας αιχμάλωτος- και ούτε στη γη.

«Δεν υπάρχει σε καμία τέτοιο μέρος στη γη» αναρωτήθηκε. «Οπότε... μένω με μία επιλογή... ο κάτω κόσμος». Όπως η γη έχει τους ανθρώπους και ο πάνω κόσμος τους αγγέλους... έτσι και ο κάτω κόσμος έχει τους δαίμονες. Μετά όμως σκέφτηκε πως ο κάτω κόσμος θα έπρεπε να είναι πιο... διαφορετικός. Ούτε δαίμονες, ούτε τα τοπία ήταν όπως του τα περιέγραφαν -και του τα περιέγραφαν σωστά-.

Βλέπει κάτι... σε απόσταση 1+ χιλιομέτρου. Ναι, ήταν τόσομεγάλο για να το διακρίνει από τόσο μακρυά. Φυσικά δε μπορούσε να διακρίνει λεπτομέρειες, αλλά το ότι ήταν χοντρό και άτσαλο το διέκρινε σίγουρα.

Αρχίζει να περπατάει. Σίγουρα το να μείνει στο ίδιο μέρος δε θα του πρόσφερε κάτι. Συν της άλλης, έπρεπε να μάθει που βρίσκεται και πως να επιστρέψει πίσω -ή τουλάχιστον σε έναν κόσμο που να ξέρει που να πάει και τι να κάνει-. Εδώ δεν ήξερε τίποτα και δε φαινόταν πως θα άντεχε πολύ. Βροχή, αστραπές, καμία σπηλιά για να προφυλαχθεί και προπαντός, τίποτα για να φάει.

Περάσανε 18 μέρες. 18 μέρες μέσα στη βροχή και χωρίς φαγητό. Η όψη του δεν είχε αλλάξει και πολύ και το στομάχι του είχε διαμαρτυρηθεί ελάχιστα εκείνες τις μέρες. Δε μπορούσε παρά να παραξενευτεί γιατί και πότε όντως θα πεθάνει.


«Πόσες ώρες περπατάω όλη αυτήν την "ευθεία";» ρωτάει τον εαυτό του δυνατά. Ξαφνικά ακούσει κάτι πίσω από τα βράχια. Αμέσως σηκώνεται και είναι έτοιμος για το οτιδήποτε. Ποιος ξέρει τι μπορεί να είναι; Ίσως κάποιος άγγελος. Κάποιος να τον σκοτώσει. Ίσως είναι ένα παιχνίδι του Lurio. Εδώ μπόρεσε να του τροποποιήσει τις αναμνήσεις.

Παρόλα αυτά, εμφανίζεται ένας μικρός άνθρωπος... ίσα με 1,5m ύψος. Το πρόσωπό του δε φαινόταν, ήταν καλυμμένο με μία κουκούλα και περπάταγε με μπαστούνι.

«Ποιος είσαι και τι θες γέρο;» ρωτάει ο Rinslet.
«Νέε μου, σε παρακολουθώ τόσον καιρό και μου φαίνεται ότι αναζητάς απαντήσεις για κάτι»
«Ναι! Ζητάω απαντήσεις... και τι εννοείς τόσον καιρό; Ζήτημα να είμαι εδώ το πολύ 7 ώρες.»
«Μη φοβάσαι. Άσε με να σε οδηγήσω κάπου ασφαλές και σου λύσω τις απορίες σου. Μην ανησυχείς, δεν είμαι παράς ένας γέρος»

Ο τρόπος που μίλαγε και αυτά που έλεγε φάνηκαν περίεργα στον Rinslet. Αλλά ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε δει σε αυτά τα μέρη, οπότε τον ακολούθησε με επιφύλαξη.

«Πόσο ακόμα έχουμε; Νιώθω ότι περπατάω μέρες» του λέει ο Rinslet, αλλά ο παππούς δεν απάντησε. Μετά από σκαρφαλώμα σε βράχους, τον κρύο και δυνατό αέρα, τις καταιγίδες και χίλια-δύο άλλα, βρέθηκα έξω από μία καλύβα. Δεν έλεγε πολλά, ίσα-ίσα για να καλυφθεί από τη βροχή και τον αέρα.

«Λοιπόν, νεαρέ μου. Τί θέλεις να μάθεις;»
«Τί είναι αυτό το μέρος; Που βρισκόμαστε;»
«Α! Σωστή ερώτηση! Αυτό το μέρος... είναι στη γη και ταυτόχρονα δεν είναι. Βρίσκεται στο σύμπαν και ταυτόχρονα όχι. Βρίσκεσαι πάντοτε εδώ και ταυτόχρονα όχι.»
«Μην μιλάς με αινίγματα που να σε πάρει! Είσαι ο πρώτος άνθρωπος που βλέπω εδώ και μία μέρα! Δεν μπορείς τουλάχιστον να με βοηθήσεις;»
«Έχω όλη την καλή διάθεση να σε βοηθήσω. Ας ξεκινήσουμε από το πόσο βρίσκεσαι εδώ... Ξαναπές μου.»
«Σχεδόν μία μέρα...»
«Νεαρέ μου, βρίσκεσαι σε αυτόν τον κόσμο... 41 μέρες.

Ο Rinslet γουρλώνει τα μάτια του. Αποκλείεται να ισχύει κάτι τέτοιο. Ένας άνθρωπος μπορεί να ξεχωρίσει τη μία μέρα από τις... 41...

«Από ότι φαίνεται πρέπει να μάθεις πολλά» αλλά «Θέλω κι εγώ να μάθω κι εγώ κάτι» συμπληρώνει.
«Τι θες;»
«Πως σε λένε;»
«Με λένε... Rinslet
«Α! Rinslet. Ωραίο όνομα.Τυχαίνει να έχεις και επώνυμο;»
«Τι σε νοιάζει το επώνυμο εσένα;»
«Δε νομίζω να βρίσκεσαι τυχαία σε αυτόν τον κόσμο. Επίσης ίσως να γνωρίζω πολλά περισσότερα από ό,τι νομίζεις»

Αυτός ο άνθρωπος μυρίζει προβλήματα. Αλλά είναι ο μόνος στον οποίον μπορεί να βασιστεί...

«Ναι. Έχω επώνυμο. Είναι κάτι που δεν έχω ακούσει εδώ και 11 χρόνια.»
«Θα μου το πεις;»
«.......Vipode.» (Βιπόντ)

Η καλύβα γέμισε ξαφνικά με σιωπή.

«Αχα. Χαχα. Χαχαχαχαχα. Συναντώ με τα ίδια μου τα μάτια την επόμενη γενιά. Και νόμιζα πως δε θα ξανά-υπάρξει αυτό το όνομα.»

O Rinslet τον κοιτάει με όσο συναίσθημα μπορεί να βάλει -κι αυτό δεν είναι αρκετό. Ένας άνθρωπος θα τον κοίταζε με βλέμμα που λέει «Τι στο καλό γίνεται εδώ;», αλλά το βλέμμα του Rinslet ήταν χαμένο.

«Λοιπόν! Για πες μου! Ποιος αριθμός είσαι;»
«Εεε... δε ξέρω για τι πράγμα μιλάς.»
«Χμμμ... θυμάσαι κανένα όνομα με αριθμό;»
«Νομίζω ναι. Ο αριθμός 10... δε ξέρω τι είναι αλλά τον είχαν συνδυάσει στο παλάτι με το όνομα του πατέρα μου.»


Πάλι σιωπή. Ο παππούς έχει κοκαλώσει.

«Ώστε έκανε παιδί... Ποιος θα το φανταζόταν»
«ΞΈΡΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΤΈΡΑ ΜΟΥ;;» ρωτάει με δύναμη και ενθουσιασμό -όσο ενθουσιασμό μπορούσε να βάλει.
«Ναι... φυσικά... ο αριθμός 10 δεν ανήκει σε άλλον παρά σε αυτόν... Εξάλλου είστε φτυστοί. Σε ρώτησα για να το επιβεβαιώσω. Έναν γιο έβγαλε και αυτός βγήκε ολόιδιος.»
«Εεε... είμαστε 2...»
«Τι εννοείς;»
«Έχω και έναν αδερφό.»

Σιωπή για άλλη μια φορά.

«Τ-τ-τι εννοείς ... έχεις αδερφό;»
«Ότι έχω έναν αδερφό...»
«Είσαι σίγουρος;»
«Για τι; Αν έχω αδερφό; Πρόσεχε τι λες...»
«Ναι, είσαι σίγουρος;»
«ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ! ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΙΔΥΜΟΙ!»
«Αδύνατον...» λέει σιγά.

Ήταν λες και έχασε τη γη από κάτω του.

«Ποιος γεννήθηκε πρώτος;»
«Εκείνος.»
«Εκείνος ε...» και συμπληρώνει «τότε εκείνος είναι ο διάδοχος του πατέρα σου.»
«Δε το νομίζω.»
«Γιατί;»
«Γιατί εκείνος θα γίνει σύντομα ο διάδοχος του θρόνου του πρώτου Θεού.»


«Ένα-ένα μου τα λες. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να πιστέψω αυτά που λες;»
«Γιατί είναι δύσκολο;»
«Υπάρχουν... ορισμένοι κανόνες. Οι οποίοι εφαρμόζονται πάντα. Για παράδειγμα, ο πατέρας σου. Ποιος θα το πίστευε ότι θα γινόταν ο 10ος διάδοχος; Αλλά έγινε. Ήταν ένα ξεροκέφαλο άτομο και μικρός έκανε συνέχεια αταξίες. Ήταν διαφορετικός από τους άλλους... Δεν υπάκουγε ποτέ τους κανόνες.. Αλλά όπως σου είπα, είναι μερικοί κανόνες που δεν μπορείς να τους παραβιάσεις.»
«Όπως;»
«Όπως το να υπάρχουν δύο παιδιά στην οικογένειά σου.»
«Πολλά ξέρεις...»
«Και από ότι φαίνεται και εσύ... Αν είσαι το δεύτερο παιδί, παίζει να έχεις περάσει πολλά.»
«Όντως έχω περάσει πολλά.»
«Τι θυμάσαι πριν βρεθείς εδώ;»

Και έτσι ο Rinslet του εξήγησε πως βρέθηκε εδώ.


«Ο LURIO;; ΑΔΥΝΑΤΟΝ! Να σηκώσει χέρι σε έναν Βιπόντ; ΠΟΙΟΣ; Ο LURIO;;» φώναζε ο παππούς.

Σκέφτεται από μέσα του πως το γεγονός ότι τον έστειλε εκεί ο Lurio αντί να τον σκοτώσει φανερώνει πολλά. Αλλά αυτό το κράτησε για τον εαυτό του.

«Και; Τί σκοπεύεις να κάνεις;» ρώτησε ο παππούς.
«Θέλει και ερώτημα; Να σκοτώσω τους 10 Θεούς.»
«Γιατί; Επειδή τους θεωρείς υπεύθυνους για το θάνατο του πατέρα σου;»
«Φυσικά.»
«Μικρέ... δεν ξέρεις τίποτα. Ο στόχος σου είναι λάθος.»
«Ε;»
«Ακολούθησέ με.»

Βγαίνουν από την καλύβα και απλά ανεβοκατεβαίνουν τους βράχους. Σίγουρα περπατάγανε πάνω από... 1 μήνα.

Έως ώτου φτάνουν.

«Πίσω από αυτούς τους βράχους... είναι η απάντησή σου... και ο στόχος σου. Ο αληθινός σου στόχος...»

Μετά από κάμποσες ώρες, βρέθηκαν στην κορυφή των βράχων. O Rinslet ανατρίχιασε. Ίσως και για πρώτη φορά στη ζωή του.

Μία έκταση -σίγουρα πάνω από 40 χιλιόμετρα- καλυμμένη με τρύπες, σπαθιά, νεκροκεφαλές, σώματα και κόκαλα. Υπήρχαν τόσα πολλά κόκαλα, που κάλυπταν άνετα αυτά τα χιλιόμετρα.

«Τί στο καλό είναι εκείνα;» ρώτησε ο Renslet.
«Σπονδυλικές στήλες..»
«ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ! Αυτά τα δύο ξεπερνούν το ένα χιλιόμετρο! ΤΙ ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ;;»
«Όσο περίεργο και αν σου φαίνεται... Τιτάνες.»
«Τ... Τιτάνες...;»
«Ναι. Και αυτοί οι δύο πολέμησαν γενναία. Σε αυτην την τεράστια τοποθεσία έγινε μία μάχη πριν 500 χρόνια..»
«500 ΧΧΧΡΡΡΟΟΟΝΙΑ;»
«Ναι... και εδώ είναι το σημαντικό σημείο. Ο στόχος σου...»
«Ο στόχος μου;»
«Ναι. Ο στόχος σου δημιούργησε αυτό... αυτό το πράγμα. Λόγω του στόχου σου έγινε αυτός ο φρικτός πόλεμος.»
«Οι 10 Θεοί;»
«Χεχ... ναι, οι 10 τους. Αλλά απάντησέ μου σε κάτι.»
«Πες.»
«Πόσοι Θεοί ξέρεις ότι υπάρχουν;»
«10.»
«10 ε; Ο στόχος σου είναι λάθος.»
«Τι εννοείς;»
«Συνολικά, είναι 20 Θεοί.»
«ΤΙ;»
«Δε μου φαίνεται περίεργο που δεν το ξέρεις... Αυτό εδώ μπροστά του, όλα αυτά τα πτώματα, ό,τι βλέπεις... το έκαναν αυτοί οι 10 Θεοί.»
«Έχεις πολλά να μου εξηγήσεις« πρόσθεσε ο Rinslet εκνευρισμένος.
«Αυτοί οι 10 Θεοί... δεν ανήκουν ούτε στους 5 Θεούς του πάνω κόσμου, αλλά ούτε στους άλλους 5 του κάτω κόσμου.»
«Δε βγάζει νόημα αυτό που λες...»
«Βγάζει. Δεν ανήκουν πουθενά. Θέλουν την κυριαρχία του πάνω και του κάτω κόσμου. Είναι φρικτοί. Μόνο Θεοί δεν είναι. Είναι πρώτοι άνθρωποι με φρικτή δύναμη που συναγωνίζεται αυτή των Θεών. Και εδώ έρχεσαι εσύ.»
«Εγώ;»
«Ο στόχος σου σαν Vipod είναι αυτοί οι 10 Θεοί.»
«Σαν Βιπόντ; Τι εννοείς;»
«Η οικογένειά σου, η οικογένεια Vipod δημιουργήθηκε για αυτόν τον σκοπό. Να σκοτώνει αυτούς τους 10. Αυτούς τους 10 που η δύναμη τους ξεπερνάει αυτή των Θεών!»


Ο Rinslet κοκαλώνει. Μαθαίνει τι συμβαίνει όντως στον κόσμο, αλλά και το λόγο ύπαρξης της οικογένειάς του.

«Ωραία τα λες... αλλά δεν ενδιαφέρομαι για τον λόγο ύπαρξης της οικογένειάς μου... Θέλω να μου πεις για τον στόχο μου σαν Rinslet. Τί ξέρεις;»
«Μα... και σαν Rinslet, αυτός είναι ο στόχος σου..»
«Τι;»
«Αυτοί οι 10 σκότωσαν τον πατέρα σου. Η 4η-- όχι! Η 5η τους γενιά...»
«ΤΙ; ΠΩΣ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ;»
«Γιατί ήμουν εκεί... εκείνο το βράδυ. Σκότωσαν τους πάντες. Ήμασταν οι μόνοι που είχαμε ξεφύγει. Ο πατέρας σου αριστερά και εγώ δεξιά. Αλλά κινύγησαν μόνο τον πατέρα σου. Λογικό. Ήταν ένας Βιπόντ. Και όχι οποιοδήποτε... ο 10ος. Το ήξερα από την αρχή, ότι χωριστήκαμε για να ακολουθήσουν μόνο αυτόν. Αλλά δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω. Πριν χωριστούμε, μου έδωσε αυτό που κουβάλαγε στην πλάτη του. Ένα καλυμμένο σπαθί. Μου είπε να το προστατέψω με κάθε κόστος, ότι είναι πολύ σημαντικό. Ήταν κάτι που θα άλλαζε τα πάντα. Φαινόταν στο ύφος του.»

Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του Rinslet. Πρώτη φορά μετά από 12 χρόνια.

Επιτέλους μαθαίνει τον αληθινό λόγο.

Την επόμενη μέρα-- όχι, 4 μέρες μετά του λέει πως θέλει να του επιστρέψει 3 αντικείμενα. Σε αντάλλαγμα, θα του μάθει τις τεχνικές του πατέρα του.

«Τι αντικείμενα» ρωτάει ο Rinslet.
«Τρία σπαθιά. Μου είπες ότι το σπαθί σου έχει καταστραφεί. Και γνωρίζοντας τι σπαθί μπορείς να χρησιμοποιείς, είναι τέλεια ευκαιρία! Μπορείς να το κάνεις; Αν τα συγκεντρώσεις είναι δικά σου.»
«Φυσικά! Απλά πες μου προς τα που να πάω.»

Αφού του εξήγησε και μετά από πολλές μέρες σε αυτές τις κακοτοπιές, τον αέρα και τη συνεχόμενη βροχή -πάλι καλά που του είχε δώσει πολλά ρούχα και έτσι δεν πάγωνε- έφτασε στο πρώτο του σημείο.

Ένας ναός. Ένας ναός που όμοιός του δεν υπάρχει. Η βροχή είχε προ πολλού σταματήσει, αλλά δεν το είχε καταλάβει -λογικό, μετά από 8 μήνες σε αυτόν τον κόσμο την είχε συνηθίσει-.

Μπήκε μέσα, αλλά με προσοχή. Στο κέντρο του υπήρχε ένα κάτασπρο σπαθί. Όσο το πλησίαζες, τόσο νόμιζες ότι θα σε τυφλώσει το κατάλευκό του χρώμα. Το έφτασε. Το κοίταζε μυστηριωδώς. Σε μία φάση ακούσει μια φωνή.

«Ποιος είναι εκεί; Α-- όχι, μην μου πεις. Ένα αγόρι. Τι κάνεις σε αυτόν τον ναό-- όχι, τι κάνεις σε αυτόν τον κόσμο;»
«Ήρθα για να σε επιστρέψω.»
«Να με επιστρέψεις; Που να με επιστρέψεις αγόρι;»
«Ένας παππούς μου είπε να σε επιστρέψω» είπε μονότονα.
«Παππούς; Α! Ο Bowyer! Λυπάμαι, αλλά δε θα έρθω πες του»

Ο Rinslet όμως είναι ένας άνθρωπος που δε μπορεί να δε γίνει το δικό του. Και το δικό του τώρα είναι να επιστρέψει και τα 3 σπαθιά.

«Λυπάμαι, αλλά δε γίνεται»
«ΜΗΝ ΜΕ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙΣ!»
«Έχεις πρόβλημα, έτσι;»
«Εγώ έχω το πρόβλημα ή εσύ; Ένας νέος γεμάτος απορίες. Ένας που δε μπορεί να αισθανθεί αγάπη, φιλία, φόβο, πόνο ή μίσος. Ένας--»
«ΒΟΥΛΩΣΕ ΤΟ!» φωνάζει εξαγριωμένος ο Rinslet.
«Ααα... Ώστε υπάρχει κάτι ελάχιστα μέσα σου... Λίγη οργή...»
«Σκάσε...»
«Πες μου μικρέ. Τι σε κάνει να νομίζεις ότι μπορείς να με χειριστείς. Ή μάλλον, όχι. Τι σε κάνει να νομίζεις ότι μπορείς να χειριστείς ένα Prose Skallagrimsson
«Γιατί είμαι ένας Βιπόντ.»
«Τι είσαι; Χαχαχχαα. Σοβαρέψου μικρέ. Πάντως θα σε συγχαρώ μόνο και μόνο επειδή ξέρεις το όνομα!»

Ο Rinslet συνέχιζε να το κοιτάει.

«Μιλάς σοβαρά... Αδύνατον. Ποιος είναι ο σκοπός σου μικρέ;»
«Η καταστροφή των 10-- όχι, των Θεών.»
«Τι έχεις στο ν--»
«Συμπεριλαμβανομένου και του Lurio.»
«Πως ξέρεις για τον Lurio;
«Έχω δει το σπαθί του. Μόλις είδα εσένα κατάλαβα πως είσαι δικό του σπαθί. Δεν πίστευα πάρολα αυτά να μπορεί να χειριστεί δύο σπαθιά.»
«Για αυτόν τον λόγο με φυλάκισε εδώ. 20 χρόνια τώρα!»
«Λοιπόν; Τι λες;»
«Λέω ότι είσαι ένας ενδιαφέρον άνθρωπος, και θα σε βοηθήσω σε αυτό που θέλεις. Πως σε λένε;»
«Rinslet, εσένα;»
«Borealis.»


Χωρίς να το ξέρει ο Rinslet, μέσα του είχε κάνει έναν φίλο. Πιαδιάστικος ο τρόπος που έγινε αυτό. Αναμενόμενο, δεν είχε ξανακάνει φίλο εδώ και 12 χρόνια.


Συνεχίζει για το δεύτερο. Αχανής κόσμος... Αχανής φυλακή.
Θέλουμε την συνέχεια. Διόρθωσε κάτι λαθάκια που έχειςToungue
Έχει περάσει ένας χρόνος σε αυτά τα μέρη. Έχει να φάει... ένα χρόνο. Αναρωτιέται αν έχει πεθάνει ή αν όντως ζούσε τόσον καιρό. Όμως μένει προσηλωμένος στον σκοπό του, τα άλλα δύο σπαθιά. Για αυτό, συνεχίζει ακάθεκτος.

Έχει φτάσει στο μέρος που βρίσκεται στο επόμενο σπαθί -το επόμενο Prose Skallagrimsson-.

Είναι λες και πάει από διάσταση σε διάσταση. Αυτό το μέρος δεν έχει καμία σχέση με το μέρος που πρώτο-ξύπνησε ή εκείνο στο οποίο βρήκε το Borealis. Βρέθηκε πρώτα σε ένα μέρος γεμάτο ξηρασία, με ναι μεν βροχή και αστραπές, αλλά για κάποιον λόγο αυτό το μέρος είχε μονίμως ξηρασία. Έπειτα, ταξίδεψε σε μία περιοχή γεμάτη φως. Τα γκρι σύννεφα δεν φαινόντουσαν καθόλου. Και τώρα, είναι έξω από ένα τεράστιο σπίτι. Τεράστιο αλλά παλιό. Φαίνεται ετοιμόρροπο.

Μπαίνει μέσα. Σκελετοί παντού. Από το διάδρομο και τις σκάλες, μέχρι και στο ταβάνι κρεμασμένοι. Ένας δε μπορεί παρά να αναρωτηθεί «τί στο καλό συνέβη σε αυτό το σπίτι». Φυσικά δεν ήταν αρκετό για να φοβίσει τον Rinslet.

Μόλις μπαίνει μέσα γκρεμίζεται η είσοδος του σπιτιού. Πέφτει μπροστά για να το αποφύγει. Συνεχίζει στις σκάλες, όπου σκοντάφτει και βαράει το πηγούνι του.

Μετά από 10 λεπτά, βρίσκεται στον κήπο. Μαραμένα λουλούδια, σκελετοί και το φεγγάρι από πάνω με τα μαύρα σύννεφα, λες και σε κρίνει.

Στο τέλος του κήπου είναι ένα σπαθί. Ασημένιο και μαύρο. Πάει προς το μέρος. Πριν το αγγίξει για να το σηκώσει ακούσει μία φωνή «Μη...»
«Γιατί;» ρωτάει λες και ήταν σίγουρος πως έπρεπε να ρωτήσει αυτό.
«Δε βλέπεις;»
«Τι να δω;»
«Το μέρος γύρω σου.»
«Και;»
«Η παρουσία μου το προκάλεσε.»

Ο Rinslet ρίχνει μία ματιά γύρω του λες και δεν είχε παρατηρήσει τίποτα τόσην ώρα. Οι νεκροί, τα ξερά λουλούδια, το μόνιμο σκοτάδι... ήταν όλα λόγω αυτού.

«Μιζέρια» λέει ο Rinslet.


«Ναι, μιζέρια. Αλλά εσύ είσαι σε χειρότερη κατάσταση από εμένα.»
«Δηλαδή;»
«Έχεις αισθανθεί αγάπη, φιλία, φροντίδα, καλοσύνη, αλλά τώρα είσαι μέσα στη μιζέρια. Κανένα συναίσθημα δε βγαίνει από το πρόσωπό σου, και δε νομίζω να το κάνεις επίτηδες.»
«Τι σημασία έχει;»
«Έχει... βρισκόμαστε και οι δύο στην ίδια βάρκα. Βασικά, εσύ ίσως έχεις αρχίσει να βυθίζεσαι.»
«Τι εννοείς;»
«Δε νιώθεις ότι θα πεθάνεις; Ότι χάνεις τον έλεγχο; Μπορώ να το δω... αυτό το πράγμα.»

Ο Rinslet το αγνοεί και συνεχίζει να πάει να το πιάσει.

«Είσαι σίγουρος πως το θες;»
«Γιατί συνεχίζεις να ρωτάς;»
«Γιατί σου είπα... όλα αυτά γύρω σου, είναι αποτέλεσμά μου. Φέρνω κακοτυχία. Αν με ακουμπήσεις δε σου εγγυώμαι ότι δε θα γίνεις σαν αυτούς εκεί ή ένα με το χώμα.»

Πριν προλάβει να τελειώσει την πρότασή του, ο Rinslet το βγάζει από το χώμα. Εκείνη τη στιγμή αρχίζει να στάζει αίμα. Ένα σπαθί του είχε καρφωθεί στον δεξί ώμο του. Γυρίζει πίσω και βλέπει όλους τους σκελετούς όρθιους. Όσοι ήταν μέσα στο σπίτι άρχισαν να βγαίνουν έξω. Άρχισαν να πέφτουν ψιχάλες.

Με ένα ανέκφραστο ύφος, κοπανάει τον σκελετό με τον δεξί του ώμου και τον ρίχνει κάτω. Με το άλλο του χέρι προσπαθεί να βγάλει το σπαθί που του είχε καρφωθεί. Ο χώρος γρήγορα γέμισε με σκελετούς. Και όσοι ήταν μέσα στο σπίτι άρχισαν να βγαίνουν έξω. Ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει όλους. Πόσο μάλλον όταν όλοι τους δε νιώθουν πόνο. Φαινόταν πως έπρεπε να αρχίσει να τρέχει, και αυτό έκανε.

Μπόρεσε να τους χάσει μέσα σε 2 λεπτά. Φυσικά, δεν υπήρχαν μόνο σκελετοί σε αυτό το σπίτι χαμένο στο δάσος. Θα έπρεπε να φοβάται για τα γρήγορα τετράποδα, λύκοι. Δεν είχαν και αυτοί καλύτεροι μοίρα από τους ανθρώπους στο σπίτι. Σκελετοί και αυτοί και όσο κρέας τους είχε απομείνει. Πέντε από αυτούς τον κυνήγαγαν και το να τον φτάσουν ήταν θέμα δευτερολέπτων. Δε μπορούσε να κάνει αλλιώς, έπρεπε να τους αντιμετωπίσει.

Σταματάνε. Ένας από αυτούς ορμάει πάνω του. Ο Rinslet αφήνει το σπαθί κάτω και πιάνει τα σαγόνια του λύκου. Του σπάει το κάτω σαγόνι το οποίο πλέον κρέμεται από πάνω του. Φυσικά ο Rinslet δεν είναι κάποιος που θα σταμάταγε εκεί. Έχει κάνει χειρότερα σε ζωντανά όντα και δεν σκοπεύει να σταματήσει σε ένα πεθαμένο ον.

Του ξεριζώνει τα δύο μπροστινά πόδια. Ο λύκος πέφτει κάτω, ανήμπορος να κάνει τίποτα. Πετάει και τα δύο πόδια στον πιο κοντινό. Βουτάει το σπαθί από κάτω και το χώνει μέσα στην πλάτη του λύκου. Την ίδια τύχη είχαν και οι άλλοι τέσσερις. Αφού κάνει εφτά βήματα το σπαθί του λέει «Τελικά δεν είσαι τόσο άσπλαχνος όσο δείχνεις.»

Ο Rinslet σταματάει απότομα. Καρφώνει το σπαθί στο χώμα σα να του λέει «παρατήρησε». Γυρνάει πίσω και μαζεύει από κάτω το πιο αιχμηρό κλαδί που μπορούσε να βρει. Κατευθύνεται προς τον λύκο που του έβγαλε τα μπροστινά πόδια. Τον αρπάζει από το πίσω πόδι και χώνει το κλαδί στην κοιλιά του από όπου συνεχίζει με δύναμη μέχρι το στήθος του. Ο λύκος δε μπορούσε να σταματήσει να σπαρταράει. Φαίνεται πως η κατάρα του σπαθιού ήταν στα αρχικά της στάδια. Είχε την χειρότερη μοίρα από όλους τους. Δε σταμάτησε εκεί όμως. τον αφήνει με δύναμη κάτω και βάζει το ένα του πόδι στο λαιμό του, ξεριζώνοντάς του το κεφάλι. Σηκώνει το σώμα από την ουρά και το πετάει με δύναμη σε ένα δέντρο, όπου καρφώνεται η πλάτη του.

Σαν να μην τρέχει τίποτα, πηγαίνει πίσω και σηκώνει το σπαθί. Μία εβδομάδα μετά φτάνει στο μέρος από όπου ξεκίνησε. Ο παππούς του είχε υποσχεθεί ότι αν έφερνε τα δύο αυτά σπαθιά θα του μάθαινε το στυλ μάχης του πατέρα του. Αλλά αυτό που του είπε μόλις επέστρεψε ήταν «δεν έχεις να μάθεις τίποτα. Τα δύο αυτά Prose Skallagrimsson έχουν κάτι διαφορετικό από τα άλλα. Κοίτα στο τέλος της λαβής.»

Πλέον, του έμενε ένα ακόμη σπαθί. Ήταν στον τόπο όπου κατέληξε στην αρχή. Στο πιο ψηλό βουνό. Σκαρφάλωνε επί μέρες. Τα χέρι του ήταν γδαρμένα και έβγαζαν αίμα. Η βροχή δε σταμάταγε και είχε να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα και τον δυνατό αέρα. Παρόλα αυτά δεν το έβαζε κάτω, έφτασε στην κορυφή. Από εκεί μπορούσε να δει καλύτερα το πεδίο της μάχης. Όντως, φαινόταν άπειρο, τεράστιο και αχανές.

Στα δεξιά του βρισκόταν ένα βωμός. Πάνω του ήταν ένα σπαθί τυλιγμένο σε ένα σκούρο μπλε μανδύα. Φτάνει προς το μέρος του σπαθιού.

«Τι θες;» τον ρωτάει κοφτά και απότομα. Γυναικεία φωνή.
«Να έρθεις μαζί μου.»
«Δε γίνεται. Δε μπορώ να φύγω από αυτό το μέρος.»
«Γιατί;»
«Γιατί απλά δε μπορώ.»

Εκείνη τη στιγμή γίνεται σεισμός.

«ΦΥΓΕ ΓΡΗΓΟΡΑ!» του λέει. «Έρχεται αυτός που με προστατεύει. ΕΞΑΦΑΝΙΣΟΥ!» συμπληρώνει.

Ο σεισμός δεν έλεγε να σταματήσει. Πίσω από το σπαθί αρχίζει να εμφανίζεται μία μορφή. Η κορυφή ενός κεφαλιού. Όσο πέρναγαν τα δευτερόλεπτα, φανερωνόταν περισσότερο η μορφή αυτού του «προστάτη».

Ήταν πιο άθλια, πιο άσχημη, πιο μακάβρια από ότι την περιέγραφαν.

Ο λαιμός και κεφάλι ήταν σχεδόν ένα. Χοντρός. Η ανάσα του ήταν αποκρουστική, πέθαινες και μόνο που τη μύριζες. Και... ένα μάτι.

Ένας Κύκλωπας.

Ήταν αυτό που είχε δει μόλις σηκώθηκε. Ήταν τεράστιο. Στο χέρι του κράταγε έναν κορμό δένδρου αλλά μετά από τόσα χρόνια είχε πάρει το σχήμα ενός τεράστιου ρόπαλου.

Παρά το μέγεθος και τα κιλά του, ήταν αρκετά γρήγορο. O Rinslet δεν κατάλαβε πότε τον χτύπησε και βρέθηκε πίσω στους βράχους. Ανέπνεε λες και ήταν κάτω από το νερό για πολλά λεπτά χωρίς ανάσα.

Αρχίζει να φανερώνεται το τελευταίο σπαθί που πήρε. «Πως σε λένε;» ρώτησε γρήγορα ο Rinslet. «Allen» απαντάει το σπαθί. Χωρίς πολλά-πολλά πήγε προς το μέρος του Κύκλωπα προσπαθώντας σκληρά να αποφύγει το δέντρο που είχε για ρόπαλο.

Το μόνο που του προκαλούσε ήταν ουλές, τίποτα άλλο. Έτσι σκέφτηκε να καλέσει δεύτερο σπαθί. Ήταν πρώτη φορά που θα το έκανε. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε να καλέσει δύο σπαθιά σαν τον αδερφό του.

Παρόλα αυτά, τα κατάφερε. Εκείνη τη στιγμή παρατήρησε κάτι παράξενο, αλλά δεν του έδωσε σημασία και συνέχισε να κατευθύνεται γρήγορα προς τον Κύκλωπα. Ήταν φανερό πως έπρεπε να τον σκοτώσει, αλλιώς δε θα μπορούσε να ξεφύγει με το σπαθί. Σκέφτηκε γρήγορα ένα σχέδιο. Είχε πολύ ρίσκο, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή.

Πηγαίνει λαχανιασμένος πίσω από τον Κύκλωπα και του καρφώνει τα σπαθιά όσο πιο βαθιά μπορούσε στα πόδια. Πριν πέσει κάτω ο Κύκλωπας, ρίχνει μία με το ρόπαλο αλλά δεν βρήκε το στόχο του. Με όση δύναμη του είχε μείνει, είχε πάει μπροστά από τον Κύκλωπα και σκαρφάλωνε προς το κεφάλι του.

Ήταν ενάντια στο ένα του, αλλά τεράστιο, μάτι. Ήταν παράξενο. Σαν εξωγήινο. Δεν είχε όμως χρόνο να σκέφτεται τέτοια. Καρφώνει τα δύο σπαθιά στο λαιμό όσο πιο δυνατά μπορούσε. Σχεδόν έβαλε και τις λαβές μέσα.

Τι ιδιαίτερο είχαν αυτά τα σπαθιά; Δύο αλυσίδες στο τέλος της λαβής.

Μόλις τα έχωσε μέσα στο λαιμό του Κύκλωπα, εκείνος άρχισε να γυρίζει πέρα δώθε. Δε μπορούσε να σταματήσει τις άγριες κινήσεις.

Αμέσως πιάνει τις αλυσίδες και βάζει το πόδι του μπροστά από το μάτι του Κύκλωπα. Βάζει δύναμη στο πόδι και πηδάει προς τα πίσω, όσο πιο μακρυά μπορούσε. Οι αλυσίδες άρχισαν να ξετυλίγονται.

Όμως ο Κύκλωπας έκανε απότομες κινήσεις και ο Rinslet δεν είχε τη δύναμη να τον σταθεροποιήσει, οπότε πήγαινε αριστερά και δεξιά. Με όση δύναμη του είχε απομείνει τραβάει τα σπαθιά από τις αλυσίδες και ξεριζώνει το κεφάλι του Κύκλωπα ο οποίος πέφτει από το βουνό.

Παίρνει μία γρήγορα ανάσα και κατευθύνεται προς το σπαθί.

«ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΕΚΕΙ;;» φωνάζει δυνατά και γεμάτο ενθουσιασμό η γυναικεία φωνή.
«Το σκότωσα» λέει ψυχρά ο Rinslet.
«Με ελευθέρωσες...» του λέει.
«Έτσι φαίνεται..»

Ξαφνικά πέφτει σιγή.

«Θες να έρθεις μαζί μου;» ρωτάει ο Rinslet.
«Δε μπορώ» του λέει και συμπληρώνει «περιμένω τον δημιουργό μου.»
Τότε την ρωτάει πόσα χρόνια βρίσκεται εδώ.

«Πολλά. Ίσως και άπειρα.»
«Τότε τι περιμένεις; Έλα μαζί μου και θα βρούμε τον δημιουργό σου. Το υπόσχομαι.»

Σιωπή.

«Το υπόσχεσαι... Αλήθεια;»
«Ναι, γιατί να πω ψέματα;»
«Δε ξέρω. Έχω δει όμως τόσα ψέματα μπροστά μου που μου είναι δύσκολο να εμπιστευτώ ξανά ανθρώπους.»
«Πολύ καλά, η επιλογή είναι δική σου.» της λέει. «Μπορείς να μείνεις εδώ άλλα εκατομμύρια χρόνια και να περιμένεις να έρθει ο δημιουργός σου. Αλλά δε νομίζω να πιστεύεις ακόμη και εσύ η ίδια σε αυτό το ψέμα...»

Σιγή.

Γυρνάει την πλάτη του και πάει να φύγει.

«ΠΕΡΙΜΕΝΕ!» φωνάζει η γυναικεία φωνή. «Έχεις... δίκιο. Θα έρθω μαζί σου.»

Πάει προς το βωμό. Βγάζει το σκούρο μπλε μανδύα, αλλά μέσα του δεν υπήρχε τίποτα. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε απορημένος.
«Λίγοι έχουν μπορέσει να δούνε πως πραγματικά είμαι.»
Δεν το σχολιάζει. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να πάει πίσω στον παππού για να του πει πως θα φύγει από αυτό το μέρος, όπου ο χρόνος δεν είναι ποτέ σίγουρος πόσο γρήγορα θα περάσει.

Πριν φύγει, ο παππούς βγάζει ένα μακρύ απαλό, μαύρο αντικείμενο στο μήκος μιας ζώνης. «Ήταν του πατέρα σου.» του λέει. «Ξέρω πως όλοι οι Vipode αντιμετωπίζεται κάτι ολόιδιο... τον εαυτό σας. Κανένας δεν κατάφερε να ξεφύγει από αυτός, και μάλλον κανένας δεν θα ξεφύγει.»
«Τι είναι;»
«Ελέγχεις καλύτερο τον άλλο σου εαυτό. Ή πες τον όπως θες. Αλλά με κόστος τη δύναμή σου. Δεν θα σε βοηθάει για πάντα όμως... Πρόσεχε»

Αφού του έδειξε πως να φύγει, φτάνει σε κάτι νερά. Κατάμαυρα. Εκεί υπήρχε μία βάρκα. Όχι και στην καλύτερη κατάσταση. Φαινόταν πολλών χρόνων. Διέσχισε την όχθη με αυτήν.

Απέναντι καθόταν ένας άνθρωπος ντυμένος στα μαύρα. Δεν μπορούσες να δεις κανένα μέρος του σώματός του. Τον αγνόησε. Σκεφτόταν πως είχε πεθάνει. «Αυτός ο κόσμος είναι τρελός, ποτέ δεν ξέρεις» είπε από μέσα του.

Μπροστά του, σε απόσταση 1 μέτρου βρισκόταν η πύλη που θα τον οδηγούσε πίσω. Θα έφευγε από αυτόν τον τρελό κόσμο που η ιστορία, η φρικτή ιστορία του, είχε ξεχασθεί με τα χρόνια.

Πριν προλάβει να κάνει ένα βήμα, ένα τεράστιο δρεπάνι πετιέται στα πόδια του. Χωρίς κανέναν δισταγμό γυρίζει πίσω να δει τι συμβαίνει. Η φιγούρα στα μαύρα έλειπε. Αρχίζει να κάνει κρύο. Το νερό άρχιζε να παγώνει και εμφανίστηκε πυκνή ομίχλη.

Ακούστηκε μία φωνή από πίσω λέγοντας «Κανένας δεν ξεφεύγει από τον Θάνατο

Κράταγε το αντικείμενο στα χέρια του, αλλά κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει. Η κατάσταση δεν το επέτρεπε. Πόσο μάλλον όταν σαν κόστος είναι η δύναμή σου.

Το βάζει στην τσέπη του, και γυρίζει με ένα τρελό χαμόγελο.

«Για να δούμε ποιος από τους δύο είναι ο θάνατος.»
Quote:Τι ιδιαίτερο είχαν αυτά τα σπαθιά; Δύο αλυσίδες στο τέλος της λαβής.

Μόλις τα έχωσε μέσα στο λαιμό του Κύκλωπα, εκείνος άρχισε να γυρίζει πέρα δώθε. Δε μπορούσε να σταματήσει τις άγριες κινήσεις.

Αμέσως πιάνει τις αλυσίδες και βάζει το πόδι του μπροστά από το μάτι του Κύκλωπα. Βάζει δύναμη στο πόδι και πηδάει προς τα πίσω, όσο πιο μακρυά μπορούσε. Οι αλυσίδες άρχισαν να ξετυλίγονται.

Όμως ο Κύκλωπας έκανε απότομες κινήσεις και ο Rinslet δεν είχε τη δύναμη να τον σταθεροποιήσει, οπότε πήγαινε αριστερά και δεξιά. Με όση δύναμη του είχε απομείνει τραβάει τα σπαθιά από τις αλυσίδες και ξεριζώνει το κεφάλι του Κύκλωπα ο οποίος πέφτει από το βουνό.

Να και το god of war Toungue

Καλά πας, συνέχισε έτσι.
Βουτάει το δρεπάνι από κάτω, κάνει ένα βημά μπροστά με το δεξί του πόδι και του το ρίχνει στο στήθος. Φυσικά δεν βρήκε το στόχο του. Το έπιασε τόσο απλά, λες και του το πέταξε απλά για να το πιάσει.

Κατευθείαν έτρεξε προς το μέρος του, χωρίς κανένα σπαθί. Πάει να του χώσει μπουνιά αλλά εκείνος του πιάνει το χέρι. Ο Rinslet αρχίζει να ζαλίζεται, χάνει το βήμα του και πέφτει κάτω.

«Τ-τι έκανες;» τον ρώτησε υποφέροντας.
«Τίποτα, απλά σου πήρα 1 χρόνο από τη ζωή σου.»

Εκείνη τη στιγμή άρχισε να αποκτά σάρκα. «Από ότι φαίνεται, θα έρθω να σε πάρω 1 χρόνο νωρίτερα» του είπε ψυχρά, αλλά χαμογελώντας.

Έβαλε όση δύναμη είχε και σηκώθηκε. Δεν μπορούσε να χάσει, ειδικά τώρα που είναι ένα βήμα πριν την πύλη. Φανερώνονται ο Allen και το Borealis.

«Prose Skallagrimsson; Τα σιχαίνομαι..» λέει ο Θάνατος και τρέχει προς το μέρος του έτοιμος να θερίσει το κεφάλι του Rinslet. Εκείνος αμύνεται με τον Allen και πάει να τον χτυπήσει με το Borealis στην κοιλιά, αλλά ο Θάνατος του πιάνει το σπαθί και με μία απότομη κίνηση τον ρίχνει κάτω.

«Έπρεπε να είχες πεθάνει πριν 18 χρόνια.» λέει ο Θάνατος.

Σηκώνει το δρεπάνι για αν τον χτυπήσει, αλλά ο Rinslet σηκώνεται απότομα και τον χτυπάει στο σαγόνι με το κεφάλι του. Ο Θάνατος, ζαλισμένος, κάνει 4 βήματα πίσω. Ο Rinslet σηκώνεται και τρέχει προς τα πάνω του, γλιστράει σε κάτι μικρές πέτρες που βρίσκονταν εκεί, αλλά βρέθηκε πίσω από την πλάτη του Θανάτου. Ήταν έτοιμος να του επιτεθεί και με τα δύο και να του πάρει το κεφάλι, αλλά από ότι φαίνεται ο Θάνατος είχε άλλα σχέδια.

Οι κινήσεις του ήταν αργές. Πολύ αργές. Γυρίζει και τον κοιτάει. Παίρνει τον χρόνο του. Σηκώνει το δρεπάνι και πριν προλάβει να του το καρφώσει στο κεφάλι, τα μάγια λύνονται και ο Rinslet καταφέρνει να το αποφύγει.

Έμεινε εκεί να τον κοιτάζει αποσβολωμένος. «Τι έκανες εκεί; Πως ξέφυγες από τον χρόνο

Ο Rinslet έμεινε να τον κοιτάει απορημένος. «Ποιος είσαι; Γιατί έχεις Prose Skallagrimsson;» ρώτησε εκνευρισμένος ο Θάνατος.

Συνέχισε να τον κοιτάει απορημένος. «ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΠΟΥ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ;!» φώναξε δυνατά ο Θάνατος.

Είπε ψυχρά «Rinslet Vipode»


«Ααα... ννναιι... Vipode. Είστε ολόιδιοι...»
«Τι εννοείς;»
«Ίδιος με τον πατέρα σου.»
«ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ;»
«Ναι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το πρόσωπο...»

Μέσα σου ο Θάνατος σκεφτόταν χίλια-δύο πράγματα. πως στο καλό ξέφυγε από τα μάγια; Δεν έκανε κάτι σωστά;

Το χαμόγελο έφυγε από το πρόσωπο του Rinslet. Επέστρεψε στο κλασικό, παγερό και θλιβερό ύφος που έχει πάντα. Μόλις το βλέπει αυτό ο Θάνατος εξοργίζεται. «ΜΗ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ!»
«Δε σε καταλαβαίνω...»
«Όλοι... όλοι με κοιτάνε έτσι! ΔΕΝ ΔΙΑΛΕΞΑ ΕΓΩ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΜΟΙΡΑ!» «Ο Θεός είναι άκαρδος...» συμπληρώνει μετά.
Ο Rinslet ήθελε πάση θυσία να φύγει. Τα λόγια του τού φάνηκαν περίεργα, οπότε αποφάσισε να τον πάρει με το μέρος του και τον ρωτάει «μπορώ να σε βοηθήσω;»

Ο Θάνατος αρχίζει να γελάει ειρωνικά. «Εσύ; ΕΜΕΝΑ; Αυτή είναι η μοίρα του πρώτου ανθρώπου...»
«Δεν σε καταλαβαίνω..»
«Δεν μπορείς να με βοηθήσεις. Είμαι ο πρώτος άνθρωπος που δημιουργήθηκε σε αυτόν τον κόσμο. Και... αυτή εδώ...» ενώ δείχνει τα κοκαλιασμένα χέρια του «είναι η μοίρα μου!»

Γιατί του τα λέει όλα αυτά; Ίσως στο πρόσωπο του Rinslet βρήκε λίγη βοήθεια, αλλά, όντως, ο Rinslet δε μπορούσε να κάνει τίποτα. Ίσως του τα έλεγε γιατί ένιωθε μοναξιά. Δεν είχε κανέναν άλλον με τον οποίον μπορούσε να μιλήσει. Ή τουλάχιστον να αισθανθεί ζωντανός, ακόμα κι αν αυτή η ζωντάνια προερχόταν από μία μάχη θανάτου.

Πολλές ερωτήσεις δημιουργήθηκαν στο μυαλό του Rinslet. Ο Θάνατος είναι ο πρώτος άνθρωπος; Τι είναι τέλος πάντων αυτοί; Όλα αυτά του έφεραν ζαλάδα. Ο Θάνατος βρήκε την ευκαιρία και όρμησε κατά πάνω του. Του κάνει επίθεση με το δρεπάνι. Ο Rinslet πάει να την αποφύγει αλλά τον βρίσκει στο αριστερό μπράτσο και του πέφτει το Borealis.

Έπρεπε να ορμήσει κι αυτός. Εξάλλου, για τον Rinslet «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση». Αφήνει τον Allen από το δεξί του χέρι, πιάνει το δρεπάνι με, το βάζει με δύναμη στο έδαφος και του ρίχνει κουτουλιά. Ο Θάνατος πάει προς τα πίσω. Με το αριστερό του χέρι σηκώνει το δρεπάνι, με το δεξό ξαναπιάνει τον Allen και ορμάει προς το μέρος του.

Κάνει επίθεση με τον Allen. O Θάνατος του πιάνει το σπαθί. Παρόλα αυτά έχει το δρεπάνι. Με μία γρήγορη κίνηση του κόβει τα «πόδια». Η θέλησή του να φύγει είναι μεγάλη! Ο Θάνατος πέφτει κάτω. Ο Rinslet πάει σιγά σιγά προς το μέρος του. Ο Θάνατος προσπαθούσε να απομακρυνθεί με τα χέρια του, αλλά πόσο γρήγορα να φύγει;

Τελικά, φτάνει από πάνω του με το δρεπάνι. Το σηκώνει και του το καρφώνει... δίπλα στο κεφάλι. Του λέει «μπορώ να σε καταλάβω πως νιώθεις για τη μοίρα σου. Μπορεί να έχω εντελώς διαφορετική μοίρα, αλλά δε μπορώ να σταματήσω να τη μισώ» Ο Θάνατος τον κοίταζε απορημένος. Δεν συνέχισαν την κουβέντα. O Rinslet κατευθύνθηκε προς την πύλη.

Πριν μπει μέσα, βγάζει το αντικείμενο, σαν ύφασμα από μανδύα ήταν, που είχε βάλει στην τσέπη του και το τυλίγει γύρω από το πρόσωπό του. Μόνο το δεξί του μάτι φαινόταν. Κανένας δεν μπορούσε πλέον να τον αναγνωρίσει. Βάζει την μαύρη κουκούλα και μπαίνει μέσα στην πύλη. Από τη στιγμή που έφτασε σε αυτόν τον κόσμο έως να μπει μέσα στην πύλη, είχαν περάσει 4 χρόνια. Όμως καμία διαφορά δεν υπήρχε στο σώμα του. Και το παράξενο είναι ότι πέρασαν τα χρόνια χωρίς ίχνος φαγητού.

Βρίσκεται, επιτέλους, σε έναν κόσμο που ξέρει. Αυτή η πύλη δεν τον έβγαλε στη γη όπως περίμενε, αλλά στον πάνω κόσμο, έξω από το παλάτι στο οποίο ζούσε μικρός. Φρικτές αναμνήσεις ήρθαν στο μυαλό του. Φυσικά, το ότι βρέθηκε εδώ ήταν καλύτερο από ότι πίστευε. Σε αυτόν τον κόσμο, είχε περάσει μόλις 1 χρόνος όμως.

Είχε χάσει το Freyr, αλλά στην κατοχή του είχε τρία νέα σπαθιά. Το παράξενο είναι πως αν καταστραφεί το Prose Skallagrimsson σου, τότε πεθαίνεις κι εσύ. Αυτό τον έβαλε σε υποψίες πως υπάρχει το δικό του σπαθί ακόμα.

Επιπλέον, το να επικοινωνήσεις με ένα Prose Skallagrimsson δεν είχε ακουστεί ποτέ. Γνώριζαν πως δημιουργόντουσαν από τη ψυχή των κατόχων τους και είχαν δική του βούληση, αν και ποτέ δεν πήγαιναν ενάντια στον δημιουργό τους. Παρόλα αυτά, ο Rinslet όχι μόνο επικοινωνούσε, αλλά υπό σπάνιες συνθήκες, μπορούσε να δει και τη «μορφή» τους. Αυτή η μορφή συνήθως ήταν σαν μία μάζα αερίων με ένα διαφορετικό χρώμα για κάθε σπαθί. Όταν το είχε πει στην Οργάνωση, κανένας δεν τον είχε πιστέψει. Ίσα-ίσα, τον έβγαλαν τρελό.

Δε μπορούσε να επικοινωνήσει με τα άλλα σπαθιά. Ο λόγος είναι άγνωστος. Παρά μόνο με τη Bernadette. Είναι η γυναικεία φωνή που προέρχεται από το σπαθί που πήρε νικώντας τον Κύκλωπα. Η ιστορία αυτού του σπαθιού είναι άγνωστη, όχι, μυστήρια.

«Τί σκοπεύεις να κάνεις τώρα;»
«Θέλει και ερώτηση; Θα προχωρήσω στον αφανισμό τους!»
«Έχεις σχέδιο;»
«Όχι...»
«Είσαι εναντίων 20 Θεών, και δεν έχεις σχέδιο; Είσαι σοβαρός μικρέ; Τι έχεις στο κεφάλι σου; Τί θα έκανες;»

Οι μέρες προχωρούσαν και ο Rinslet ζούσε στις σκιές. Δεν είχε που να πάει. Στο παλάτι δε μπορούσε και η Οργάνωση είχε καταστραφεί. Μόνο δύο μέλη είχαν σωθεί. Αυτός, και ο Walker.

Ένα μήνα μετά ανακοινώθηκαν το «Πεδίο των Ονείρων». Είναι μάχες προς τιμήν των Θεών. Αλλά η σωστή λέξη είναι θυσίες, εφόσον ο καθένας μπορούσε να σκοτώσει τον αντίπαλό του μέσα στη μάχη. Οι Θεοί απολάμβαναν ένα τέτοιο θέαμα. Κυρίως οι 5 Θεοί του κάτω κόσμου και οι ουδέτεροι 10, ο πραγματικός στόχος του Rinslet.

Στο «Πεδίο των Ονείρων» εμφανίστηκαν κάθε λογής άνθρωποι. Κυρίως αιμοδιψείς. Στόχος τους; Η εύνοια των Θεών και η πραγματοποίηση μιας επιθυμίας. Κυρίως αυτές οι επιθυμίες ήταν πλούτη και άλλα τέτοια πράγματα. Δε δίσταζαν να τις πραγματοποιούν, εφόσον το χρήμα δε σημαίνει τίποτα για αυτούς. Είχαν και εκείνοι το δικό τους στόχο, και το χρήμα δεν ήταν κάτι που θα τους εμπόδιζε.

Οι μέρες περνούσαν και ο Rinslet μετά από 3, όχι, μετά από 1 χρόνο προσαρμόστηκε δύσκολο στον τρόπο που περνάει ο χρόνος σε αυτά τα μέρη. Τόσο δύσκολα που του έμενε μία μέρα για να ταξιδέψει μέχρι τον τόπο που θα διεξαγόταν το «Πεδίο των Ονείρων». Δε μπορούσε να φτάσει με τα πόδια. Ευτυχώς για αυτόν μία άμαξα πέρασε από δίπλα του τη στιγμή που άρχισε να τρέχει. Απείλησε τον οδηγό και του άλλαξε τη διαδρομή. Πάλι καλά ο οδηγός ήξερε τι χρειαζόταν για να δηλώσει συμμετοχή.

Ένα χαρτί με το όνομά σου. Φυσικά αυτό το όνομα μπορούσε να είναι ψεύτικο. Δεν τους ενδιέφερε καθόλου. Ήθελαν μόνο μάχη, βία και αίμα.

Λίγο πριν λήξει η διορία, τρέχει μέχρι τον πάγκο και χτυπάει δυνατά το χέρι του στο οποίο κρατούσε το χαρτί με το όνομα του. Ψεύτικο φυσικά. Είχε προλάβει. Οι αγώνες άρχιζαν!

Δεν είχε ιδέα όμως τι του επιφυλούσε η μοίρα και πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα.




Τέλος 1.5 μέρους και έβαλα λίγο από το 2.

2ο μέρος λοιπόν. Το μέρος που γίνονται όλα τα holy shit και δε ξέρω κι εγώ τι γεγονότα!
Τα ορθογραφικά λάθη πρόσεχε. Big Grin
αχχαχαχα τι μου λες τώρα; Toungue Αλλάζω γλώσσες, κενά μπαίνουν μόνα τους, άλλα κεφαλαία και άλλα μικρά. Τα νεύρα μου.

Για πες καμιά γνώμη μωρέ.
Αφού την ξέρεις την γνώμη μου, τι κάθεσαι κ με ρωτάς.

off topic : έχει animecast με αφιέρωμα στο tri-gun.
1:30 ωρα το διαβάζω επειδή ήθελα να διαβάσω ενα βιβλιο πριν κοιμηθώ. Ρε... Τι γαματη ιστορία έχω φτιάξει;;; Big Grin Και στο 1ο μέρος είχα δακρυσει. Λογικό, τα λόγια δεν φτάνουν ούτε το 100% των σκηνών.


Περιμένετε νεο τσαπτερ(όσοι το διαβάζετε :ρ)
Μέρος 2ο


Εξέλιξη... Μεταμόρφωση. Δύο όμορφες λέξεις με εντελώς διαφορετικό νόημα.

Το θέμα είναι... μπορεί κάποιο ον να εξελιχθεί ή να μεταμορφωθεί; Η ιστορία του κόσμου είναι αχανής...




«Πεδίο των Ονείρων». Κρίμα που το περιεχόμενο αυτών των αγώνων δεν είναι τόσο ωραίος όσο ο τίτλος τους. Οι αγώνες αυτοί γίνονται κάθε 7 χρόνια και ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει. Όλοι θέλουν μία επιθυμία τους να εκπληρωθεί. Τρομερός δεν είναι; Αυτός ο κόσμος...

Ίσως όμως δεν φταίει ο κόσμος. Μήπως ο άνθρωπος; Ίσως ο Θεός; Θεός; Αλλά μπορεί να φταίει και ο κόσμος ο ίδιος... Κανένας δε ξέρει και δυστυχώς κανένας δε θα μάθει.

Μέσα σε ένα δωμάτιο, 100 άτομα περιμένουν να έρθει η ώρα τους για να βγουν εκεί έξω, μπροστά στα μάτια των Θεών και των πρώτων ανθρώπων και να σκοτώσουν. Μονάχα για μια τους επιθυμία.

Στα 100 αυτά άτομα, 4 φοράνε τα ρούχα της Ομάδας. Αυτό είναι αδύνατον, διότι ο Rinslet και ο Walker ήταν οι τελευταίοι επιζήσαντες.

Ποια όμως είναι αυτή η Ομάδα; Ακούγεται σαν μια παντοδύναμη οργάνωση ή κάτι τέτοιο. Και ναι, είναι κάτι τέτοιο. Γεμάτη από ανθρώπους που δεν μπορούσαν άλλο τη βασιλεία αυτών των «Θεών», είτε στον πάνω είτε στον κάτω κόσμο. Ο καθένας είχε τους λόγους του που μπήκε σε αυτήν την οργάνωση. Δημιουργήθηκε από τον Rinslet και τον άλλον... δεν έμαθε ποτέ το όνομα του. Δεν είχαν πει ο ένας στον άλλον τους λόγους που μισούσαν τους Θεούς, αλλά μπορούσαν να δουν ότι το μίσος που έτρεφαν ήταν ίδιο.

Αρχηγός όμως της Ομάδας ήταν εκείνος. Πραγματικά, πανέξυπνος και ταλαντούχος. Είχαμε νικήσει άπειρες φορές εναντίων των Θεών. Αλλά εκείνη τη μέρα... οργανώναμε την επίθεσή μας στο Βασίλειο. Θα ξεκινάγαμε με τον πάνω κόσμο. Αλλά δεν ήμασταν οι μόνοι που οργανώναμε σχέδιο εξόντωσης. Δεχτήκαμε τρομερό πλήγμα. Αμέτρητοι Άγγελοι έκαναν επίθεση και σκότωσαν τους πάντες. Το έβλεπα μπροστά μου, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Είχα πέσει κάτω. Δε μπορούσα να ακούω τις κραυγές τους. Ήταν θαύμα και πως έζησα. Ο Walker με έσωσε. Κακές αναμνήσεις...

Οι αγώνες έχουν αρχίσει. Η αρχή δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Δεν εντυπωσιάστηκαν καν. Εδώ μιλάμε για πρώτους ανθρώπους. Σίγουρα θα έχουν περισσότερη δύναμη από το κανονικό και κάποιο είδος μαγείας. Και μάλλον το αφήνουν για το τέλος.

Έως ότου ήρθε η σειρά μου.

Δεν ήθελα να αποκαλύψω τίποτα. Υποτίθεται ότι για αυτούς είμαι νεκρός. Οπότε... χρησιμοποίησα τα χέρια και τα πόδια μου. Πραγματικά, αν γεννιόμουν ξανά και αυτές τις ικανότητες, θα πήγαινα να μάθω κάποια πολεμική τέχνη. Πάλι καλά που ο αντίπαλος ήταν εύκολος.

Σε αυτούς τους αγώνες τα είδα όλα. Από σπαθιά και μαγείες μέχρι όπλα.


Όλα πήγαινα τέλεια. Μέχρι που έφτασε ο 3ος μου αγώνας. Η αρχή μου.

Ο τύπος ήταν υπερόπτης. Κοίταζε τους άλλους σαν σκλάβους. Νόμιζε πως ήταν ο καλύτερος. Αλλά δε με ενόχλησαν αυτά πάνω του. Γενικά... η ίδια του η ζωή... μου την έσπαγε.

Μίλαγε πολύ κατά τη διάρκεια του αγώνα.

Αρχίσαμε και οι δύο με κλωτσιές και μπουνιές. Μπορώ να πω πως ήταν πολύ δυνατός, αλλά όχι και γρήγορος. Μετά από μερικές μπουνιές άρχισε να τσαντίζεται. Τσαντιζόταν άγρια. Όταν πήγα να του δώσω μπουνιά, αυτός αμύνθηκε με το χέρι του, του οποίου το συγκεκριμένο μέρος άλλαξε μορφή... Μεταμορφώθηκε; Πείτε το όπως θέλετε. Ήταν σα να ήταν μέρος μιας μαύρης πανοπλίας.

Έκανα 6 γρήγορα βήματα προς τα πίσω. Σάστισα. Είχα μείνει έτσι και απλά κοίταζα το χέρι του.

Και τότε... τότε θυμήθηκα τα λόγια του παππού, που μου είχε πει πριν φύγω από εκείνον τον κόσμο. Πριν πάω στον Θάνατο για τον θάνατό μου.

-Και; Πως τα τους ξεχωρίσω; Το να μου λες ότι είναι πρώτοι άνθρωποι δε με βοηθάει σε τίποτα.
-Ναι... το καταλαβαίνω. Πες μου... Είχες δει την αληθινή μορφή του Lurio;
-Αληθινή; Δηλαδή;
-Δηλαδή... κάτι σαν.... μεταμόρφωση. Να αλλάξει η μορφή του γενικά. Γρήγορα. Κάτι τέτοιο.
-Ναι.... τώρα που το λες... ναι...
-Ωραία. Κάθε μεταμόρφωση είναι αποτέλεσμα εξέλιξης. Μην συγχέεις τους δύο αυτούς όρους όμως. Κάποια μέρα θα τους καταλάβεις πολύ καλύτερα πιστεύω.


Ακόμα όμως δεν με έχει πείσει ο αντίπαλός μου. Και έτσι, έτρεξα προς τα πάνω του.

Άρχισα να τον βαράω με όλη μου τη δύναμη. Βασικά, με όση δύναμη μου είχε απομείνει λόγω αυτής της βλακείας που έβαλα στη μούρη μου. Από ότι φαίνεται όμως, ήταν αρκετό.

Το τελειωτικό χτύπημα όμως ήταν η κουτουλιά που του έριξα στη μύτη. Βρέθηκε 2 μέτρα μακρυά κουνώντας στο κεφάλι του πέρα δώθε. Ναι, όντως ήταν το χτύπημα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Άρχισε να φωνάζει σαν μανιακός και το σώμα του άρχισε σιγά-σιγά να μεταμορφώνεται. Μια κατάμαυρη πανοπλία λες και σου έλεγε πως είναι έτοιμος να σπείρει τον θάνατο. Ερχόταν αργά προς το μέρος μου. Όμως είχα μείνει να τον κοιτάζω.

Ένας «Θεός» έπαιρνε μέρος στους αγώνες. Γιατί; Δε με ενδιέφερε όμως...

Τελικά, έφτασε μπροστά μου. Έπιασε το λαιμό μου και με σήκωσε προς τα πάνω. Το έκανε να φαίνεται τόσο εύκολο. Χωρίς να το καταλάβω, έπεφτα. Έπεφτα σε έναν κύκλο κάτω από τα πόδια μου γεμάτος σκοτάδι, πίκρα και δε ξέρω κι εγώ τι άλλο.

Έβλεπα να το πιο φρικτά γεγονότα της ζωής μου ξανά και ξανά. Δεν το άντεχα. Ήταν θέμα χρόνου πριν πεθάνω εδώ μέσα που με έχει κλείσει. Άρχισα να ακούω φωνές. Τρελαινόμουν. Έπρεπε να περάσει 1 λεπτό μέχρι να καταλάβω τι λέγανε. Λέγανε για μένα. Γιατί για μένα; Γιατί μου μιλάνε;

«Να ακουστεί το όνομα της οικογένειάς σου. Αυτός είναι εκεί έξω. Απλά θα μείνεις έτσι; Έλα μαζί μας. Μια δύναμη. Δεν θα έχεις ζωή μέχρι να τους σκοτώσεις όλους. Αποδέξου το, 13. Θα σε βοηθήσουμε να βγεις από εδώ.»

Συνολικά, άκουσα 8 φωνές. Άρχισα να βλέπω και εικόνες εκτός από το άπειρο μαύρο που υπήρχε.

Άπειρος στρατός. Φωνές παντού. Αυτό το βουνό... Κάπου το ξέρω. Στα δεξιά μου έβλεπα κάτι πελώριο. Δε μπορούσα να γυρίσω. Αλλά ήταν σίγουρα πελώριο και... έπεφτε κάτω.

Οι εικόνες άρχισαν σιγά σιγά να αλλάζουν.


10 άτομα εναντίον ενός. Αυτός.. κρατάει ένα μπλε μανδύα με κάτι μέσα. Κάπου το έχω ξαναδεί αυτό... Μπαμπά;

-Αυτή τη δύναμη... τη θέλω.
-Την έχεις ήδη.
-...
-Σκότωσέ τους.


Ο ιππότης με τη μαύρη πανοπλία είχε απομακρυνθεί ήδη 3 μέτρα από τον κύκλο με το σκοτάδι. Άρχισε να σπάει λες και είχε γίνει στερεό.

5 άτομα. 5 νέα άτομα κρατάνε το δεξί τους χέρι. Ο καθένας με ένα διαφορετικό σύμβολο, και, αν και δε το ξέρουν, είναι μία ομάδα.
  1. Ένα «μέλος» της Οργάνωσης.
  2. Ένας ανέκφραστος, λες και δεν τον νοιάζει καθόλου.
  3. Ένα χαρούμενο άτομο που προστατεύει τον μικρό του αδερφό.
  4. Μία μικρή άγγελος.
  5. Η κόρη του Lurio, η Μαριάννα.


O Lurio βλέπει το χέρι της κόρης του. Ξέρει κάτι παραπάνω. Κοιτάει κατευθείαν την τεράστια αρένα.

Μέσα από τις σκιές κάτι φαίνεται στο δεξί του χέρι. Το οικόσημο της οικογένειάς του φαίνεται ξεκάθαρα. Δεν είναι τίποτα πολύπλοκο.

Ο μαύρος ιππότης αρχίζει να τα χάνει βλέποντας αυτό το οικόσημο. Γυρνάει το κεφάλι του προς αυτούς που βλέπουν τη μάχη και φωνάζει «GANTLET ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ; ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΟΤΙ ΤΟΥΣ ΕΙΧΑΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΙ!! ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΠΟΜΕΝΗ ΓΕΝΙΑ!» Χωρίς να πάρει απάντηση, γυρνάει αργά το κεφάλι του.

Ο Rinslet σκέφτεται από μέσα του «Την κατάσταση πριν 500 χρόνια. θα την δημιουργήσω εγώ.» Όταν τελειώνει την πρότασή του σηκώνει το δεξί του χέρι και εμφανίζεται το Borealis. O Lurio δε μπορεί να το πιστέψει. Όχι μόνο υπάρχει πιθανότητα να είναι απόγονος της οικογένειας των Βιπόντ, αλλά έχει και το σπαθί μου είχε κρύψει σε εκείνον τον κόσμο.

Ο Rinslet κατεβάζει αργά το χέρι του και λέει σιγά «Reverse Mode. 2» Ο ιππότης το άκουσε. Σάστισε.

Δύο τεράστιες πύλες εμφανίζονται από πίσω του. Από μέσα τους, βγαίνουν χιλιάδες μαύρα σώματα. Πεθαμένα. Το ένα ενωμένο με το άλλο. Σα να μην έφτανε αυτό, 2 τεράστια χέρια 20 μέτρα σε πάχος αρχίζουν να βγαίνουν. Ξαφνικά, όλοι με το δείκτη τους δείχνουν τον μαύρο ιππότη. Τι σημαίνει αυτό;

Οι πύλες άρχισαν να εξαφανίζονται, το ίδιο και τα χέρια και τα σώματα. Το σώμα του Rinslet άλλαξε. Φαινόταν ναι μεν στερεό, αλλά ταυτόχρονα ήταν λες και δεν είχε μάζα. Σαν αέριο ένα πράγμα.

Βάζει κάτω το Borealis, και πηγαίνει το αριστερό του πόδι προς τα πίσω, έτοιμος να τρέξει. Ο μαύρος ιππότης δεν ήξερε τι να κάνει. Σε κλάσματα δευτερολέπτου τον είχε καρφώσει και τον σήκωνε με το ένα του χέρι. Τον ιππότη που ξεπερνούσε τα 2 μέτρα σε ύψος και σίγουρα με την πανοπλία τα 200 κιλά.

Μια ψηλή οροσειρά από πάγο άρχισε να εμφανίζεται πίσω από τον Rinslet και πίσω από την πλάτη του μαύρου ιππότη. Κανένας δε μπορούσε να δει τι γίνεται λόγω του πάγου. Βγάζει το Borealis από μέσα του και στην τρύπα εμφανιζόταν πάγος. Πετάει κάτω το Borealis. Ο μαύρος ιππότης φώναζε αλλά ο Rinslet δεν τον άκουγε. Ήταν έτοιμος να σκοτώσει τον 1 από τους 10 Θεούς.

Έδωσε συνολικά 10 μπουνιές γύρω και πίσω από το λαιμό του πριν αρχίσει να του ξεριζώνει το κεφάλι ενώ ήταν ακόμα ζωντανός. Και τα κατάφερε. Τη στιγμή που το έκανε χάθηκε ο πάγος. Όλοι μπορούσαν να δουν τι έγινε. Πετάει κάτω το κεφάλι πατώντας το. Ό,τι υπήρχε μέσα στο κεφάλι βγήκε.
Pages: 1 2 3 4
Reference URL's