Legendary Pokémon

Full Version: Αφημένοι για νεκροί
You're currently viewing a stripped down version of our content. View the full version with proper formatting.
Pages: 1 2 3 4
Εδώ και καιρό έχω γράψει ένα αρκετά μεγάλο fanfic ΑΛΛΑ δεν έχει καμία σχέση με pokemon και ούτε πρόκειται να έχει. Δεν το έχω δημοσιεύσει πουθενά εκτός από ένα σχετικό site για να πάρω συμβουλές για το γράψιμο. Δεν ξέρω αν θα σας ενδιαφέρει αλλά εγώ μπορώ να ανεβάσω την αρχή και αν κανείς δεν ενδιαφέρθει, ας κλείσουν το thread οι admins.

Tέλος πάντων, για όσους ενδιαφέρονται να διαβάσουν, πρόκειται για την δική μου μεταφορά του παιχνιδιού δράσης Left 4 Dead 2 σε γραπτό λόγο.

Oποιαδήποτε σχόλια και προτάσεις είναι καλοδεχούμενα.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Πράσινη Γρίπη στη Σαβάνα

Έλλις

Ο Έλλις ήταν σίγουρος ότι τον ξύπνησε το τηλέφωνο. Ήταν πέντε το πρωί και ο μόνος που μπορούσε να τον πάρει τέτοια ώρα ήταν ο φίλος του. Όμως με την κατάσταση που επικρατούσε μπορούσε να ήταν και κάτι πολύ χειρότερο. Ήλπιζε να τον ζητούσε ο κολλητός του.
“Έλα Κιθ, πώς πήγε η συναυλία;” Απογοητευμένος, ακουσε μια ψυχρή, γυναικεία φωνή να του απαντάει:
“Το παρακάτω μήνυμα είναι ηχογραφημένο. Η Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας και Εκτάκτων Περιστατικών, ΥΠΠΕΠ, σας ενημερώνει οτι η Πράσινη Γρίπη έχει βγει εκτός ελέγχου στην Σαβάνα. Όλοι οι κάτοικοι πρέπει να εκκενώσουν την πόλη το συντομότερο δυνατον. Για περισσότερες πληροφορίες απεύθυνθείται στο κοντινότερο κέντρο εκκένωσης ή στη γραμμή έκτακτης ανάγκης”.
Ωχ, φίλε σκέφτηκε ο Έλλις. Η Σαβάνα ήταν η πόλη του. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε. Δεν είχε καμιά όρεξη να την εγκταλείψει. Βέβαια, ήξερε την επικινδυνότητα της γρίπης. Ολόκληρος ο κόσμος ήταν σε κατάσταση συναγερμού μετά από αυτό που έπαθαν οι βόρειες Πολιτείες. Και ακριβώς οπώς όλοι περίμεναν η ΥΠΠΕΠ στάθηκε ανίκανη να προστατεύσει τους πολίτες. Μία-μία οι πόλεις και οι επαρχίες υπέκυπταν στον ιό. Χιλιάδες κόσμος έβλεπε την περιουσία, την οικογένεια και την ζωή του να χανεται.
Φόρεσε το κίτρινο T-shirt του, ένα τζιν πού είχε για το συνεργείο και το καπέλο που είχε παρει απο τη Νέα Ορλεάνη. Έβαλε τις μαυρες μπότες μηχανικού που είχε, οι οποίες άντεχαν τα πάντα και ετοιμάστηκε να βγει απο το σπίτι. Το μετάνιωσε ομως. Αν πράγματι η Γρίπη χτύπησε τη Σαβάνα μαλλον δέν θα ξαναγυρνόυσε. Καλύτερα να πάρω ένα-δυο πραγματα μαζί μου, σκεφτηκε.
Εψαξε στο σπίτι και στο μυαλό του να δει τι θα μπορούσε να πάρει αλλά δεν βρήκε τίποτα. Ο Έλλις δεν ήταν κανένας ρομαντικός τύπος που μάζευε αντικείμενα και δενόταν μαζί τους. Ζούσε το σήμερα και ότι γίνει, φίλε. Έτσι κι αλλιώς κάποτε θα γυρνούσε. Το μόνο που πήρε ήταν καμιά 300 δολάρια. “Τι στο διάλο, στην Αμερική ζούμε”, μονολόγησε. “Τα δολάρια είναι χρήσιμα, ακόμα και στην Αποκάλυψη θα είναι”
Δεν δοκίμασε να ειδοποιήσει κανέναν. Τα τηλέφωνα σπάνια δούλευαν, το διαδύκτιο είχε πέσει εδώ και δύο εβδομάδες. Βέβαια όταν η ΥΠΕΕΠ τα χρειαζόταν, πάντα ήταν εντάξει. Τώρα που χτύπησε και ο ιός, ήταν θέμα χρόνου να καταρεύσει οτιδήποτε πολιτισμένο στην περιοχή. Ακριβώς οπώς και στο Φεϊρφιλντ.
Αφού έφαγε πρωινό κατέβηκε στο γκαράζ. Όταν άνοιξε την πόρτα είδε όλη την γειτονιά στο πόδι. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες ήταν φυσικό. Αν και ήταν 6 το πρωί, όλοι μάζευαν τα πράγματα τους και κοιτούσαν να φύγουνε, αυτοί και η οικογένεια τους. Η ΥΠΠΕΠ είχε καταφέρει να σπείρει τον πανικό, πριν κάνει οτιδήποτε άλλο. Σκέφτηκε να πάρει κάποιον μαζί του για παρέα μιας και όλοι του οι γνώστοι θα είχαν ήδη φύγει. Κατευθύνθηκε προς ένα τύπο που φώναζε μπροστά από ένα σπίτι.
“Γεία σου, γέιτονα, τι λέει;”
“Δεν ξέρω τι θες αλλά βιάζομαι πολύ”, απάντησε. “Και αν θες να ξες δεν έχω χώρο να πάρω κανέναν αργόσχολο τύπο μαζί μου. Έχω χώρο για μένα, την οικογένεια και τα πράγματα μου. Οπότε τράβα βρές άλλον για να σε κουβαλήσει έξω από την πόλη”.
“Βασικά, έχω ήδη ένα φορτηγάκι αλλά ήθελα να ξέρω που είναι τα κέντρα εκκένωσης”
“Τι να πας να κάνεις εκεί: Αυτά είναι μόνο για τους φλόρους και τους τουρίστες. Μόνο μία βαλίτσα θα σε αφήσουν να πάρεις εκεί. Έλα μαζί μας. Θα την αράξουμε κανά χρόνο κοντά στα Εβεργκλέιτς ώσπου να περάσει αυτή η αηδία με τον ιό. Πλήρωσα ένα φορτηγό να έρθει να μαζέψει τα πράγματα μας. Άργησε λίγο αλλά θα έρθει”.
“Λύπάμαι φίλε δεν έχω όρεξη να αράζω στη Φλόριντα όσο ο ιός θα αποδεκατίζει την Αμερική. Έγω πηγαίνω να βρώ το κοντινότερο κέντρο και να δώ αν μπορώ να πάρω και κανέναν, άσχετα αν έχει ή δεν έχει φορτηγάκι για τον εαυτό του”
Αηδίες, σκέφτηκε. Τσάμπα κόπος. Αυτός κοιτάει να σώσει την τηλεόραση του ενώ ο κόσμος χάνεται. Μπήκε στο φορτηγάκι και δοκίμασε να βάλει μπρος. Κακοδιατηρημένο μοντέλο του '95, τα κατάφερε με την τρίτη προσπάθεια. Καθώς έβγαινε είδε δύο περιπολικά και ένα όχημα του στρατού να σταματάνε στα σπίτια, για έλεγχο μάλλον. Πιο πέρα ετοίμαζαν μπλόκο στον δρόμο. Για να δούμε τι θα κάνεις τώρα, ηλίθιε γείτονα. Ξεκίνησε μην τον πιάσουν και δεν καταφέρει ποτέ να ξεφύγει από τον ιό.
Βγήκε στον δρόμο και επιτάχυνε προς το κέντρο της πόλης. Σίγουρα κάπου εκεί θα ήταν τα κέντρα εκκένωσης. Στο δρόμο κύκλοφορόυσαν πολλά παραφωρτομένα Ι.Χ. που πήγαιναν όλα μέσα στην πόλη. Η αστυνομία και ο στρατός είχαν κλείσει τις εξόδους. Επίσης κρατούσαν όσους προσπαθούσαν να σώσουν τα υπάρχοντα τους για 'παρεμπόδιση της εκκένωσης'. Τώρα άνθρωποι σαν τον επίδοξο γείτονα του παγιδευόταν μέσα στη Σαβάνα, σαν τα ποντίκια, και ανάζητούσαν μία διέξοδο. Αντί να αφήσουν τα πράγματα τους και να τρέξουν να φύγουν όπως μπορούσαν, επέμεναν ώσπου η Γρίπη θα τους έβρισκε μέσα στα αυτοκίνητα τους, να ψάχνουν ακόμα τρόπο να φύγουν για τη Φλόριντα και θα χτυπούσε.
Λίγο πιο μπροστά ήταν άλλο ένα μπλόκο της αστυνομίας. Μια ατσάλινη μπάρα άνοιγε κάθε τόσο, επιτρέποντας σε ορισμένα αμάξια να περάσουν. Μια τεράστια σειρά αυτοκινήτων είχε σχηματιστεί στον δρόμο, καθυστερώντας τον ακόμα περισσότερο.
Βασικά ο Έλλις δεν σκόπευε να περιμένει στην ουρά να σωθεί. Αν το έκανε, η Γρίπη θα απλώνονταν στον αέρα, και όλοι θα μολύνονταν πριν το καταλάβουν. Τα ελικόπτερα θα έφευγαν σχεδόν άδεια. Ήθελε να μπει από κάποια πίσω πόρτα και να φτάσει στα οχήματα εκκένωσης. Αλλά μάλλον ήταν ήδη πολύ αργά για να υπάρχουν πολλοί επιζώντες σε αυτά. Με την τρομακτικη του ταχύτητα ο ιός ειχε κάνει αισθητή την παρουσία του. Όποιος προλάβαινε και μπορούσε έτρεχε σ' ένα κέντρο εκκένωσης και αν λειτουργούσε ακόμα, έφευγε. Ο Έλλις πάντως θα επιζούσε. Ακόμα κι αν έπρεπε να πολεμήσει ορδές αναθεματισμένων μολυσμένων, θα επιζούσε. Και το πρώτο που θα έκανε τώρα, ήταν να βρεί ένα από αυτα τα γαμημένα κέντρα.
Γνωρίζοντας καλά τους δρόμους εκείνης της περιοχής, μπήκε σε ένα σοκάκι. Θα έστριβέ σε ένα άλλο δρομάκι και με μια παράκαμψη θα έβγαινε τελικά κοντά στο κέντρο. Για κακή του τύχη ένας αστυνομικός τον πρόσεξε την ώρα που έστριβε στο δρομάκι. Ο Έλλις τον είδε να σημειώνει κάτι στο μπλοκάκι του και έπειτα ένα περιπολικό κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Δυο άλλα αυτοκίνητα ακόμα πήγαν να τον μιμηθούν αλλά το περιπολικό τους εμπόδισε. Ώσπου να μπλοκάρουν πρόχειρα το δρομάκι αυτός είχε ήδη βγεί από κει. Γρήγορα μπήκε στο πλυντήριο ενός βενζινάδικου και περίμενε. Σε λίγα λεπτά ένα τζιπάκι της αστυνομίας με τις σειρήνες να ουρλιάζουν πέρασε. Περίμενε λίγο ακόμη και ξαναξεκίνησε.
Ήταν σίγουρος πως τώρα κάθε μπλόκο και περίπολος τώρα θα είχε τον αριθμό του και την περιγραφή από το φορτηγάκι του. Έπρεπε να βιαστεί, πριν τον τσακώσουν. Πάτησε κι άλλο το γκάζι στον έρημο δρόμο.
Πήγαινε προς το Κεντρικό Γήπεδο της Σαβάνας.
Καλό,με αγωνία.Δεν έχω παίξει το παιχνίδι αλλά φαίνεται ενδιαφέρονBig Grin
Η συνέχεια:

Κόουτς

O Κόουτς κοίταζε τις άδειες κερκίδες του Κεντρικού Γηπέδου της Σαβάνας. Σήμερα ήταν η μέρα. Ή θα ήταν αν δεν γινόταν αυτό που έγινε.
Είχε έρθει στο γήπεδο από πολύ πρωί. Ο προπονητής πρέπει να φτάνει πριν τους αθλητές. Ενθουσιασμένος από την ευκαιρεία που δινόταν στην ομάδα του, είχε σχεδόν ξενυχτήσει φτιάχνοντας ένα πλανο σκεφτόμενος την ομάδα του.
Οι περισσότεροι προπονητές λένε η ομάδα μου αλλά δεν το ενοούν πραγματικά. Όποτε τους δόθει η ευκαιρεία πάνε σε μια καλυτερη, πλουσιότερη ομάδα. Ο Κόουτς όμως το έλεγε στ' αλήθεια. Παλιά ήταν και ο ίδιος μέλος της, πριν ένα ατύχημα του κλέψει την ικανότητα να τρέχει γρήγορα και να πιάνει τη μπαλα. Του είχαν γίνει πολλές προσφορές αλλά αυτός έλεγε:”Τι θα γίνει, θ' αλλάζω συνέχεια ομάδες επειδή τυχαίνει οι παικτες μου να αποδίδουν καλύτερα; Τα παιδια τα ξέρω καλά και με αυτόυς θα φτασω εώς εκεί που μπορούμε. Τέλος”. Πολλοί τον κορόιδεψαν και ακόμα κι αυτός αμφισβήτησε την επιλογή του κάποτε, όμως σήμερα θα τους έδειχνε.
Αν γινόταν ο αγώνας, θα νικούσαν. Ήταν σίγουρος. Και αν νικούσαν θα ανέβαιναν κατηγορία κάτι που σήμαινε περισσότεροι χορηγοι, καλύτερες εγκαταστάσεις και μια ικανοποιημένη ομαδα. Όλα αυτα, μόνο αν γινόταν ο αγώνας.
Η ώρα παιρνούσε και είδε μια ξαφνική αλλάγη στη ζωή της πόλης. Παρόλου που ήταν Κυριακή, κόσμος άρχισε να μπαινοβγαίνει στα σπίτια από πολύ νωρίς. Περιπολικά κυκλοφορούσαν, ακόμα και κανά-δυο στρατιωτικά οχήματα. Κάποιοα φορτηγά της ΥΠΠΕΠ φανηκαν να τρεχουν προς την δυτική μεριά της πόλης. Με μια προσεκτικότερη ματια στους ανθρώπους που κυκλοφορούσαν είδε οτι ήταν τρομαγμένοι και ουσιαστικά ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν την πόλη. Ο ίδιος έμενε στα προάστια της Σαβάνας και είχε ακούσει ότι κρούσματα της Πράσινης Γρίπης εμφανίστηκαν στην άλλη μεριά της πόλης. Τις τελευταίες μέρες τις είχε περάσει σ' ένα φτηνό ξενοδοχείο κοντά στο γήπεδο για να είναι δίπλα στους αθλητές του. Περίμενε ότι το πρόβλημα θα λυνόταν. Όμως ετσί και συνέβη ότι στο Φέιρφιλντ ή το Ρίβερσαϊντ...
Ένα περιπολικό σταμάτησε. Ένας αστυνομικός βγήκε με τηλεβόα και είπε:
“ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΝΑ ΤΗΝ ΕΚΚΕΝΩΣΟΥΝ ΑΜΕΣΑ! ΜΕΤΑΚΙΝΗΘΕΙΤΕ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ! ΤΑ ΚΕΝΤΡΑ ΕΚΚΕΝΩΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ LIBERTY ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ THE VANNAH. ΘΑ ΓΊΝΟΝΤΑΙ ΕΛΕΓΧΟΙ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ. Η ΧΡΗΣΗ ΒΙΑΣ ΕΧΕΙ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΘΕΙ”
O Κόουτς πήγε προς τον αστυνομικό με τον τηλεβόα.
“Τι σημαίνουν αυτά τα καραγκιοζιλίκια; Δεν πιστευω να βγήκε εκτός ελέγχου ο ιός, έτσι;”
“Κύριε εκκενωστε την περιοχή. Ολόκληρη η πόλη απειλείται. Πηγαίντε σε ένα κέντρο εκκένωσης το συντομότερο”
“Ά, ώστε έτσι γίνεται. Τα σκατώνεται με τη Γρίπη και μέτα μας λετε να τα παρατήσουμε όλα ευγενικά”
“Δείτε, εγώ δεν φταίω. Κάνω ότι μπορώ. Σας λέω να φύγεται γιατί αν μολυνθείται θα γίνεται φορέας και τότε δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Αν δεν θέλεται, θα σας αναγκάσουμε, για το καλό των άλλων και το δικό σας”
Ο αστυνομικός είχε δίκιο. Ο Κόουτς άφησε αυτήν την ευκαιρεία, για τώρα.”Μόλις περάσει η επιδημία θα ζητήσω επανάληψη του αγώνα. Ακόμα κι αν πάρει χρόνια θα ξαναβρώ τους παίκτες μου και θα βγούμε στο γήπεδο να τους δείξουμε την αξία μιας αληθινής ομάδας”, σκέφτηκε. Η ελπίδα δεν πεθαίνει εύκολα.
Το πάθος του για το φαγητό και ιδιαίτερα για τη σοκολάτα ήταν ένα εσωτερικό αστείο στην ομάδα του. Κάποιοι έλεγαν ότι γι' αυτο σταμάτησε να παίζει. Έτσι, δεν μπόρεσε να αντισταθει σε μια μεγάλη, γεμάτη ζάχαρη σοκολάτα που είδε σε ένα κοντινό περίπτερο. Την πήρε και είδε μια επιγραφη με γραμμένη βιαστικά από τον ιδιοκτήτη: “Πάρτε ότι θέλετε. Εγώ φεύγω.” Βγήκε έξω και άρχισε να αναρωτιέται πού στο καλό ειναι το ξενοδοχείο και πώς θα πάει.
Είδε ένα παλιό, ασπρο φορτηγάκι να έρχεται. Σήκωσε το χέρι για να το σταματήσει. Άκουσε τα φρένα να στριγκλίζουν και το κεφάλι ενός νέου, λευκού άντρα φάνηκε στο παράθυρο.
“Πάς κάπου;”, ρώτησε.
“Ναι, στο ξενοδοχείο The Vannah. Λέω να φύγω απ' την πόλη πριν να μολυνθεί ολόκληρη”
“Ωραίος. Μπες μέσα γιατι δεν θα είναι και τόσο εύκολο με τόσο κόσμο και αστυνομία”
Ο Κόουτς μπήκε μέσα και το φορτηγάκι επιτάχυνε αργά. Το ξενοδοχείο ήταν λίγα τετράγωνα παρακάτω.
Έξω από το The Vannah

Ο Έλλις είδε έναν μαύρο, λίγο χοντρό τύπο να του κουνάει το χέρι για να σταματήσει. “Έτσι και μου πει να φορτώσω τα πράματα και να πάμε να την αράξουμε κάπου, θα σηκωθώ να φύγω”, σκέφτηκε.
Τελικά, αποδείχθηκε ότι αυτός ήθελε να πάει στο ξενοδοχείο The Vannah, που ήταν ένα κέντρο εκκένωσης. Μπήκε μέσα και ξεκίνησαν. Ο Έλλις ήξερε πως το κτίριο ήταν τρία τετράγωνα παρακάτω αλλά δεν ήξερε πόσο εύκολα θα τους άφηναν να μπουν.
“Λοιπόν φίλε, εμένα με λένε Έλλις και σκοπεύω επίσης να φύγω απ' τη Σαβάνα προτού καταστραφεί ολοκληρωτικά. Έχεις καμία ιδέα για να μπούμε στο ξενοδοχείο;”, είπε ο Έλλις.
“Μπορείς να με λες απλά Κόουτς. Άκου, πριν λίγο έμαθα ότι οι κόποι μιας ζωής απλά χάθηκαν χάρη στον ιό, οπότε δεν έχω πολύ όρεξη για συζήτηση. Το μόνο που ξέρω είναι ότι το ξενοδοχείο αυτό είναι πολυτελείας και μάλλον θα παίρνουν μόνο τα VIP”, απάντησε ο Κόουτς.
“Μάλλον έχεις δίκιο. Εγώ λέω να βρούμε έναν τρόπο να ξεγλιστρήσουμε στην ταράτσα και να μπούμε στα ελικόπτερα”.
“Κάνε ότι θες, αρκεί να φύγουμε γρήγορα απο εδώ”.
Φάνηκε η μπροστινή είσοδος του ξενοδοχείου. Ακριβώς όπως το περίμεναν υπήρχε πολύ κόσμος και πολλοί απ'ο αυτούς φαίνοταν αρκετά εύποροι. Μάλιστα αυτοί ήταν μέσα στην υποδοχή και ετοιμάζονταν να φύγουν ενώ οι άλλοι φώναζαν και δερνόταν με τους αστυνομικούς απ' έξω.
Ο Έλλις σκέφτηκε να πάνε από την πίσω μεριά αλλά συνήθως η μεγαλύτερη φρουρά ήταν από μπροστά και από πίσω. Άσε που από πίσω άρχιζε η συνοικία που έιχαν αναφερθεί τα πρώτα κρούσματα. Άρα πάμε από τα πλάγια. Ο φίλος του ο Κιθ είχε δουλέψει σερβιτόρος σε μία δεξίωση στο ξενοδοχείο και του είχε πει ότι στην αριστερή πλευρά ήταν μία σκάλα που άρχιζε από το εισόγειο και έφτανε ως την ταράτσα. Κλιμακοστάσιο προσωπικού το είχε πει.
“Άκου Κόουτς, πάμε από τα πλάγια να μπούμε στο κλιμακοστάσιο και να ανέβουμε με τις σκάλες πάνω στην ταράτσα”.
“Με τις σκάλες; Αυτο το κτίριο έχει πάνω από είκοσι ορόφους!”, διαμαρτυρήθηκε ο Κόουτς.
“Αν θες περίμενε στη μπροστά είσοδο να φύγουνε όλοι οι φραγκάτοι ή πήγαινε από πίσω να δεις πόσο καλά διαχειρίστηκε η ΥΠΠΕΠ την Γρίπη”, απάντησε ήρεμα ο Έλλις.
“Καλά, καλά μ' έπεισες”.
Σταμάτησε το φορτηγάκι σ' έναν δρόμο κοντά στην αυλή του ξενοδοχείου. Κατέβηκαν και παράτησαν το αμάξι, οριστικά. Υπήρχε ένας μικρός φράχτης που χώριζε τον ξεραμένο κήπο του ξενοδοχείου απ' τις οδούς. Τον πέρασαν και πήγαν στην αριστερη μεριά του κτιρίου. Είδαν μια μεταλική, μικρή πόρτα και έναν οπλισμένο αστυνομικό μπροστα.
“Αυτό είναι. Πάμε να δούμε αν θα μας αφήσει να περάσουμε ο μπάτσος”, ψιθύρισε ο Κόουτς.
“Και αν δεν μας αφήσει τον βγάζουμε από τη μέση”, είπε ο Έλλις.
Πλησίασαν και ο αστυνομοκός δεν αντέδρασε. Πήγαν πιο κοντά και τότε τους κατάλαβε. Δεν φαινόταν και κανένας σκληρός μπάτσος που θα τους έκανε τη ζωή δύσκολη.
“Τι θέλετε πάλι;”, ρώτησε ο αστυνομικός με απάθεια.
“Υπάλληλοι της ΥΠΠΕΠ είμαστε και θέλουμε ν' ανέβουμε στην ταράτσα για να επιβλέπουμε την εκκένωση. Οι μπροστα εισόδοι έχουν πολύ κόσμο και εμείς βιαζόμαστε”, απάντησε ο Έλλις.
“Για 'σένα το πιστεύω αλλά εκείνος ο μαύρος δεν πρέπει να είναι”.
“Μήπως σε πειράζει το χρώμα μου, βλάκα;”, αποκρίθηκε άγρια ο Κόουτς.
“Έχεις δίκιο, δεν είναι”, είπε ο Έλλις κάνοντας νόημα στον Κόουτς, “Είναι ένας διακεκριμένος πολίτης της πόλης μας και πρέπει να φύγει άμεσα. Γι' αυτό θέλουμε να τελειώνουμε”
“Ότι πεις. Περάστε, εμένα δεν με πολυνοιάζει”.
“Βασικά σε χρειάζονται στην δυτική μεριά. Πήγαινε για να βοηθήσεις να ελέξουν τον κόσμο”.
“Μπα, επέζησε τόσος κόσμος εκεί; Πάω να δω τι γίνεται”, είπε βαριεστημένα ο αστυνομικός.
Ο Κόουτς και ο Έλλις μπήκαν γρηγορα μέσα και έκλεισαν την πόρτα. Ήταν σε μία αποθηκούλα με είδη καθαρισμού και κάτι μεγάλες κονσέρβες. Υπήρχε και μία πόρτα που έγραφε “Κλιμακοστάσιο Προσωπικού” πάνω της. Πρέπει να την είχαν βάλει πρόσφατα γιατί ήταν θωρακισμένη και κλειδωμένη. Δεν θα άνοιγε χωρίς κλειδί. Κάποιος ήθελε να κρατήσει μακριά τον κόσμο. Ήθελαν να ελέγχουν ποιοι παιρνούν και ποιοι όχι.
“Ο αστυνομικός έξω είχε μολυνθεί”, δήλωσε απλά ο Έλλις.
“Έγκαιρα το είπες. Τώρα δεν θα χρειάζεται να ανυσηχώ αν ξαφνικα νιώσω άρρωστος”.
“Απ΄όσο μας έχουν πει οι υπηρεσίες, ο ιός μεταδίδεται μόνο μέσω υγρών. Τον είδες να σε φτύνει;”
“Που να ξέρω 'γω; Μπορεί να πετάχτηκαν τίποτε σταγονίδια απ' το στόμα του ή και από καπου αλλού”.
“Ε, τι να σου πω αν με λίγα σταγονίδια μπορεί να μολυνθείς, είμαστε καταδικασμένοι ήδη”.
“Έτσι κι αλλιώς τώρα δεν γίνεται τίποτα. Αλλά που το κατάλαβες;”
“Η απάθεια, η αδιαφορία και η μείωση της αίσθησης του περιβάλλοντος είιναι κάποιοα συμπτώματα. Και τα μάτια του ήταν λίγο κίτρινα. Σε λίγο δεν θα είναι άνθρωπος. Θα αλλάξει”.
“Σκοτίστηκα. Αυτο που θέλω τώρα είναι να ξεκλειδώσουμε αυτήν την κωλόπορτα. Καμιά ιδέα;”
Έψαξαν μήπως μπορούσαν να ανοίξουν την πόρτα με ότι υπήρχε εκεί αλλά δεν γινόταν. Ήταν γερή και καλά στερεωμένη. Προσπαθούσαν για μισή ώρα και μετά τα παράτησαν. Μάταιος κόπος, είπε ο Κόουτς. Ήταν έτοιμοι να βγούνε και να στηθούν στην ουρά μπας και έφευγαν ποτε. Τότε άκουσαν μια φωνή απ' έξω:
“Βρήκατε μία δυσκολία και τα παρτάτε έτσι εύκολα; Αφήστε τον Νικ να σας βοηθήσει για να τελιώνουμε μ' αυτήν την καταδικασμένη πόλη”.
Ένας λευκός τύπος, με καστανά μαλλιά τραβηγμένα πίσω φάνηκε να μπαίνει μέσα στην αποθήκη. Φορούσε ένα άσπρο, ακριβό κοστούμι κα έναι κυνικό χαμόγελο υπήρχε στα χείλη του.

Nικ

Η προηγούμενη νύχτα ήταν άσχημη για τον Νικ. Βέβαια, είχε περάσει και χειρότερες αλλά πραγματικά αυτή ήταν μία αποτυχία. Και τώρα είχε και το πρόβλημα της επιδημίας εκτός απ' όλα τ' άλλα.
Στη Σαβάνα είχε έρθει εντελώς ευκαιριακά. Καθώς είχε κολλήματα με την αστυνομία στην προηγούμενη πολιτεία και εδώ γινόταν ένας διαγωνισμός τζόγου πήρε το αεροπλάνο και αντίο Νέα Υόρκη. Αγόρασε και ένα σικ κοστούμι με τα πρώτα κέρδη του από το διαγωνισμό. Όλα αυτά χωρίς να υπάρξουν προβλήματα με τις αρχές ή τον υπόκοσμο. Ως χτές το βράδυ.
Τότε γινόταν οι ημιτελικοί. Ο Νικ θα έπαιζε χαρτιά με έναν ασχημομούρη και μετά ακόμα και αν έχανε θα είχε αρκετά λεφτά για να περάσει καλά στη Σαβάνα. Δυστυχώς γι' αυτόν ο ασχημομούρης ήταν το αφεντικό μιας τοπικής συμμορίας που χρειαζόταν άμεσα ρευστό. Έτσι δύο 'άγριοι' τύποι επισκέφθηκαν τον Νικ λίγο πριν τον αγώνα. Του ξεκαθάρισαν ότι τα λεφτά ήταν μεγάλη ανάγκη και ότι αν αυτός έμπαινε εμπόδιο θα τον έσπαγαν. Επίσης δεν παρέλειψαν να του δείξουν και ένα περίστροφο που είχαν για να φοβηθεί.
Ο Νικ είχε δει πολλά τέτοια τσιράκια και ήξερε πως δεν μπορούσαν να χρησιμοποιούν όπλα χωρίς να προκαλέσουν φασαρίες.Το κόλπο με το περίστροφο δεν έπιασε. Σκέφτηκε να τους κάνει τη χάρη αλλά γνωρίζοντας ότι ο ιός δεν θα αργούσε να χτυπήσει την πόλη, είπε να δει πρώτα τον αντίπαλο του και μετά να αποφασίσει. Ας διασκεδάσω και λίγο, σκέφτηκε. Αν ο αντίπαλος φαινόταν άξιος θα του άφηνε τη νίκη, αν ήταν κανένας δειλός βλάκας θα τον αποτελείωνε.
Τελικά άνηκε στη δεύτερη κατηγορία. Έπεφτε σε όλες τις μπλόφες, έβριζε, αγχωνόταν και γενικά τον έκανε ότι ήθελε. Παρ' όλα αυτά ήξερε κάπως να παίζει. Σε μια φάση κόντεψε να κερδίσει κιόλας. Με σωστές, μετρημένες κινήσεις ο Νικ γύρισε το παιχνίδι και πέρασε στον τελικό.
Ο αντίπαλος του ήταν εξοργισμένος. Έδωσε κάποιοες εντολές στους λακέδες του και έβγαλε το κινητό του. Θα φωνάξει και παρέα, είπε ο Νικ απο μέσα του. Καλύτερα να την κάνω. Μπορούσε να τα βάλει με δυο λαπάδες αλλά όχι και με μια ομάδα από τέτοιους.
Εξαργύρωσε τις μάρκες του και έφυγε από την πόρτα προσωπικού. Βγήκε σ' ένα σοκάκι που οδηγούσε στον κεντρικό δρόμο. Οι δυο βλάκες τον περίμεναν με την πλάτη γυρισμένη όμως. Δεν είδαν ότι ήταν πίσω τους. Μπορούσε να βγάλει τ' όπλο του και να τους σκοτώσει χωρίς καν να καταλάβουν τι έγινε. Ευτυχώς γι' αυτούς ο Νικ δεν ήταν κανένας ψυχρός δολοφόνος. Αρκέστηκε να σημαδέψει έναν απ' αυτούς.
“Γειά σας παιδειά, βγήκε αυτός που περιμένετε;” είπε σαρκαστικά.
Γύρισαν έκπληκτοι και κόντεψαν να το βάλουν στα πόδια όταν είδαν την κάννη του όπλου.
“Κύριε εμείς δεν ξέρουμε τίποτα. Ένας δημοιυργεί προβλήματα στο αφεντικό και θέλαμε να τον κάνουμε να εξηγηθεί”. Δεν τον κατάλαβαν απ' τον φόβο τους.
“Ξεχάστε τον. Αυτος ο τύπος έχει καλούς φίλους, αν με πιάνετε. Άντε φευγάτε τώρα, προτόυ λερώσετε τα βρακιά σας”.
Έτρεξαν προς τη λεωφόρο. Ο Νικ έκρυψε το όπλο και πήγε κι αυτός προς τα εκεί. Η κίνηση εκεί δεν του άρεσε. Ένα μεγάλο, μαύρο βαν ξεφόρτωνε μπράβους που πήγαιναν προς το καζίνο. Μάλλον αυτόν έψαχναν. Και όχι για να πιούν καφέ μαζί. Επίσης, τα δυο τσιράκια ήταν κοντά σ' ένα περιπολικό και έδειχναν προς το μέρος του. Το κλίμα δεν τον σήκωνε άλλο.
Έτρεξε στο πάρκινγκ και μπήκε στο νοικιασμένο αμάξι του. Πολυτελείας, όπως και τα ρούχα του. Το όχημα ξεκίνησε άνετα και βιάστηκε να φυγει. Καθώς έβγαινε είδε τους μπράβους να έιναι στο σοκάκι που κανόνισε τα τσιράκια. Και τώρα τρεις μπάτσοι είχαν βγει από το αμάξι τους για να ακούσουν τα τσιράκια. Ήξερε τι έκανε όταν νοίκιασε αμάξι με φιμέ τζάμια.
Είχε μάθει πως στο δυτικό μέρος της πόλης γινόταν ψιλοχαμός λόγω της Γρίπης. Ότι πρέπει. Θα πήγαινε σ' ένα καλό ξενοδοχείο εκεί αλλά θα περνούσε τη νύχτα σε κανά μπαράκι μπας και τον έψαχνε κανείς. Το The Vannah πρέπει να έκανε.
Έφτασε εκεί και άφησε το αμάξι στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου. Θα έπιανε δωμάτιο την άλλη μέρα και θα έφευγε το συνομότερο. Αστυνομία, συμμορίες και ένας θανατηφόρος ιός δεν τον ήθελαν στη Σαβάνα.
Βρήκε ένα ωραίο μπαρ, ένα τετράγωνο από το ξενοδοχείο. Έκατσε, ήπιε λίγο, έπαιξε χαρτιά και μπιλιάρδο και γνώρισε κάποιους ενδιαφέρον τύπους. Αποφάσισε να πιάσει δωμάτιο κατά τα ξημερώματα. Κι έτσι έγινε.
Για κακή του τύχη η επιδημία ξέσπασε τα ξημερώματα. Ώσο ξενυχτούσε στα μπαρ το The Vannah έγινε κέντρο εκκένωσης προνομιούχων. Η ΥΠΠΕΠ είχε ήδη εγκαταστάσεις εκεί και τώρα έγινε ένα από τ' αρχηγεία της. Ο κόσμος άρχισε να ξυπνάει και να καταλαβαίνει την απειλή. Ο Νικ αποχώρησε από το μαγαζί λίγο πριν ο ιδιοκτήτης το κλείσει για να αρχίσει να ετοιμάζεται κι αυτός.
Καθώς πήγαινε στο ξενοδοχείο είδε πολύ κίνηση από το μέρος των αρχών. Πρέπει να ήταν πολύ απασχολημένοι με την πρόσφατη εξάπλωση του ιού για να τον προσέξουν όμως κάθε φορά που τον πλησίαζαν έπαιρνε τα μέτρα του. Λίγη προσοχή πάντα χρειαζόταν στον κόσμο του.
Η κύρια είσοδος του The Vannah είχε γεμίσει ανθρώπους που αναζητούσαν διέξοδο από την πόλη. Και τελικά αυτοί που παιρνούσαν φαινόταν πολύ λεφτάδες για να είναι τυχαίο. Τι περίεργο, σκέφτηκε ειρωνικά ο Νικ. Με το ακριβό κοστούμι του, την καλή εμφάνιση και με λίγο θέατρο δεν θα είχε πρόβλημα να περάσει. Πραγματικά θα το έκανε αν δεν ήταν εκείνοι οι αντιπαθητικοί αξιωματικοί που έλεγχαν ταυτότητες και φάτσες.
Γι' αυτο θα έμπαινε από την πίσω πόρτα. Συνήθως έτσι έκανε. Μόνο που η πίσω πλευρά είχε άμεση πρόσβαση στις κακόφημες και πιθανόν μολυσμένες περιοχές της πόλης. Δοκίμασε μια πόρτα στα πλάγια του κτιρίου. Ανοιχτή και με δύο τύπους μέσα. Τους κρυφάκουσε για λίγο. Ήθελαν να ανοίξουν μια κλειδωμένη είσοσο για να πανε στην ταράτσα και να φύγουν. Μόνο που δεν μπορούσαν να την ανοίξουν και φαινόταν έτοιμοι να τα παρατήσουν. Μπίνγκο! Πάντα είχε πρόχειρο ένα εργαλείο για να ανοίγει τις πίσω πόρτες, ακόμα κι αν αυτές δεν ήθελαν. Ώρα να έρθει ο από μηχανής θεός και να τους δώσει μία λύση. Με αντάλλαγμα μια θέση στο ελικόπτερο, βέβαια. Μπήκε στην αποθηκούλα και είπε:
“Βρήκατε μία δυσκολία και τα παρτάτε έτσι εύκολα; Αφήστε τον Νικ να σας βοηθήσει για να τελειώνουμε μ' αυτήν την καταδικασμένη πόλη”.
Ανεβαίνοντας

Ο νεοφερμένος τύπος έβγαλε ένα καλοφτιαγμένο πολυεργαλείο από μια τσέπη του σακακιού του. Το άνοιξε και πήγε προς την κλειδωμένη πόρτα. Αφού την πείραζε για ένα λεπτο με το εργαλείο του, άνοιξε. Οι σκάλες ήταν μπροστά τους.
“Περίεργο να έχουν βάλει τόσο καλή πόρτα μόνο και μόνο για τις σκάλες. Μάλλον δεν ήθελαν να τρυπώνουν διάφοροι αλήτες απ' τα πλάγια και να κλέβουν τις σειρές των άλλων”, είπε.
“Όποιος κι αν είσαι, σίγουρα σ' έστειλε ο Θεός, φίλε μου. Μας έσωσες”, απάντησε ο Κόουτς.
“Αλήθεια, σου είμαστε υπόχρεοι”, συμπλήρωσε και ο Έλλις.
“Ναί, ναί ότι πείτε. Πάμε τώρα ν' ανέβουμε πριν φύγουν χωρίς εμάς”.
Έτσι άρχισαν ν' ανεβαίνουν προς τα πάνω. Πολλές φορές όταν παιρνούσαν δίπλα από τις πόρτες που οδηγούσαν στους διαφόρους ορόφους του ξενοδοχείου, μύριζαν καπνό και καμιά φορά κάτι σαν σαπίλα. Μάλιστα, μία απ' αυτές ήταν σπασμένη και ο διάδρομος που φαινόταν είχε πάρει φωτιά.
Το κτίριο είχε πολλά πατώματα και αυτοί είχαν φτάσει σχεδόν στη μέση. Λόγω του πρωινόυ ξυπνήματος και της κούρασης δεν μπορούσαν να συνεχίσουν χωρίς διάλειμμα. Γι' αυτό σταμάτησαν στον όροφο με την σπασμένη πόρτα. Πρέπει να ήταν ο δέκατος-τρίτος. Όσο ξεκουράζονταν άκουσαν βήματα μέσα από τις φλόγες. Τους σηκώθηκε η τρίχα όταν είδαν έναν κίτρινο τύπο να βγαίνει μέσα απ' αυτές. Αποδείχθηκε πως ήταν υπάλληλος της ΥΠΠΕΠ με πυρίμαχη στολή. Έβγαλε τη μάσκα του και τους πλησίασε βιαστικά.
“Μην κάθεστε εδώ, αυτοί οι ορόφοι έχουν μούνθεί. Τρέξτε πάνω να φύγετε όσο μπορείτε”, είπε ανύσηχος.
“Έχουν μολυνθεί; Και τι θα γίνουν όσοι περιμένουν κάτω;”
“Ω Θεέ μου, δεν το ξέρουν. Αν τους στείλουν με το ασανσέρ θα σταματήσουν στον προτελευταίο όροφο και θα πεθάνουν. Αυτά τα πράγματα επιτίθονται, γαμώτο. Πρέπει να τους ειδοποιήσω”, δήλωσε και χάθηκε ξανά μέσα στις φλόγες.
“Αυτοί της ΥΠΠΕΠ δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Αν βασιζόμασταν σε αυτούς, τώρα θα είχαμε παγιδευτεί κάπου στο ξενοδοχείο”, είπε ο Κόουτς.
“Αν μας είχαν δεχτεί για την εκκένωση. Μην ξεχνάτε, μόνο λεφτάδες είδαμε να δέχονται σ' αυτό το ξενοδοχείο”, συμπλήρωσε ο Νικ.
Μετά από πέντε λεπτά ξεκίνησαν, ξανά. Η κατάσταση ήταν δύσκολη. Ο καπνός τα έκανε χειρότερα. Και οι τρεις είχαν λαχανιάσει και ήταν έτοιμοι να σταματήσουν για άλλη μια φορά. Ευτυχώς, φάνηκε η έξοδος για την ταράτσα και δεν το έβαλαν κάτω. Όμως καθώς ανέβαιναν τους τελευταίους ορόφους άκουσαν μια γυναικεία φωνή να ουρλιάζει:
“Βοήθεια, με κυνηγάνε, όποιοι κι αν είστε, σας παρακαλώ ανοίξτε την πόρτα”.
Ο Έλλις, που ήταν πρώτος, φώναξε:
“Κρατήσου όποια κι αν είσαι, θα σε βγάλουμε απο εκεί. Εσύ με τα ωραία ρούχα, βιασου, σε χρειαζόμαστε”
“Τι θα κάνατε χωρίς εμένα, άραγε;”, είπε εκείνος.
Ανέβηκε σ' εκείνον τον όροφο και έβγαλε το διαρηκτικό του εργαλείο. Πήγε στην πόρτα και την ξεκλείδωσε εύκολα. Στη βιασύνη του όμως κάτι έσπασε στην κλειδαριά και αυτή μάγκωσε. Ο Έλλις της έδωσε ένα δυνατό σπρώξιμο και άνοιξε.
Μια μαύρη γυναίκα, το πολύ τριάντα χρονών, βγήκε από τον διάδρομο. Φορούσε κόκκινη μπλούζα, ένα τζιν και καφετί μπότες.

Ροσέλ

H Ροσέλ ήξερε περισσότερα για τη μόλυνση από τον μέσο κάτοικο της Σαβάνας. Από τον μέσο κάτοικο της Αμερικής. Δουλεύοντας στο κανάλι 9, στις ειδήσεις είχε δει πολλά πράγματα. Τα οποία, αν και τα είχαν τραβήξει με την κάμερα τους απαγορεύθηκε να τα δημοσιεύσουν. Θα μου πεις ποιος φοβάται αυτούς τους παθητικούς τύπους της ΥΠΠΕΠ πού κατάφεραν να εξελίξουν τον ιό ταχύτερα κι από τη φύση του; Βασικά, γίνονται πιο πειστικοί όταν έχουν ένα βαριά οπλισμένο απόσπασμα στις διαταγές τους.
Τελευταία τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Ήξερε ότι κανένας απ' αυτόυς που πήγαν να καλύψουν τα γεγονότα στο Φέιρφιλντ δεν επέζησε και μόνο δυο-τρεις βγήκαν ζωντανοι από το Ρίβερσαϊντ και το Νιούμπεργκ. Ήλπιζε να μην επαναλαμβανόταν στη Σαβάνα ότι και στις βόρεις πολιτείες. Τα γεγονότα τη διάψευσαν.
Τις τελευταίες δύο μέρες δοκίμαζαν όλο και πιο ριψοκίνδυνα ρεπορτάζ. Μάλιστα, ένας επιτυχημένος δημοσιογράφος πήρε την ομάδα του και πήγε στις μολυσμένες συνοικίες, στη δυτική μεριά της πόλης. Όταν γύρισε, ήταν ενθουσιασμένος. Κάτι είπε για περιπλανώμενους μολυσμένους και την ΥΠΠΕΠ αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι η υπόθεση είχε ψωμί. Οι τύποι της κυβέρνησης έκρυβαν κάτι και αυτή η Πράσινη Γρίπη φαινόταν αρκετά παράδοξη. Την επόμενη φορά θα πήγαινε και η Ροσέλ για ένα αποκλαυπτικό ρεπορτάζ και ας έλεγαν ότι ήθελαν οι μπάτσοι.
Μόνο που δεν υπήρξε άλλη φορά. Τελικά εκείνος ο δημοσιογράφος εκτός από αποκαλυπτικές πληροφορίες έφερε και τον ιό μαζι του. Όλοι όσοι είχαν συμμετάσχει στα ρεπορτάζ για την Γρίπη μπήκαν σε καραντίνα και τους εξέτασαν προσεκτικά. Οι καθαροί αφέθηκαν να φύγουν και διατάχθηκαν να μην ξανασχοληθούν με το θέμα. Από εδώ και πέρα η ΥΠΠΕΠ θα κάλυπτε τα γεγονότα.
Όσοι αποδείχθηκαν μολυσμένοι, τους πήγαν για καθαρισμό και απομόνωση. Είπαν ότι η ασθένεια εξαπλώνονταν πολύ εύκολα και ότι έπρεπε να απομακρυνθούν από το κοινό. Κανείς δεν τους ξαναείδε.
Η Ροσέλ θα επέμενε αν δεν είχε μολυνθει ο αρχηγός της αποστολής και σχεδόν όλα τα μέλη του συνεργείου. Οι υπόλοιποι επιζώντες δεν είχαν καμία όρεξη να συνεχίσουν. Τελευταία μέρα σ' αυτήν την καταραμένη πόλη, είπαν. Αναγκαστικά θα ακολουθούσε.
Έτσι καθόταν στο κρεβάτι της, ντυμένη, έτοιμη να φύγει από το ξενοδοχείο. Τα πράγματα της ήταν πακεταρισμένα εδώ και ώρα. Κόιταξε τα δυο άδεια κρεβάτια δίπλα στο δικό της. Θα έπρεπε να βρίσκονται εκεί άλλοι δυο άνθρωποι, να αστιεύονται και να συζητάνε. Η Πράσινη Γρίπη είχε ήδη επηρεάσει τη ζωή της. Τώρα ή θα ήταν νεκροί ή θα είχαν γίνει κάτι ελάχιστα ανθρώπινο. Και οι άχρηστοι της Υπηρεσίας Πολιτικής Προστασίας δεν είχαν καταφέρει τίποτα. Αργά ή γρήγορα, η ίδια μοίρα θα περίμενε τους περισσότερους κατοίκους της Σαβάνας.
Όμως κάτι δεν πήγαινε καλά. Τους είχαν διευκρινίσει πως στις οχτώμιση ή το πολύ στις εννιά θα ήταν καθ' οδόν για το αεροδρόμιο. Ήταν σχεδόν εννιά και κανείς δεν είχε έρθει να τους πάρει η να τους πει ότι το πρόγραμμα άλλαξε. Σκέφτηκε να πάρει έναν συνάδελφο να δει αν ήξερε τίποτα παραπάνω. Ευτυχώς τα εσωτερικά τηλέφωνα του The Vannah λειτουργούσαν. Κάλεσε τον αριθμό δωματίου.
“Ναί;” ακόυστηε η φωνή του από το τηλέφωνο.
“Καλημέρα Μάικ, μήπως ξες γιατί αργήσαμε να φύγουμε από το ξενοδοχείο;”
“Αργήσαμε; Τι εννοείς; Πρωί είναι ακόμα, εγώ κρυώνω κίολας. Σιγά το πολύ-πολύ να φύγουμε αύριο”.
“Μάικ, καλά είσαι; Ειναι εννιά και θα έπρεπε να ήμασταν στο δρόμο τώρα” απάντησε ανύσηχη η Ροσέλ.
“Πώς πήγε εννιά; Μα δεν είναι τόσο αργά, ηρέμησε” είπε μπερδεμένος ο Μάικ.
Η Ροσέλ κοίταξε τα δύο ρολόγια του δωματίου της. Κι τα δύο έλεγαν εννιά η ώρα το πρωί.
“Καλα, θα δω τι θα κάνω. Γειά”.
Περίμενε να την αποχαιρετήσει αλλά δεν αντέδρασε και του το 'κλεισε. Μολυσμένος, σκέφτηκε. Δεν νιώθει τι γίνεται γύρω του και δεν τον πολυνοιάζει τίποτα. Άσε που όλα τα μέλη της αποστολής που μολύνθηκαν έλεγαν ότι κρύωναν λίγο πριν τους πάρουν για πάντα. Αντίο, Μάικ.
Η μόλυνση πρέπει να εξαπλώθηκε στο ξενοδοχείο τη νύχτα. Τέλεια. Ξαφνικά θυμήθηκε πως όσοι μολύνονται αποκτούν και επιθετική συμπεριφορά αν ο ιός τους κυριεύσει εντελώς. Καλύτερα να έβρισκε βοήθεια και να έφευγε. Παράτησε τα πράγματα της. Δεν θα βοηθούσαν και πολύ σε μια επιδημία. Πήρε μόνο το πορτοφόλι της και βγήκε.
Στο στενο διαδρομό η μυρωδιά του καπνού ήταν αισθητή. Το κτίριο πρέπει να είχε πιάσει φωτιά στους κάτω ορόφους. Εκτός απ' αυτήν, υπήρχε και μια άλλη, περίργη οσμή. Κάτι σαν βάλτος, σαν αποσύνθεση.
Κατευθύνθηκε προς το απέναντι δωμάτιο. Ετοιμάστηκε να χτυπήσει αλλά άκουσε κάτι περίεργους ήχους να βγαίνουν από 'κει μέσα. Οργανικούς ήχους. Κάποιος ή κάτι ζωντανο υπήρχε σ' εκείνο το δωμάτιο. Σταμάτησε για να ακούσει πιο προσέκτικα. Ξεχώρισε δυο απ' αυτούς.
Ο πρώτος ακουγόταν σαν κάποιος να προσπαθούσε να κάνει εμετό και κάθε φορά να το μετάνιωνε την τελευταία στιγμη. Αηδιαστικό. Ο δεύτερος ήταν όπως ο τσιγαρόβηχας. Όμως ήταν πολύ δυνατός, λες και κάποιος έβηχε καπνο. Ήξερε πως ένας από τους δύο άντρες που έμεναν εκεί κάπνιζε πολύ και ο άλλος ήταν παχύσαρκος. Παρ' όλα αυτά αυτοί οι ήχοι δεν είχαν τίποτα το ανθρώπινο μέσα τους. Δεν ήταν καθόλου φυσιολογικοί.
Τα παράτησε όλα. Ποιόν να φωνάξει, όλοι είχαν μολυνθεί ή είχαν πάθει κάτι χειρότερο. Το έβαλε στα πόδια. Καθώς παιρνούσε από τους διαδρόμους του ξενοδοχείου νόμιζε ότι άκουσε κι άλλα πράγματα. Δεν ήθελε να μάθει τι ακριβώς ήταν. Σε μια στιγμη άκουσε και φωνές. Κραυγές, ίσως.
Σωστά υποψιάστηκε ότι οι ανελκυστήρες δεν θα λειτουργούσαν. Έτρεξε προς το κλιμακοστάσιο.
Ήλπιζε να έβρισκε τουλάχιστον κάποιον να της πει αν έπρεπε να πάει πάνω ή κάτω. Δυστυχώς μια κλειδωμένη πόρτα τη χώριζε από τις σκάλες.
Έντρομη βάρεσε τα χέρια της στην πόρτα. Σίγουρα αυτά τα πλάσματα στα δωμάτια την πλησίαζαν. Και θα την έβρισκαν. Την ένιωθαν, την μυρίζονταν. Και τη μισούσαν. Μόνο και μόνο γιατί ήταν υγιέστατη, γιατί δεν ήταν σαν αυτά.
Άκουσε ανθρώπους να ανεβαίνουν από την άλλη μερια της πόρτας.
“Βοήθεια, με κυνηγάνε, όποιοι κι αν είστε, σας παρακαλώ ανοίξτε την πόρτα”, ούρλιαξε.
Τα βήματα σταμάτησαν ακριβώς έξω από την πόρτα. Άκουσε μια λαχανιασμένη,αντρική φωνή να λέει:
“Κρατήσου όποια κι αν είσαι, θα σε βγάλουμε απο εκεί. Εσύ με τα ωραία ρούχα, βιασου, σε χρειαζόμαστε”
“Τι θα κάνατε χωρίς εμένα, άραγε;”
Ένα κλικ ακούστηκε από την κλειδαρειά και μ' ένα δυνατό σπρώξιμο άνοιξε. Ένας νέος με κίτρινο Τ-shirt ήταν μπροστά της. Πιο πίσω στεκόταν ένας τύπος με ακριβά ρούχα και ένα διαρηκτικό εργαλείο στο χέρι. Ένας εύσωμος μαύρος μόλις είχε ανέβει τις σκάλες και καθόταν να βρει την αναπνοή του.
Στην ταράτσα

“Λοιπόν, ευχαρίστηση μας που ήρθες και 'συ αλλά πρέπει να φτάσουμε στην ταράτσα”, είπε ο Νικ. “Τα ελικόπτερα θα φύγουν μόλις μάθουν τι έγινε στο ξενοδοχείο”.
“Καλά πάμε, εγώ δεν έχω κανένα καλύτερο σχέδιο” συμφώνησε η Ροσέλ και άρχισαν να ανεβαίνουν και τους υπόλοιπους ορόφους.
Στο τελευταίο πάτωμα πριν την ταράτσα, ο Κόουτς ήταν έτοιμος να καταρεύσει. Λαχανιασμένος είπε:
“Ε... αφήστε με εμένα ... εδώ ... δεν θα φτάσω ως πάνω”
“Που ξες...μπορεί ... μπορεί το ελικόπτερο ... να είναι φτιαγμένο από σοκολάτα”, απάντησε ο Νικ μ 'ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο.
Σχεδόν έφτασαν. Όλοι εκτός από την Ροσέλ ήταν εξαντλημένοι απο την ανάβαση τόσων ορόφων Άκουσαν μηχανές να ανεβάζουν στροφές. Κατάλαβαν ότι σκόπευαν να φύγουν τα ελικόπτερα χωρίς επιζώντες μέσα. Με όσες δυνάμεις τους απέμειναν βγήκαν στην ταράτσα. Έντρομοι είδαν το τελευταίο ελικόπτερο να απογειώνεται.
“Πανάθεμα..! Μόλις το χάσαμε”, είπε ο Νικ θυμωμένος.
“Ε! Υπάρχει ακόμα κόσμος στη στέγη..! ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩ”, φώναξε ο Κόουτς.
“Λέτε να μας είδαν;”, ρώτησε ο Έλλις.
“Μια χαρά μας είδαν αλλά δεν γυρνάνε πίσω” απάντησε ο Νικ.
“Πηγαίνουν στο εμπορικό κέντρο, στη δυτική μεριά της πόλης. Μάλλον είναι το τελευταίο κέντρο εκκένωσης”, είπε ο Έλλις.
“Και εκεί θα πάμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτ' άλλο” πρότεινε η Ροσέλ.
“Δεν θα πάμε απλώς, θα παλέψουμε. Και τουλάχιστον εγώ δεν θα κάτσω να πεθάνω κλαίγοντας τη μοίρα μου. Δεν ξέρω τι μας περιμένει όμως ας μη τα βάζουμε κάτω”.
“Ωραία, και πρώτα απ' όλα θα κάτσουμε να να βρούμε την ανάσα μας. Σε δέκα λεπτάκια, ας ξεκινήσουμε” απάντησε ο Κόουτς.
To ελικόπτερο εξαφανίστηκε πίσω από τις πολυκατοικίες της Σαβάνας.
Ωραίοι άνθρωποι, σκέφτηκε ο Έλλις. Είδαν ότι είμαστε καθαροί και μας άφησαν πίσω. Τώρα θα περιμένουν να πεθάνουμε από τον ιό. Θα δούνε όμως. Είμαστε αφημένοι για νεκροί στα μάτια τους. Αλλά θα επιζήσουμε.




Πείτε αν ενδιαφέρεστε να postarw και το επόμενο μέρος.
Πόσταρε έχω πορωθείBig Grin
Μπορώ να πω ότι έχεις κάνει πολύ καλή προσπάθεια ποιοτικά και παρόλο που στην αρχή μου φάνηκε τεράστιο κείμενο, το διάβασα πολύ εύκολα και δε το βαρέθηκα καθόλου. Προκαλεί αρκετή αγωνία μπορώ να πω (αν και δεν έχω παίξει το παιχνίδι αλλά ξέρω πάνω-κάτω περί τίνος πρόκειται) και για να μη πολυλογώ ξέρεις 'πώς να βάζεις νόστιμες σάλτσες στο φαγητό σου.' xD


(20-04-2011 05:38 PM)Divided by Zer0 Wrote: [ -> ]Πείτε αν ενδιαφέρεστε να postarw και το επόμενο μέρος.

You bet! Toungue
Eυχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Δυστυχώς θα ανεβάσω το επόμενο μέρος σε κανά 2 μερούλες, μόλις γυρίσω στο pc του σπιτιού μου.
Ξέρω πως κάνω λίγο spam αλλά αν δεν το βάλω σε new reply, πως θα κοκκινίσει η pokeball για να ενημερωθούν οι χιλιάδες θαυμαστές για την εξέλιξη του έργου μου Toungue


Οκ, ρίχνω και το επόμενο μέρος. Να ξέρετε πως από δω και πέρα δεν το έχω πολυκοιτάξει για ορθογραφικά-συντακτικά-νοηματικά-πατάτες και λοιπά λάθη, οπότε αν βρείτε κάτι, πείτε.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Νεκρό Κέντρο

Το ξενοδοχείο
Κεφάλαιο 1ο

Ο Έλλις, ο Κόουτς, ο Νικ και η Ροσέλ είχαν παγιδευτεί στη Σαβάνα λόγω της Πράσινης Γρίπης. Έχοντας εξαπλωθεί πολύ πιο γρήγορα απ' ότι περίμενε κανείς, σε μια νυχτα η πόλη είχε ήδη αρχίσει να χάνει την οργάνωση της. Οτιδήποτε θα θεωρούσε κανείς δεδομένο για μια κοινωνία κατάρεε, με γρήγορους ρυθμούς. Η ζωή της πόλης πέθαινε, μαζί με τους κατοίκους της.
Εκείνη την στιγμή ήταν στην οροφή του γνωστού ξενοδοχείο The Vannah, έχοντας μόλις χάσει τα ελικόπτερα διάσωσης. Η μάλλον έχοντας απλά εγκταλειφθεί από την Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας και Έκτακτων Περιστατικών, όπως και χιλιάδες άλλοι κάτοικοι της πολιτείας. Το κτίριο αυτό είχε αλλάξει πολλούς ρόλους τις τελευταίες μέρες. Από πολυτελέστατο ξενοδοχείο που ήταν γνωστό, έγινε το χώρισμα ανάμεσα στις φτωχότερες, μολυσμένες περιοχές της πόλης και στις καλύτερες, καθαρές συνοικίες. Πύλη της κολάσεως το ονόμαζαν ειρωνικά όσοι δούλευαν εκεί και ήξεραν τι γινόταν στη δυτική μεριά. Ίσως όχι άδικα. Μετά έγινε επιτελείο τολμηρών δημοσιογράφων, έπειτα τόπος διάσωσης επιζώντων και τέλος πρόχειρο αρχηγείο της ΥΠΠΕΠ. Βέβαια, από τα ξημερώματα αποκαλούνταν και κέντρο εκκένωσης αλλά ο τίτλος αυτός δεν ταίριαζε σε ένα μέρος που μόνο κάποια στελέχη της ΥΠΠΕΠ απομακρύνθηκαν με ασφάλεια. Ακόμα και οι πιο εύποροι που εξασφάλισαν μια θέση σ' αυτά τα ελικόπτερα με διάφορα μέσα αφέθηκαν στο έλεος της Γρίπης. Άλλο ένα σημάδι της τελειωτικής κατάρευσης της κοινωνίας και της ανθρωπιάς στην μολυσμένη πια Σαβάνα.
Οι τέσσερις άνθρωποι που αποφάσισαν να πολεμήσουν για την ζωή τους, χωρίς να πατήσουν επί πτωμάτων, μάζευαν εφόδια και δύναμη για να πάνε στο επόμενο κέντρο εκκένωσης, το εμπορικό κέντρο Liberty. Για να το καταφέρουν έπρεπε να περάσουν από τις δυτικές συνοικίες, το μέρος από το οποίο άρχισαν όλα στη Σαβάνα. Πιθανών αν ήξεραν πως ήταν η κατάσταση εκεί, να άλλαζαν τα σχέδια τους.
“Λοιπόν παιδιά, εγώ είμαι έτοιμος, έσεις;”, ρώτησε ο Κόουτς κοιτώντας τους υπόλοιπους.
“Ναι τώρα, προσπαθώ ακόμα να χωνέψω ότι σκοπεύουμε περάσουμε από ένα φλεγόμενο κτίριο, με μολυσμένα, άγνωστα πράγματα να μας καταδιώκουν. Οκ, τώρα είμαι έτοιμος”, αποκρίθηκε σαρκαστικά ο Νικ.
“Μπορεί να μην μιλούσα σε 'σένα”, του είπε ψυχρά ο Κόουτς.
“Τώρα να στερεώσω αυτό το σακίδιο στην πλάτη μου και πάμε”, είπε ο Έλλις καθώς έλυνε τα λουριά ενώς μικρού, κόκκινου σακιδίου.
“Ότι κι αν γίνει καλύτερα να πάρουμε κάτι για να αμυνθούμε, σε περίπτωση που συναντύσουμε πολλούς μολυσμένους”, είπε η Ροσέλ αφολυ είχε στερεώσει το δεύτερο και τελευταίο κύτιο πρώτων βοηθειών στην πλάτη της.
“Έννοείς αν είναι εχθρικοί. Όλοι νομίζουν ότι η μόλυνση δημιουργεί τίποτα ζόμπι που τρώνε ανθρώπους”, απάντησε κάπως ενοχλημένος ο Νικ.
“Μπορεί να μην τρώνε ανθρώπους, αλλά είναι επιθετικοί. Εμπιστεύσου με, δούλευα στις ειδήσεις, κάτι παραπάνω θα ξέρω” του απάντησε η Ροσέλ και πήγε προς μια σκάλα που έβγαζε στον τελευταίο όροφο.
Δεν σκόπευαν να κατέβουν πάλι από το κλιμακοστάσιο προσωπικού. Η σκάλα ή θα είχε πάρει τελείως φωτιά ή θα είχε γίνει άλλο ένα καταφύγιο του ιού. Ή και τα δύο. Ήθελαν να μπουν μέσα στο κτίριο και να κατέβουν με το ασανσέρ που είχε αναφέρει εκείνος ο υπάλληλος της ΥΠΠΕΠ. Θα έβγαιναν στην δυτική μεριά του συγκροτήματος και ήλπιζαν να έβρισκαν βοήθεια για να πάνε στο επόμενο κέντρο εκκένωσης. Από την ταράτσα φαινόταν οι πρόχειρες εγκαταστάσεις της Υπηρεσίας στους δρόμους, στην πίσω έξοδο του ξενοδοχείου.
Μια δυνατή έκρηξη ακούστηκε και μια γλώσσα φωτιάς πετάχτηκε από μερικά παράθυρα των πιο κάτω ορόφων. Με μια προσεκτική ματιά είδαν πως οι μεσσαίοι ορόφοι είχαν πάρει φωτιά, στο μεγαλύτερο μέρος τους. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν από τα παράθυρα των δωματίων τους. Μαύροι καπνοί έβγαιναν από τις πόρτες του εισογείου.
“Σκατά, το μέρος διαλύεται γρήγορα”, είπε ο Κόουτς, “Πάμε πριν καεί συθέμελα”.
Μαζεύτηκαν όλοι στην σκάλα, μπροστά από μια πόρτα που τους χώριζε από τα δωμάτια του τελευταίου ορόφου. Η Ροσέλ πήρε ένα κόκκινο τσεκούρι που υπήρχε σε μια πυροσβεστική φωλιά. Ο Κόουτς την κοίταξε απορημένος και είπε:
“Δεν πιστεύω να χρησιμοποιήσεις αυτό το πράμα εναντίον των μολυσμένων”.
“Που ξές, μπορεί και να το κάνω. Βασικά το πήρα μήπως χρειαστεί να ανοίξουμε δρόμο καθώς διασχίζουμε το ξενοδοχείο”, απάντησε.
Ο Έλλις κουβαλούσε έναν λοστό για τους ίδιους περίπου λόγους. Βλέποντας τον Νικ και τον Κόουτς άοπλους, τους ρώτησε:
“Εσείς δεν θα πάρετε τίποτα μήπως και μας χρειαστεί;”
“Εγώ πάντα έχω κάτι μαζί μου μήπως και μου χρειαστεί”, αποκρίθηκε ο Νικ.
“Όσο για μένα, έχω τα χέρια μου” απάντησε και ο Κόουτς.
“Ωραία, τότε ορμάμε” δήλωσε ενθουσιασμένος ο Έλλις και έβαλε τον λοστό του στη σχισμή ανάμεσα στην πόρτυα και τον τοίχο.
Όλοι τους είχαν εκείνη την έξαψη που έχει κάποιος όταν έχει δει, προετοιμαστεί και απφασίσει να κάνει κάτι που δεν έχει βιώσει όμως. Ο καθένας φαντάζονταν κάτι διαφορετικό για το πως ήταν το κτίριο και οι ένοικοι του. Η αναποή τους έβγαινε πιο δύσκολα και ανυπομονούσαν να ανοίξει η πόρτα για να δούνε τι υπήρχε. Με τη λογική τους ήθελαν να είναι απλώς το ξενοδοχείο, με υπαλλήλους της ΥΠΠΕΠ που θα τους κοιτούσαν περίεργα μόλις έμπαιναν μέσα από μια πόρτα που οι ίδιοι έσπασαν. Ίσως να τους οδηγούσαν στην ασφάλεια ή να καλούσαν τα ελικόπτερα και να έλεγαν ότι υπήρχαν κι άλλοι επιζώντες. Όμως από μέσα τους ήθελαν να υπήρχε κάτι επιθετικό, άγριο για να ξεσπάσει όλη αυτή η ένταση και η ανδρεναλίνη που είχε μαζευτεί μέσα τους.
Η κλειδαριά βγήκε από την θέση της. Με ένα ακόμα χτύπημα, η πόρτα έπεσε.



Και αύριο ένα extra-long επεισόδειο με δράση και όλα τα καλά.
Το ξενοδοχείο
Κεφάλαιο 2ο

Το πρώτο που παρατήρησαν ήταν οι άνθρωποι. Στην αρχή δεν κατάλαβαν τι γινόταν. Τους έβλεπαν να είναι διασκορπισμενοι στον διάδρομο και να περπατάν αργά, από δωμάτιο σε δωμάτιο ή στον διάδρομο, κάνοντας διάφορες περίεργες χειρονομίες.
Ξαφνικά, όπως ανάβει ένα φλας, κατάλαβαν τι συνέβαινε. Τους θεώρησαν ανθρώπους λόγω του ότι το ίδιο το μυαλό τους δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να καταλάβει τι ήταν. Ήταν μολυσμένοι. Μολυσμένοι, στους οποίοιυς ο ιός είχε φτάσει στο τελευταίο στάδιο. Μολυσμένοι που είχαν χάσει κάθε είδος ανθρωπιάς μέσα τους. Ο ιός με ανθρώπινη μορφή.
Αυτό που θεωρούσαν αργό περπάτημα ήταν το άσκοπο περιπλάνημα τους. Αυτά που νόμισαν χειρονομίες ήταν άσκοπες κινήσεις των χεριών, υπολλείματα της παλιάς φύσης τους. Τελικά, αυτά που πέρασαν για ανθρώπους είχαν κυριευτεί από τον ιό της Πράσινης Γρίπης.
Πιο συγκεκριμένα, το δέρμα τους ήταν χλωμό και λιγδιασμένο, λες και ήταν δεν είχαν κάνει ποτέ μπάνιο. Βασικά στην εμφάνιση δεν διέφεραν και πολύ από έναν άρρωστο άνθρωπο. Το περίργο ήταν κάποιοι απ'αυτούς φαινόταν να αιμοραγούν λίγο από διάφορα σημεία του σώματος τους. Το αίμα που έχαναν ήταν πιο σκούρο και υγρό απ'ότι ενός κανονικού ανθρώπου. Μάλλον πιο σωστό θα ήταν να πούμε το αίμα που απέβαλαν. Τα μαλλιά τους ήταν όλα καφετί ή μαύρα και τα μάτια τους είχαν μια κίτρινη, απόκοσμη λάμψη. Τα ρούχα τους ήταν αυτά με τα οποία τους είχε βρει ο ιός.
Η συμπεριφορά τους ήταν και αυτή παράδοξη. Περπατούσαν αργά στους διαδρόμους με το κεφάλι τους σκυμμένο. Δεν έδιναν καμία σημασία ο ένας στον άλλον. Καμιά φορά έγερναν και πάνω στους τοίχους ή καθόταν στο πάτωμα. Έβγαζαν κάποιους ακατανόητους, σιγανούς ήχους χωρίς όμως να απευθύνονται σε κάποιον. Ένας μάλιστα κουνούσε τα χέρια του σαν πουλί για μερικά δευτερόλεπτα και μετά συνέχιζε την άσκοπη περιπλάνηση του. Ελάχιστοι έπιαναν το κεφάλι τους και το κουνούσαν, σαν να προσπαθούσαν να ανακουφιστούν από κάποιον τρομερό πονοκέφαλο.
Όλα αυτά τα παρατήρησαν οι τέσσερις επιζώντες πίσω από την σπασμένη πια, πόρτα της σκάλας. Κοιτούσαν τα πλάσματα αυτά για ένα ολόκληρο τέταρτο χωρίς να μπορούν να αποφασίσουν τι θα κάνουν. Κανείς τους δε μίλησε. Και το καλό ήταν πως ούτε οι μολυσμένοι τους έδωσαν σημασία.
“Τα ζόμπι είναι αληθινά. Δεν το πιστεύω!”, αναφώνησε ο Έλλις.
“Τι στο διάολο είναι αυτά τα πράματα;”, ρώτησε o Nικ κοιτώντας τους μολυσμένους με αηδία.
Δυστυχώς, κανείς δεν πρόλαβε να της απαντήσει. Ξαφνικά δυο-τρεις μολυσμένοι κοίταξαν προς το μέρος της παρέας. Το βλέμα τους αμέσως άλλαξε, λες και μόλις τότε κατάλαβαν ότι υπήρχαν και μη μολυσμένοι άνθρωποι κοντά τους. Απο εκείνο το αποβλακωμένο που έλεγε “υπάρχω αλλά δεν ξέρω γιατί” έγινε εχθρικό, με μια δόση πρωτόγονου μίσους μέσα του. Αυτοί οι λίγοι που αντιλήφθηκαν την παρουσία υγιέστατων ανθρώπων έτρεξαν προς το μέρος τους. Η ταχύτητα και η ευλυγισια τους ήταν αντίθετη με την εικόνα των νοθρών πλασμάτων που είχαν δώσει πιο πριν.
Έφτασαν κοντά στην ομάδα των επιζώντων και παράλληλα όλο και περισσότεροι καταλάβαιναν την παρουσία ανθρώπων. Με το που έφτασαν αρκετά κοντά, ο Έλλις χτύπησε έναν με την πλάγια μεριά του λοστού του.Εκείνος παραπάτησε και έπεσε πίσω, παρασέρνοντας και μία μολυσμένη γυναίκα που είχε λάβει μέρος στην επίθεση. Περισσότεροι πλησίαζαν τρέχοντας.
Ο διάδρομος ήταν στενός και ο Έλλις, ο Κόουτς, ο Νικ και η Ροσέλ παρατάχθηκαν έτσι ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις ορδές όλοι μαζί. Απ΄την άλλη μεριά οι μολυσμένοι δεν φαινόταν να έχουν κάποιο σχέδιο. Έτρεχαν προς τους επιζώντες και όταν έφταναν κοντά προσπαθούσαν να τους δώσουν κάποια χτυπήματα με τα χέρια τους. Δεν σκέφτηκαν καθόλου να χρησιμοποιήσουν κάποιου είδους όπλο. Όταν αποθούνταν, ξανασηκώνονταν και συνέχιζαν με αμείωτη θέληση. Και αυτό άρχιζε να κουράζει τους τέσσερις συντρόφους.
Όλοι τους είχαν δώσει μερικά χτυπήματα με παραπάνω δύναμη, ελπίζοντας να αποθαρύνουν τους μολυσμένους. Μάλιστα η Ροσέλ, χρησιμοποιώντας τη λαβή του τσεκουριού της, έδωσε ένα τόσο γερό χτύπημα που είδε το πρόσωπο του επιτιθέμενου να παραμορφώνεται. Σίγουρη ότι είχε εξουδετερωθεί, τον αγνόησε και επικεντρώθηκε σε μια ομάδα που προσπαθούσε να σπάσει τον σχηματισμο τους από τα πλάγια. Όταν ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα από τα πλάγια τον ξαναείδε, με ρημαγμένη φάτσα αλλά ατσάλινη θέληση.
“Δεν θα σταματήσουν ποτέ!”, φώναξε, “ή θα πεθάνουμε εμείς ή αυτά”
“Καλύτερα αυτοί”, απάντησε ο Έλλις.
Η Ροσέλ είχε πολλές φορές αντιμετωπίσει το δίλλημα ή εμείς ή αυτοί. Στην οικογένεια, στην κοινωνία και ιδιαίτερα στη δουλεία. Συνήθως δεν έκανε τα πράγματα να φαίνονται δραματικά και ούτε έδινε ψεύτικες ελπίδες. Δυστυχώς ή ευτυχώς σε τέτοιες καταστάσεις δεν έβλεπε εναλλακτικές λύσεις ή την ήττα. Έτσι έμενε το εμείς, με οποιοδήποτε τίμημα.
Κοίταξε γύρω της. Ο Κόουτς και ο Νικ ήταν πολύ αφοσιωμένοι συγκρατώντας τους μολυσμένους με τα χέρια και τις γροθιές τους για να σώσουν την κατάσταση. Άλλη μια ομάδα μολυσμένων βγήκε από ένα δωμάτιο. Δεν θα άντεχαν για πολύ ακόμα αν δεν αντιδρούσαν. Παρόλο που ο Έλλις ενθουσιάστηκε αρχικά με την ιδέα, δίσταζε να χτυπήσει. Βέβαια ούτε για την Ροσέλ ήταν εύκολο αλλά τόσα χρόνια ανταγωνισμού είχαν αλλάξει την προσωπικότητα της. Ο χαρακτήρας της της επέβαλλε να δράσει, να μην αφήσει την ομάδα της να πέσει. Γύρισε το τσεκούρι από την σωστή μεριά. Το σήκωσε.
Χτύπησε.
Ο Έλλις άκουσε έναν απαίσιο, υγρό ήχο. Κοίταξε την Ροσέλ και είδε πως είχε μόλις πετύχει δυο μολυσμένους με το τσεκούρι που κρατούσε. Και όχι για να τους ζαλίσει απλώς. Στα μάτια της υπήρχε μια θανατηφόρα λάμψη και στα ρούχα της το σκούρο αίμα των μολυσμένων. Την είδε να ετοιμάζεται να ξανανεβάζει το όπλο της για άλλο ένα χτύπημα στην ορδή.
Ο ίδιος, αν και δεν είχε κανένα πρόβλημα να σκοτώσει αυτά τα πλάσματα που απειλούσαν τη ζωή τους, θυμήθηκε τι ήταν πραγματικά. Άνθρωποι με μια αρρώστια. Δεν ήθελαν οι ίδιοι να σκοτώσουν, ο ιός τους ανάγκαζε για τα σκοτεινά του σχέδια. Μπορεί να είχαν οικογένεια που να αγωνιούσε γι' αυτούς. Ίσως αν δεν είχαν ακούσει την ΥΠΠΕΠ να ήταν τώρα μαζί τους, σύντροφοι. Ίσως να σκότωνε ασθενείς που μπορούσαν να θεραπευτούν.
Όταν όμως είδε ότι η Ροσέλ πήρε την κατάσταση στα χέρια της, θίχτηκε ο εγωισμός του. Παραμέρισε όλες τις προηγούμενες σκέψεις του για ανθρωπιά και σκέφτηκε πως να βοηθούσε κι αυτός. Πως να βοηθήσει την ομάδα. Τελικά η ομάδα δεν είναι πάνω απ' όλα;
Ο Νικ και ο Κόουτς δεν κατάλαβαν και πολλά. Έχοντας την ευθύνη της συγκράτησης της ορδής, η ανδρεναλίνη τους είχε ανέβει στα ύψη. Το μόνο που κοιτούσαν ήταν που θα δώσουν την επόμενη γροθιά και το πως θα άντεχαν την συνεχόμενη πίεση των μολυσμένων. Κοίταξαν τους άλλους δύο επιζώντες όταν υποχώρησε και τελικά χάθηκε η δύναμη της ορδής.
“Γαμώτο, πραγματικά τους θερίσατε. Δεν το περίμενα από εσάς”, είπε ο Κόουτς εξετάζοντας τον σωρό πτωμάτων μπροστά από την τετράδα.
“Βασικά, η Ροσέλ με παρακίνησε. Αν δεν ήταν αυτή εγώ ακόμα θα τους κοιτούσα προσπαθώντας να αποφασίσω”, ομολόγησε ο Έλλις.
Ούτε η Ροσέλ, ούτε κάποιος άλλος αποκρίθηκε. Συνέχισαν στον διάδρομο. Σε μερικά δωμάτια υπήρχαν μολυσμένοι που δεν αντέδρασαν στη παρουσία ανθρώπων. Φαινόταν να έχουν χτυπηθει άσχημα από τον ιό καθώς οι περισσότεροι ήταν καθισμένοι στο πάτωμα η στα κρεβάτια.
“Λέτε ο ιός να δρα τόσο γρήγορα; Δηλαδή χτες το βράδυ όλα ήταν εντάξει και σήμερα τι, όλοι μολύνθηκαν;”, ρώτησε ανύσηχος ο Έλλις.
“Ο ιός περιμένει μάλλον ώσπου να είναι αρκετά δυνατός και τότε χτυπά. Μπορεί να είχαν μολυνθεί εδώ και μέρες και μέσα σε μία νύχτα να άλλαξαν”, απάντησε η Ροσέλ.
“Αυτοί εδώ όμως δεν φαίνονται σε καλή κατάσταση, σε αντίθεση με τα άλλα καθίκια που κόντεψαν να μας φάνε”, παρατήρησε ο Νικ.
“Όντως, πίστευω ότι εξαρτάται από το πόσο καλά είναι ένας άνθρωπος και τι αντιστάσεις έχει για το αν απλώς θα αρρωστήσει βαριά ή θα γίνει μολυσμένος. Αλλά κοινό χαρακτηριστικό είναι η επιθετικότητα. Ακόμα και αυτοί που πιθανότατα υποφέρουν λόγω του ιού θα προσπαθήσουν να μας επιτεθούν αν πλησιάσουμε”, είπε η Ροσέλ.
“Σαν πολλά να ξες για την Γρίπη εσύ”, είπε λίγο περίεργος ο Νικ.
“Δούλευα στις ειδήσεις και ενδιαφερόμουν λίγο παραπάνω, μην το ξεχνας”, απάντησε η Ροσέλ.
“Λοιπόν, αυτοί δεν μας ενοχλούν, οπότε ας τους αφήσουμε να αναπαυθούν”, δήλωσε ο Κόουτς κλείνοντας απαλά την πόρτα του δωματίου.
Παραπέρα βρίσκονταν οι ανελκυστήρες και απέναντι τους μια αίθουσα συνεδριάσεων. Έφτασαν ως εκεί και επιβεβαίωσαν ότι τα ασανσερ ανέβαιναν μόνο μέχρι τον προτελευταίο όροφο. Η αίθουσα όμως τους κίνησε το ενδιαφέρον. Απ' έξω ήταν γραμμένο με μαρκαδόρο 'συνεδρίαση ΥΠΠΕΠ και η δίφυλλη πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Μπήκαν μέσα.
Το μέρος δεν φαινόταν καθόλου σαν συνεδρίαση. Μάλλον σαν πεδίο μάχης. Πράγματι υπήρχε ένα τραπέζι συνεδριάσεων με απλωμένους χάρτες, σημειώσεις και τετράδια. Δυστυχώς φαινόταν δύο πτώματα υπαλλήλων της ΥΠΠΕΠ με πυρίμαχη στολή καθώς και αρκετά σώματα μολυσμένων. Ο ένας από τους δύο υπαλλήλους κρατούσε ένα πιστόλι και με μια προσεκτική ματιά κατάλαβαν ότι ο δεύτερος είχε μολυνθεί. Οι στολές μάλον δεν ωφελούσαν ενάντια στην Πράσινη Γρίπη.
“Για δείτε 'δω”, αναφώνησε ο Κόουτς κοιτώντας ένα τρίποδο με κάτι χαρτιά στερεωμένα πάνω τους. “Να τι ακριβώς ταλαιπωρεί την Αμερική”.
Οι υπόλοιποι πλησίασαν. Πάνω από τις σημειώσεις υπήρχε με μεγάλα, τρισδιάστατα γράμματα η επιγραφή 'Πράσινη Γρίπη'. Σε διάγραμματα φαινόταν διάφορες στατιστικές. Η πρώτες έδειχναν τα κρούσματα σε διάφορες πολιτείες. Έπειτα παρουσιάζονταν τα κονά σημεία του ιού με τις άλλες, γνωστές αρρώστιες. Υπήρχε και μία αναφορά που έλεγε για το νοσοκομείο του Φέιρφιλντ. Σύμφωνα με αυτήν εκεί εμφανίστηκαν τα πρώτα κρούσματα. Τίποτα όμως δεν είχε αποκαλυφθεί σχετικά με την προέλευση του ιού. Το μόνο σίγουρο ήταν πως ήταν θανάσιμη απειλή για τον πολιτισμό.
Παρατήρησαν και έναν χάρτη των νότιοανατολικών πολιτειών της Αμερικής με σημειωμένα όλα τα κέντρα εκκένωσης και τις ζώνες απομάκρυνσης πάνω του. Όλες οι πόλεις είχαν χι πάνω τους και τη λέξη μολύνθηκε, ακόμα και η Σαβάνα. Τελευταία ελπίδα ήταν η Νέα Ορλεάνη, το μοναδικό κέντρο που ήταν κυκλωμένο και έγραφε από κάτω του: “Όλοι οι επιζώντες να μεταφερθούν εκεί για οριστική απομάκρυνση από την Αμερική”.
“Λοιπόν φαίνεται ότι πάμε προς το Νότο, παιδιά. Νέα Ορλεάνη, το τελευταίο ασφαλές μέρος”, είπε ο Έλλις.
“Καλά θα δούμε τι ακριβώς θα κάνουμε, μόλις φτάσουμε στο επορικό κέντρο”, απάντησε ο Κόουτς.
“Αν είναι κανένας εκεί, γιατί βλέπω τη Σαβάνα ξεγραμμένη”, είπε ο Νικ εύθυμα.
Το μάτι τους έπεσε σε μία σημείωση πάνω στο τραπέζι. Έλεγε: “Ποσοστό Θνησιμότητας: με μια γρήγορη εκτίμηση 90%. Πιθανότητα επιβίωσης 10%;”. Κάποιος είχε προσθέσει ένα μηδενικό και ένα κόμμα με κόκκινο μαρκαδόρο μπροστά απο το δέκα.
Για να το επιβαιβεώσει, μια τρομακτική κραυγή ακούστηκε. Έμοιαζε σαν να έβγαινε από το κτίριο το ίδιο. Σημάδι νέας επίθεσης, σίγουρα.
Το ξενοδοχείο
Κεφάλαιο 3ο

Μόλις το άκουσε την κραυγή ο Νικ έδρασε αμέσως. Πίστευε πως είχε καταλάβει τον τρόπο των μολυσμένων. Με τακτικές ορδές εξουθένωναν τους στόχους τους ώσπου να μην μπορούσαν να αντισταθούν άλλο. Αλλά αυτή τη φορά δεν θα προλάβαιναν να πλησιάσουν.
Ο Νικ, καθώς είχε πάρε-δώσε με τον υπόκοσμο κουβαλούσε διάφορα πράγματα μαζί του για να τα βγάζει πέρα. Πολλά δεν τα αποχωριζόταν ποτέ, όπως το αντικλείδι, τις πλαστές ταυτότητες και τις ψεύτικες επιταγές για έκτακτο λάδωμα. Κάτι άλλο που έβγαζε ποτέ από πάνω του ήταν το όπλο του.
Αν και δεν ήταν κανένας επιτυχημένος παράνομος, τουλάχιστον περηφανευόταν ότι ήξερε να χρησιμοποιεί όπλα. Δεν μπορούμε να πούμε σωστά, γιατί ένα όπλο σπάνια γίνεται να χρησιμοποιηθεί σωστά, αλλά αρκετά καλά. Ήξερε πως λίγες και σωστές βολές είχαν καλύτερο αποτέλεσμα από ένα γρήγορο γάζωμα, ακόμα και αν αυτές ήταν στον αέρα. Ήξερε ότι ένα όπλο μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη ζημιά χωρίς καν να πατηθεί η σκανδάλη του. Ένα μάθημα που το έμαθε πολύ νωρίς, με μεγάλο κόστος.
Οπότε όταν χρειάστηκε ένα όπλο βρήκε το κατάλληλο. Κέρδισε δίκαια, γιατί στα χαρτιά πάντοτε έπαιζε δίκαια, ένα αυτόματο Desert Eagle Mark XIX από έναν απόστρατο του Ιράκ. Το πιστόλι αυτό έσωσε τη ζωή του και κάποια πιο σημαντικά πράγματα, όταν το χρειάστηκε. Με το που έγινε πιο οικείος μαζί του, μετατράπηκε απλώς σε άλλο ένα εργαλείο του. Και σαν εργαλείο το χρησιμοποιούσε συνετά, γιατί αν δυσλειτουργούσε θα την πλήρωνε ο ιδιοκτήτης του.
Εκείνη την στιγμη κατάλαβε πως ήταν ώρα να το ξαναβάλει σε λειτουργία. Ήξερε ότι ο Έλλις και η Ροσέλ παραήταν σοκαρισμένοι και κουρασμένοι για να τα βάλουν με μια νέα ορδή μολυσμένων, ιδιαίτερα με τα βαριά και δυσχρηστα όπλα τους.
Βγήκε στον διάδρομο και είδε τους μολυσμένους να τρέχουν προς την αίθουσα συνεδριάσεων. Έβγαλε το πιστόλι από το ακριβό του σακάκι, απενεργοποίησε την ασφάλεια και το έστρεψε προς την ορδή.
Αν ήταν άνθρωποι θα σταματούσαν. Το ένστικτο τους θα τους έλεγε ότι η κάννη κοιτάει αυτούς και κανέναν άλλον, ότι εκείνος ο τύπος με το λευκό κοστούμι σημάδευε τον καθένα ξεχωριστά. Και για τον Νικ θα ήταν αρκετό.
Όμως έιχαν να κάνουν με μολυσμένους, που συνέχιζαν να τρέχουν ακάθεκτοι. Μάλλον ούτε που καταλάβαιναν τη δύναμη του ασημένιου Desert Eagle. Ο Νικ σημάδεψε στο κέντρο της ομάδας με το μεταλικό στόχαστρο.
Η εκπυρσοκρότηση ήταν εκωφαντική. Ο Κόουτς, που είχε βγει για να προστατεύσει τον Νικ, μη γνωρίζοντας ότι εκείνος έιχε όπλο, για λίγο άκουγε μόνο ένα μονότονο σφύριγμα. Όταν ξανακοίταξε την ομάδα των επιτιθέμενων, ένα κενό υπήρχε στο κέντρο της. Κι άλλος πυροβολισμός. Δυο-τρεις μολυσμένοι απ' τα αριστερά έπεσαν. Με τον επόμενο, η ομάδα σχεδόν είχε διαλυθεί. Άλλες τέσσερις βολές και μόνο δυο μολυσμένοι συνέχισαν να τρέχουν προς το μέρος τους, βαριά τραυματισμένοι.
Ο Νικ έριχνε στο ψαχνό για πρώτη φορά στη ζωή του. Πυροβόλησε τις τρεις πρώτες φορές κατευθείαν πάνω στην ορδή. Κάθε σφαίρα των 12,5 χιλιοστών διαπέρασε πάνω από τρεις μολυσμένους κάθε φορά, τραυματίζοντας τους θανάσιμα. Ο Νικ το περίμενε, έτσι όπως έτρεχαν στη σειρά, αλλά η οπτική ζημιά που προκάλεσαν οι πυροβολισμοί ήταν εντυπωσιακή. Αν και η κινητική ενέργεια μιας τέτοιας σφαίαρας είναι τεράστια, τα σώματα των μολυσμένων κυριολεκτικά διαλύοντανν εκεί που τους πετύχαινε. Με τις υπόλοιπες τέσσερις σφαίρες του γεμιστήρα καθάρισε ότι επέζησε από την ορδή.
Τους τελευταίους δύο μολυσμένους τους έριξαν κάτω με ένα χτύπημα ο Κόουτς και ο Έλλις. Εκείνοι ανίκανοι να σηκωθούν και να συνεχίσουν τις φρενώδεις προσπάθειες τους να βλάψουν τους επιζώντες λόγω των τραυμάτων τους, ξεψύχησαν.
Δυστυχώς οι πρώην ένοικοι του ξενοδοχείου δεν το έβαζαν κάτω. Μια νέα ομάδα ομάδα διέσχιζε τον διάδρομο και πλησίαζε. Ο Νικ τους κοίταξε απογοητευμένος. Δεν είχε άλλους γεμιστήρες πάνω του.
Αυτή τη φορά τους έσωσε η τύχη. Καθώς οι εχθροί τους του περνούσαν μπροστά από την πόρτα ενός δωματίου, αυτή ανατινάχθηκε. Φωτιά ξεπετάχθηκε προς τον διάδρομο, ανάβοντας την μοκέτα του. Παρ' όλα αυτά, οι μολυσμένοι πέρασαν μέσα απ' αυτήν για να επιτεθούν στους επιζώντες και πήραν φωτιά. Σε λίγα δευτερόλεπτα ήταν νεκροί.
“Σε λίγο θα πάθουμε κι εμείς το ίδιο αν δεν φύγουμε γρήγορα.”, είπε ο Νικ απλά και προχώρησε στον διάδρομο.
“Για μια στιγμή φίλε, είχες τέτοιο όπλο μαζί οσυ και δεν είπες τίποτα; Δεν μου φαίνεσαι και πού εντάξει τύπος”, αντέδρασε ο Κόουτς.
“Κι εγώ συμφωνώ αλλά ας βγούμε πρώτα από αυτήν την φλεγόμενη παγίδα και μετά συζητάμε”, απάντησε ο Έλλις.
Η φωτιά μπλόκαρε το δρόμο τους. Μπήκαν σε ένα μικρό δωμάτιο με σύνεργα καθαρισμού και σεντόνια. Ο μόνος τρόπος για να συνεχίσουν ήταν να ισσοροπήσουν στο περβάζι των παραθύρων, να περάσουν το φλεγόμενο δωμάτιο και μετά να μπούνε ξανα μέσα απο κάποιο παράθυρο. Πρώτος πήγε ο Έλλις. Γρήγορα πέρασε στο περβάζι ενός ασφαλούς δωματίου, με τον λοστό του έσπασε το παράθυρο του και μπήκε μέσα. Έπειτα ακολούθησαν προσεκτικά ο Κόουτς και η Ροσέλ. Τελευταίος έμεινε ο Νικ.
“Μήπως θες να σε περιμένουμε να αράξεις λίγο και μετά να έρθεις; Μην φοβάσαι, έχουμε όλη τη μέρα μπροστά μας”, τον ειρωνεύτηκε ο Κόουτς.
“Τώρα έρχομαι”, απάντησε ο Νικ απρόθυμα.
Γενικώς δεν τα πήγαινε καλά με τα ύψη. Πάντα φοβόταν τα παιχνίδια που χρησιμοποιούσαν το ύψος για να ανεβάσουν την ανδρεναλίνη. Του κοβόταν η αναπνοή. Ήταν από τα λίγα αδύνατα σημεία του, και το μισούσε.
Βγήκε προσεκτικά στο περβάζι. Δίστασε για μια στιγμή αλλά αποφάσισε να συνεχίσει. Είχε γραπωθεί γερά από τον τοίχο και ήταν έτοιμος να κρατηθεί αν χρειαζόταν. Με αργά, προσεκτικά βήματα προχώρησε. Έριξε μια ματιά στο δωμάτιο που είχε πιάσει φωτιά, καθώς περνούσε απ' έξω του. Τα τζάμια είχαν σπάσει και ζέστη έβγαινε απο μέσα του. Η φλόγες παραήταν μεγάλες για να τρέφονται μόνο με ταπετσαρίες και έπιπλα. Κάποιος είχε βάλει εύφλεκτα χημικα εκεί.
Συνέχισε προς το επόμενο δωμάτιο που τον περίμεναν οι σύντροφοι του. Για μια στιγμή θέλησε να κοτάξει κάτω. Αντιστάθηκε, γνωρίζοντας πως αν το έκανε, θα τα έχανε. Δυστυχώς ένα μικρό γλίστρημα είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Καθώς το τσιμέντο υποχώρησε, δοκίμασε πανικόβλημένος να γραπωθεί από την κάσα του παραθύρου. Δεν τα κατάφερε και κατέληξε να κρέμεται από το περβάζι με ένα κενό πολλών ορόφων από κάτω του. Ένιωθε το σώμα του να γλιστράει σιγά-σιγά. Τρόμος τον κυρίευσε.
“Βοήθεια, θα πέσω, γλιστράω!”, ούρλιαξε.
Είδε ένα ζευγάρι χέρια να απλώνονται προς το μέρος του. Ο Κόουτς με την Ροσέλ είχαν γειρει προς τα έξω και τον έπιασαν. Το πρόσωπο του Νικ είχε γίνει άσπρο.
Μόλις πάτησε μέσα στο δωμάτιο, είπε άτονα:
“Την επόμενη φορά θα κάτσω να με φάνε τα ζόμπι”.
“Ούτε ένα ευχαριστώ; Κόντεψες να πεθάνεις από τον φόβο σου εκεί έξω...”, του είπε ο Κόουτς.
“Μάλλον σας χρωστάω χάρη”, αποκρίθηκε.
Ξαναβγήκαν στον διάδρομο και κατέβηκαν ένα πάτωμα με τις σκάλες. Αποφάσισαν να ψάξουν για τα ασανσερ καθώς ο υπάλληλος της ΥΠΠΕΠ τους είχε πει ότι στον προτελευταίο όροφο δούλευαν.
Έσπασαν την κλειδαριά της πόρτας και βρέθηκαν στον κεντρικό διάδρομο του πατώματος. Συνέχισαν. Συχνά από τα δωμάτια ακούγονταν οι απόκοσμες φωνές των μολυσμένων. Από ένα άλλο έβγαινε μαύρος καπνός. Έστριψαν αριστερά στην πρώτη διασταύρωση και βρέθηκαν κοντά στους ανελκυστήρες. Η δεξιά μεριά της αίθουσας είχε πάρει εντελώς φωτιά, η οποία ερχόταν προς τη μεριά τους. Για να μπούν στο ασανσερ έπρεπε να διασχίσουν έναν μεγαλούτσικο χώρο με πολλούς μολυσμένους.
Προχώρησαν κολλητά στους τοίχους, όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν. Λίγο πριν φτάσουν, ένας μολυσμένος μπήκε μπροστά τους. Ο Έλλις, που ήταν πρώτος, τον έσπρωξε με δύναμη και φώναξε:
“Όλοι στο ασανσερ!”
Οι μολυσμένοι κινητοποιούνταν με τρομακτική ταχύτητα. Οι τέσσερις επιζώντες μπήκαν στον ανελκυστήρα, χτυπόντας κάποιους μολυσμένους που πήγαν να τους εμπδίσουν. Η Ροσέλ αμέσως πάτησε το κουμπίο για το εισόγειο. Οι εχθροί τους όμως είχαν μπλοκάρει τις πόρτες, με αποτέλεσμα να μην μπορεί το ασανσέρ να ξεκινήσει. Ο Κόουτς άρπαξε το τσεκούρι της Ροσέλ και φωνάζοντας θυμωμένος χτύπησε τους μολυσμένους δυνατά, τραυματίζοντας τους θανάσιμα και τινάζοντας τους πίσω.
Για λίγα δευτερόλεπτα οι πόρτες ελευθώρηκαν και μπόρεσαν να κλείσουν.
Το ξενοδοχείο
Κεφάλαιο 4ο


“Γαμώτο! Τι είναι όλα αυτά, κανά είδος εφιάλτη; Πρασινή Γρίπη και σκατά! Αυτό είναι η αποκάλυψη των ζόμπι! Τι θα κάνουμε αν έχουμε μια πόλη μολυσμένων να μας κυνηγάει;”, είπε ο Έλλις ανήσυχος.
“Ηρέμησε γιε μου, μια χαρά θα είμαστε. Ας ξεκαθαρίσουμε ποιοί είμαστε πρώτα”, απάντησε ο Κόουτς.
“Έλλις, το όνομα μου είναι Έλλις”.
“Εμένα με λένε Ροσέλ. Δούλευα στις ειδήσεις, όπως είπα και πιο πριν”.
“Το δικό μου όνομα είναι Νικ αλλά μην ανησυχείται με το πως θα το μάθετε γιατί δεν σκοπεύω να μείνω για πολύ ακόμα”.
“Τουλάχιστον θα μείνεις ώσπου να βγούμε από τη Σαβάνα, έτσι;”, του αποκρίθηκε ο Κόουτς.
“Μπορεί”, μουρμούρησε ο Νικ.
“Όλοι οι φίλοι μου με φωνάζουν Κόουτς, οπότε κι εσείς μπορείτε να κάνεται το ίδιο”.
Καθώς ο ανελκυστήρας κατέβαινε, καπνός μπήκε στον θάλαμο του ανελκυστήρα. Όταν έφτασαν στο εισόγειο, είχε γίνει αποπνικτικός. Σύντομα έμαθαν το γιατί.
Ο Έλλις χρησιμοποίησε τον λοστό του για να ανοίξει τις πόρτες του ασανσέρ.
Ολόκληρος ο όροφος είχε γίνει μια πύρινη κόλαση. Οι φλόγες έγλειφαν το ταβάνι. Με δυσκολία ανάπνεαν. Ο μόνος τρόπος για να βρούνε έξοδο προς τη δυτική μεριά ήταν να περάσουν μέσα από την κουζίνα.
“Πάμε πριν”, φώναξε ο Έλλις βήχοντας,”πριν πνιγούμε από τον καπνό”
Το αριστερό μισό του διαδρόμου είχε πιάσει φωτιά. Πολλές φορές κομμάτια ψευδοροφής ξεκολλούσαν, ρίχνοντας σοβά στα κεφάλια των επιζώντων. Το κτίριο διαλυόταν, μαζί με τους πρώην πελάτες του. Έφτασαν διπλά από το γραφείο ασφαλείας.
“Το δωμάτιο είναι κλεισμένο αεροστεγώς, ας μπούμε μέσα να ανασάνουμε λίγο”, είπε ο Νικ δυνατα για να ακουστεί μέσα απο τη βοή της φωτιάς.
Γρήγορα μπήκαν μέσα και έκλεισαν την πόρτα, για να μην διαφύγει ο καθαρός αέρας του δωματίου.
Το γραφείο ήταν μικρό. Είχε δύο τρπαέζια, μερικές καρέκλες, μια θήκη σχεδόν γεμάτη με καραμπίνες και κάποιες ενδιαφέροντες αφίσες.
“Βρε, βρε για δες εδώ”, είπε ο Νικ παρατηρώντας μια αφίσα, “'Προετοιμάζοντας ένα ασφαλές δωμάτιο, λέει. Σαν να ήξεραν πολλά και να μην μας έλεγαν”.
“Η τελευταία αναφορά του υπέυθυνου ασφαλείας”, παρατήρησε ο Έλλις.
Μαζεύτηκαν όλοι οι επιζώντες για να δούνε τι έλεγε.


13 Ιουνίου 2009
Η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου πια. Η ΥΠΠΕΠ επιβαιβεώνει πως δεν θα έχουμε ένα νέο Φέιρφιλντ αλλά συνέχεια ακούω για περισσότερους μολυσμένους, καινούργειες μεταλάξεις και θάνατο. Μοιάζει σαν να κάνουν πειράματα με τον ιό. Λένε ότι από αύριο τα ξημερώματα θα αρχίσουν να εκκενώνουν την πόλη. Υποτίθεται ότι αυτήν την αναφορά θα την διαβάσει ανώτερος αλλά έτσι κι αλλιώς δεν θα ζήσω για πολύ ακόμη. Μια νέα φουρνιά θυμάτων του ιού ήρθε από τα δυτικά. Θα τους εξετάσουν και θα τους εκτελέσουν, όπως συνήθως. Ίσως βρέθούν και κανα-δυο με ανοσία. Αυτόι θα ζήσουν. Εμένα πάντως μου ανάθεσαν να τους φυλάω. Την προηγούμενη φορά οι μολυσμένοι επιτέθηκαν στους υπέυθυνους ασφαλείας, σκοτώνοντας τους. Μάλιστα λέγεται ότι είδαν κάτι σαν άνθρωπο να πηδάει μακριά στο σκοτάδι ουρλιάζοντας. Καλή μου τύχη;

Ο Νικ είχε απομακρυνθεί και παρατηρούσε την κάσα με τα όπλα. Έπιασε μια καραμπίνα και την επεξεργάστηκε. Πήρε λίγα φυσίγγια από ένα διπλανό κουτί και τη γέμησε. Όπλισε. Αυτό τράβηξε την προσοχή των υπολοίπων. Η Ροσέλ του είπε:
“Τι σκαρώνεις πάλι με το όπλο, Νικ; Δεν έχεις ήδη ένα;”
“Βέβαια, αλλά εκείνο το άδειασα πάνω στα ζόμπι για να μας σώσω, οπότε παίρνω και δεύτερο”, απάντησε.
“Φέρε και σε 'μένα ένα, ίσως χρειαστεί”, του είπε ο Κόουτς.
“Πρόσεχε πως θα το χρησιμοποιήσεις”, αποκρίθηκε και του πέταξε τη γεμάτη καραμπίνα.
Ο Κόουτς, πριν χτυπήσει ο ιός, πήγαινε για κυνήγι με κάποιους φίλους. Δεν ήταν και το αγαπημένο του χόμπι αλλά γενικώς παιρνούσε καλά. Ένιωθε για λίγο ανεξάρτητος από την αγκαλιά της τεχνολογίας. Σαν ένας αληθινός κυνηγός. Βέβαια η ρουτίνα καραδοκούσε μόλις τελείωνε το σαββατοκύριακο.
Αυτός και η παρέα του δούλευαν μόνο με καραμπίνες. Παλιά χρησιμοποιούσαν και μονόβολα αλλά τα έκοψαν μετά από ένα ατύχημα. Γι' αυτό ο Κόουτς ήξερε λίγο από καραμπίνες.
Υπήρχαν ορισμένοι κυνηγόι που χρησιμοποιύσαν αυτόματα και τουφέκια, λες και πήγαιναν σε πόλεμο. Γάζωναν τα άτυχα ζώα σκοτώνοντας αυτά και οτιδήποτε ήταν κοντά τους. Βλάκες με όπλα που πήγαιναν να δείξουν την δύναμη τους στα ζώα γιατί δεν μπορούσαν να το κάνουν στους ανθρώπους.
Αυτή που του πέταξε ο Νικ ήταν μια επναληπτική Mossberg 590. Βασικά αυτό το όπλο είχε φτιαχτεί για να σκοτώνει. Τέτοιου είδους καραμπίνες ήταν ένα κύριο όπλο των αμερικάνικων ειδικών δυνάμεων. Τι δουλειά είχε σε ένα γραφείο ασφαλείας ενός ξενοδοχείου; Γιατί η ΥΠΠΕΠ είχε εξοπλιστεί με βαριά όπλα και θέριζε τους μολυσμένους αντί να εκκενώσει τον κόσμο; Τι νόμιζαν, ότι σκοτώνοντας θα θεραπεύσουν την Πράσινη Γρίπη; Ή πίστευαν ότι μπορούσαν να θέσουν ύπο έλεγχο τον μισό μολυσμένο πλυθησμό της Σαβάνας με τα όπλα τους; Σίγουρα οι μολυσμένοι ήταν χιλιάδες και επιθετικοί. Αυτά σκεφτόταν θυμωμένος ο Κόουτς ενώ ο Νικ γέμιζε την καραμπίνα του.
Ενώ οι υπόλοιποι ασχολούνταν με τις καραμπίνες, το μάτι του Έλλις έπεσε στο ράφι πάνω από το γραφείο του υπεύθυνου ασφαλείας. Εκεί υπήρχαν κάτι κύλινδρικά πράγματα, σαν δυναμίτες. Από κάτω υπήρχε ένα χαρτί της ΥΠΠΕΠ που έγραφε: Πως να φτιάξετε μια βόμβα αντιπερισπασμού. Συμφωνά με αυτό αυτές οι βόμβες ήταν πλαστικοί κύλινδροι, με έναν μηχανισμό στερεωμένο πάνω τους που για κάποιο λόγο ελκούσε τους μολυσμένους. Θα έπρεπε να ήταν γεμισμένοι με κάτι που θα τους αποπροσανατόλιζε όταν ανατινασσόταν. Εκεί κάποιος είχε σημειώσει: 'Δεν αποπροσανατολίζονται, μόνο ζαλίζονται για λίγο. Αυτές είναι γεμισμένες με μπαρούτι'. Τέλεια, σκέφτηκε, χειροβομβίδες που τρελαίνουν τα ζόμπι.
Μια δυνατή έκρηξη τους έκανε να αναπηδήσουν. Μαζεύτηκαν στην πόρτα και ετοιμάστηκαν να συνεχίσουν το δρόμο τους στο φλεγόμενο ισόγειο. Λίγο πριν ανοίξουν την πόρτα ο Έλλις τους πρότεινε.
“Γιατί δεν παίρνουμε μαζί μας κάποιες βόμβες αντιπερισπασμού; Έχει τρεις πάνω στο ράφι”.
“Πάρε μία και πάμε να φύγουμε, το κτίριο είναι έτοιμο να πέσει!”, του απάντησε ο Νικ.
Ο Έλλις άρπαξε μια βόμβα και τη στερέωσε στη ζώνη του. Ακουλούθησε τους υπόλοιπους που είχαν βγεί στον διάδρομο. Η φωτιά είχε χειροτερέψει. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Ο ιδρώτας τους κυλούσε ποτάμι. Επιτέλους βρήκαν την κουζίνα. Μπήκαν μέσα.
Ήταν θαύμα που ακόμα δεν είχαν ανατιναχτεί οι φιάλες με το γκάζι για τους φούρνους. Παρ' όλα αυτά και αυτό θα γινόταν σύντομα. Από τις δίφυλλες πόρτες που έβγαζαν στην τραπεζαρία φαινόταν πως η φωτιά πλησίαζε. Άλλο ένα κομμάτι από το ταβάνι ξεκόλλησε, αφήνοντας καλώδια να κρέμονται. Το κτίριο σύστηκε.
“Η πίσω πόρτα!”, φώναξε ο Έλλις.
Όλοι κατευθύνθηκαν προς τα εκεί, σχεδόν τρέχοντας. Επιτέλους βγήκαν από το φλεγόμενο ξενοδοχείο.
Το ξενοδοχείο
Κεφάλαιο 5ο

Βρισκόνταν σε ένα σοκάκι με κάδους, σκουπίδια και σάπια φαγητά. Οδηγούσε στην πίσω αυλή του The Vannah. Η είσοδος των δυτικών συνοικιών στο ξενοδοχείο. Ο κόμβος μεταξύ μολυσμένων και καθαρών περιοχών της Σαβάνας, πριν ο ιός εξαπλωθεί σε ολόκληρη την πόλη. Και αναγκαστικά οι επιζώντες έπρεπε να πάνε εκεί για να φτάσουν στο δεύτερο κέντρο εκκένωσης. Περπάτησαν προς την πίσω μεριά του κτιρίου.
Η δυτική μεριά ήταν μπροστά τους. Βασικά ήταν ένας ασφαλτοστρωμένος χώρος με θέσεις στάθμευσης και μεγάλες εισόδους στο ξενοδοχείο για τον ανεφοδιασμό του. Ρυμολκούμενα οχήματα της ΥΠΠΕΠ ήταν σταματημένα μπλοκάροντας τον δρόμο που πήγαινε βαθύτερα στις δυτικές συνοικίες. Πιθανόν για να ελέγχουν ποιος έμπαινε και έβγαινε. Πιο πέρα διακρίνονταν μερικά περιπολικά και ένα όχημα του στρατού, ακινητοποιημένα.
“Ωραία και τώρα πως προχωράμε παραπέρα;”, αναρωτήθηκε ο Κόουτς.
“Συνήθως υπάλληλοι της ΥΠΠΕΠ κυκλοφορούσαν και για να συνεχίσεις έπρεπε να σε εξετάσουν και να σου επιτρέψουν την έξοδο. Το ίδιο ίσχυε και για την είσοδο”, απάντησε η Ροσέλ.
“Ναι, αλλά εμείς δεν σκοπεύουμε να επιστρέψουμε, έτσι;”, είπε ο Νικ.
“Τέλος πάντων, υπάρχει ένα καταφύγιο σε περίπτωση που οι μολυσμένοι έβγαιναν εκτός ελέγχου, όπως τώρα. Είχα ακούσει πως ενώνει την δυτική μεριά με την πίσω μεριά του ξενοδοχείου”, τους ενημέρωσε η Ροσέλ.
Ο Κόουτς κοίταξε τριγύρω για να εντοπίσει το καταφύγιο. Στον τοίχο δίπλα σε 'να όχημα της ΥΠΠΕΠ υπήρχε ένα υπόγειο γκαράζ. Μόνο που η πόρτα για το προσωπικό είχε αντικατασταθεί από μια θωρακισμένη, κόκκινη πόρτα. Πάνω της ήταν γραμμένο με μαύρο σπρέι ένα κεφαλαίο κάππα. Είπε στους άλλους:
“Μάλιστα, ορίστε το καταφύγιο μας. Ελπίζω να έχει και κάτι να φάμε”.
Βιαστικά κατευθύνθηκαν προς τα εκεί.
“Δεν θα χαλαρώσω αν δεν ακούσω τη βαριά, μετταλική πόρτα να κλείνει πίσω μου”, είπε η Ροσέλ.
“Εκτός κι αν είμαι κι εγώ μέσα”, δήλωσε χαμογελώντας ο Νικ.
Ο Κόουτς έκανε μια γκριμάτσα αποστροφής. “Είναι κι αυτό”, είπε.
Έφτασαν κοντά στην είσοδο. Άνοιξε εύκολα. Η πόρτα ήταν φτιαγμένη από χοντρά, κόκκινα σανίδια με ατσάλινους συνδέσμους σχδόν παντού πάνω της. Γι' αυτό τους είχε φανεί μετταλική στην αρχή.
Πήγαν να μπούνε και άκουσαν έναν έντονο βήχα ακριβώς από πάνω τους. Όχι βήχα, τσιγαρόβηχα. Θα έλεγε κανείς ότι κάποιος έβηχε καπνό.
“Γάμα το”, είπε εκνευρισμένος ο Νικ. “Μπείτε γρήγορα μέσα να κλέισω και να ηρεμήσουμε για λίγο από αυτά τα απαίσια τέρατα”.
Ο Έλλις, που είχε μείνει τελευαταίος, δοκίμασε να μπει. Ξαφνικά άκουσε έναν σφυριχτό ήχο και μια βραχνή κραυγή. Ταυτόχρονα ένιωσε κάτι να τυλίγεται γύρω από το σώμα του. Έντρομος, είδε ότι ήταν μια γλώσσα. Μια φρικιαστική, μακριά, γκρίζα γλώσσα, οποία απλωνόταν στο σώμα του περιορίζοντας τις κινήσεις του. Πήγε να ουρλιάξει αλλά η γλώσσα έφτασε στον λαιμό του, εμποδίζοντας τον να μιλήσει. Δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Τα πόδια του σηκώθηκαν στον αέρα. Ο λοστός έφυγε απ' τα χέρια του. Πνιγόταν.
Ο Νικ καθόταν στην είσοδο του καταφυγίου, κοιτώντας τον Κόουτς και την Ροσέλ που είχαν ήδη αράξει στις καρέκλες. Όταν άκουσε τους βραχνούς ήχους, φώναξε:
“Άσε τις αηδίες και τσακίσου Έλλις, δεν έχω όρεξη!”
Αφού ο Έλλις πάλι δεν φάνηκε, ο Νικ βγήκε έξω ανύσηχος. Αυτό δεν το περίμενε. Είδε τα πόδια του Έλλις να αιωρούνται. Και είδε πάνω στην οροφή κάτι που έμοιαζε ελάχιστα με έναν ψηλό άνθρωπο να τραβάει τον Έλλις προς το μέρος του. Με τη γλώσσα του! Ο Νικ δεν πίστευε στα μάτια του.
“Γαμώ, τι σκατά είναι αυτό”, φώναξε έκπληκτος.
Ο Έλλις πάλευε ενάντια στη γλώσσα που προσπαθούσε να τον στραγγαλίσει. Ακόμα και όταν κατάφερνε να τη χαλαρώσει για λίγο το ίδιο το βάρος του την έκανε να ξανασφιχτεί γύρω του. Με την άκρη του ματιού του είδε τον Νικ να βγαίνει από το καταφύγιο και να κοιτάει προς το μέρος του σοκαρισμένος. Με όσο αέρα του απέμενε ούρλιαξε:
“Βοήθεια!”
Ο Νικ κατάλαβε ότι το πράγμα εκείνο σκότωνε τον Έλλις. Δεν μπρούσε να χρησιμοποιήσει την καραμπίνα του, γιατί θα τραυμάτιζε τον σύντροφο του. Είδε πεταμένο τον λοστό του Έλλις και τον άρπαξε. Παρ' όλα αυτά εκείνος ο απαίσιος μολυσμένος τον είχε σηκώσει ήδη αρκετά ψηλά. Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να σώσει τον φίλο του.
Πήδηξε και αρπάχτηκε από πάνω του. Το πρόσθετο βάρος έκανε τον μολυσμένο να παραπατήσει αλλά συνέχισε να σφίγγει την γλώσσα του. Ένας πνιχτός ήχος βγήκε από τον Έλλις. Ο Νικ τέντωσε το χέρι του και στριφογύρισε με δύναμη τον λοστό. Πέρασε λίγα εκατοστά πίσω από την γκρίζα γλώσσα. Την επόμενη φορά την χτύπησε, ελευθερόνοντας το θύμα του μολυσμένου.
Ο Έλλις έπεσε στην άσφαλτο του πάρκινγκ. Άπλωσε τα χέρια του και με όση δύναμη του απέμεινε ξετύλιξε τη γλώσσα γύρω από τον λαιμό του. Παρ' όλο που εκείνη είχε αποκοπεί από τον κάτοχο της, συνέχιζε να προσπαθεί να πνίξει το θύμα της. Αυτός αηδιασμένος την πέταξε μακριά του. Κάθησε κάτω και ανέπνεε λαίμαργα.
Ο Κόουτς και η Ρσοέλ έιχαν βγει έξω, τρομαγμένοι από τις φωνές. Είδαν τον Έλλις πεσμένο κάτω να προσπαθεί να βρει την ανάσα του, τον Νικ όρθιο με τον λοστό στο χέρι και τέλος εκείνο το πλάσμα που είχε αρπάξει τον Έλλις να απομακρύνεται κουτσαίνοντας προς την δυτική μεριά. Ένα μονοπάτι γκριζο-κίτρινου καπνού απλωνόταν πίσω του. Η ακρωτηριασμένη γλώσσα του αποσυντίθοταν γρήγορα, βγάζοντας εκείνον τον περίεργο καπνό, σε μικρότερες ποσότητες.
Από τότε ο Έλλις κατάλαβε πως οι μολυσμένοι είχαν χάσει κάθε είδος ανθρωπιάς και έπρεπε να αντιμετωπιστούν ανάλογα. Ως ένα καρκίνωμα που έπρεπε να χαθεί από το πρόσωπο της γης.
“Τι στο διάολο συνέβη εδώ”, ρώτησε ο Κόουτς.
“Πάμε όλοι μέσα, οι μολυσμένοι είναι πολύ πιο επικίνδυνοι απ' ότι νομίζαμε”, του απάντησε ο Έλλις.
Μπήκαν όλοι μέσα. Τελευταίος ο Κόουτς έκλεισε την θωρακισμένη πόρτα, την κλείδωσε και την ασφάλισε από μέσα με ένα χοντρό σίδερο.
Στους δρόμους
Κεφάλαιο 1ο

Το καταφύγιο ήταν απλώς ένα μακρόστενο δωμάτιο δίπλα στο γκαράζ του The Vannah. Μάλλον παλιά ήταν για τους υπαλλήλους που το συντηρούσαν. Τώρα είχε αλλάξει, για να φιλοξενεί επιζώντες από την δυτική μεριά, ωσπού να φύγουν από τη Σαβάνα. Ή να εκτελεστούν.
Η πόρτα του δωματίου είχε αντικατασταθεί με μια άλλη, θωρακισμένη και κόκκινη. Από την πίσω μεριά της, οι τέσσερις επιζώντες που χρησιμοποιούσαν το καταφύγιο, είχαν στοιβάξει μια μετταλική καρέκλα και ένα τραπέζι. Δεν ήξεραν τι υπήρχε εκεί έξω αλλά είχαν πάρει τα μέτρα τους. Όλοι οι τοίχοι είχαν καλυφθεί με μια κρεμ ταπετσαρία. Το ταβάνι ήταν άσπρο και δυο λάμπες κρέμονταν απ΄αυτό, ρίχνοντας το κιτρινωπό τους φως στον χώρο. Στον τοίχο, δίπλα στην είσοδο ακουμπούσε ένας τριθέσιος, καφέ καναπές. Πάνω του καθόταν ο Κόουτς τρώγωντας μπισκότα σοκολάτας και ο Έλλις, αμίλητος. Κολλητά τους υπήρχε ένας αυτόματος διανομέας, με το προστατευτικό του τζάμι σπασμένο. Τα περισσότερα τρόφιμα απο εκεί έλειπαν. Επίσης, από εκεί προερχόταν και τα μπισκότα του Κόουτς. Απέναντι τους ήταν ένας μακρύς πάγκος με διάφορα πράγματα πάνω του, από σκουπίδια ως λοστούς και ένα ματωμένο τσεκούρι. Εκεί είχε γείρει η Ροσέλ, αφηρημένη από διάφορες σκέψεις. Από την πίσω μεριά του βρισκόταν ένας μισογεμάτος ψύκτης νερού. Μια λευκή πόρτα, κοντά στον πάγκο χώριζε τον χώρο από μια τουαλέτα. Ανάμεσα στην τουαλέτα και στον πάγκο, ακριβώς απέναντι από τον καναπέ υπήρχε ένας διάδρομος. Κατέληγε σε μια άλλη θωρακισμένη πόρτα, η οποία όμως είχε ένα καγκελόφραχτο άνοιγμα στο ύψος του κεφαλιού. Στο σημείο αυτό στεκόταν ο Νικ. Έβλεπε από το άνοιγμα. Έβλεπε πέρα από το ξενοδοχείο. Έβλεπε τι γινόταν πραγματικά στην πόλη. Έβλεπε στην δυτική μεριά.
Του Έλλις, γενικώς δεν του άρεσε η σιωπή. Πολύ θα ήθελε να μπορούσε να αστιευτεί για το ότι είχε γίνει, να έλεγε “πω, αυτά τα φρικιά θέλουν στ' αλήθεια να μας σκοτώσουν”. Όμως αυτό δεν ήταν αστείο, ήταν η πραγματικότητα. Πίστευε πως η διαδρομή στην δυτική μεριά θα ήταν δύσκολη, αλλά όχι αδύνατη. Ότι συνέβη όμως έξω από το καταφύγιο τον έκανε να αλλάξει γνώμη. Η συνάντηση με αυτό το αποτρόπαιο πλάσμα, ήταν κάτι παραπάνω από τρομακτική. Όταν τον έπιασε από πίσω, τραβώντας τον αργά προς το μέρος του, ένιωσε εντελώς ανίκανος και βλάκας. Παγιδευμένος στη γλώσσα του μολυσμένου, έχανε σιγά-σιγά τις αισθήσεις του. Πράγματι ένιωθε ευγνόμων που μπόρεσε να φωνάξει και για το ότι ο Νικ τον βοήθησε. Αλλά το χειρότερο ήταν ότι φοβήθηκε για τη ζωή του την ίδια. Εκείνος θα τον σκότωνε σε λίγα δευτερόλεπτα, σπάζοντας το λαιμό του σαν καλαμάκι, αφήνοντας εντελώς αβοήθητο στα χέρια των μολυσμένων τεράτων.
Και τότε παρατήρησε τους συντρόφους τους. Ο καθένας σε μια μεριά του δωματίου με, πιθανόν, διαφορετικές σκέψεις και έγνοιες στο μυαλό του. Ο καθένας διαφορετικός αλλά με κοινό στόχο και την ανθρωπιά ανεβασμένη πιο πάνω από το πρωτόγονο ένστικτο της επιβιώσης. Ένιωσε περήφανος και ευτυχισμένος που ήταν μαζί τους. Διέκρινε την αληθινή ομάδα που υπήρχε ανάμεσα στα τέσσερις επιζώντες, και πίστεψε σε αυτήν.
Ο Νικ έφυγε από την έξοδο του και πλησίασε τους υπόλοιπους. Ευτυχώς η έκφραση του Έλλις είχε αλλάξει. Για μια στιγμή νόμισε πως ο μικρός έχασε το κουράγιο του. Δεν ίσχυε το ίδιο όμως και για τους δύο άλλους ανθρώπους στο δωμάτιο. Είδε τη Ροσέλ να κοιτάει το τσεκούρι, το οποίο πριν λίγο κρατούσε, με μια λυπημένη έκφραση. Κάτι την απασχολούσε.
“Τι τρέχει Ροσέλ; Σε βλέπω αρκετά σκεφτική από τότε που φτάσαμε εδώ”, είπε ο Κόουτς, αφού είχε φάει και το τέλευταίο μπισκότο.
Εκείνη άφησε κάτω το όπλο αλλά πριν προλάβει να απαντήσει, ο Νικ είπε με με ένα ειρωνικό χαμόγελο στο στόμα του:
“Τι λέει Κόουτς, άφησες μήπως κάτι φαγώσιμο και για μας γιατί ξές, οι συσκευασίες δεν τρώγονται”.
“Βούλωνε βλάκα, κάτι απασχολεί την κυρία εδώ και θα ήθελα να τη βοηθήσω”, αποκρίθηκε αγριεμένος ο Κόουτς.
Πολλές καυστικές απαντήσεις ήρθαν στο μυαλό του Νικ, όμως τις κατάπιε. Ξαναπήγε στην θέση του και συνέχισε την παρατήρηση.
“Λοιπόν τι θα έλεγες, πριν μας διακόψει εκείνος;”, τη ρώτησε ο Κόουτς.
“Με τα σημερινά γεγονότα, νιώθω κάπως άσχημα για όλη αυτήν την κατάσταση. Εμείς σαν δημοσιογράφοι ξέραμε αρκετά και κουκουλώναμε άλλα τόσα. Για παράδειγμα, ξέρει κανείς ότι ακόμα και σήμερα όποια πόλη είχε χτυπηθεί από τον ιό, βρίσκεται στην αναρχία; Ξέρετε πως η πολιτική ηγεσία έχει χωθεί στα πυρηνικά καταφύγια, αφήνοντας όλη την αρμοδιότητα στην ΥΠΠΕΠ; Και τελικά ξέρετε πως οι μολυσμένοι έχουν κυριεύσει την δυτική Σαβάνα εδώ και τρεις μέρες, ενώ οι αναφορές στους πολίτες έλεγαν ότι την έβαλαν σε “καραντίνα” για την ασφάλεια του κόσμου. Τρίχες!”, είπε η Ροσέλ με αρκετή ένταση στη φωνή της.
“Δες, πολλά από αυτά που λες κυκλοφορούσαν ως φήμες”, της απάντησε ο Κόουτς.
“Φήμες! Εμείς προσπαθούσαμε να τα περάσουμε στον κόσμο με πλάγιο τρόπο αλλά! Πάντα οι ανώτεροι έχουν δίκιο, γιατί θέλουν το καλό μας και μας αγαπάνε. Γιατί δουλεύουν για μας ενώ εμείς καθόμαστε! Αυτοί οι ανώτεροι είχαν μαζέψει όλες τις ένοπλες δυνάμεις και μας απειλούσαν με εκτέλεση αν προκαλούσαμε “αναστάτωση” στους πολίτες. Ίσα-ίσα που κρατιόμασταν στη Σαβάνα, μπας και δείχναμε την αλήθεια πέρα από την προπαγάνδα. Φαίνεται πως αποτύχαμε”.
“Ε ναι, αν κρίνει κανείς από τις αντιδράσεις των ανθρώπων. Οι περισσότεροι μόλις άκουσαν για Πράσινη Γρίπη, μάζεψαν ότι πιο πολύτιμο είχαν και δοκίμασαν να το σκάσουν. Βέβαια, τα μπλόκα τους σταμάτησαν, φράζοντας τις αρτηρίες της Σαβάνας”, είπε ο Έλλις.
“Τέλος πάντων, αυτό που με πείραξε περισσότερο είναι η φρίκη του ιού. Θεέ μου, τόση δυστυχία, τόσος τρόμος για τους ανθρώπους. Γινόμαστε αδερφοκτόνοι, καννίβαλοι για να επιβιώσουμε και ο θανατος καραδοκεί πανου. Τα πάντα καταρέουν. Δεν πιστεύω πως ο Θεός αφήνει να μαίνεται τέτοια κατάρα στη Γη. Στις μαζικές ταφές μαζεύονται σκυλιά, κοράκια, σκουλήκια και τρώνε από τα πτώματα των ανθρώπων”.
“Πονάει να πέφτεις στον πάτο της τροφικής πυραμίδας, ε;”, παρατήρησε ο Νικ.
“Δεν θέλω να συνεχίσω άλλο”, ψιθύρησε τελικά η Ροσέλ.
Ο Έλλις σηκώθηκε όρθιος, αυτό ήταν κάτι που δεν ανεχόταν. Κανείς δεν έπρεπε να τα βάλει κάτω. Μίλησε με πάθος.
“Οχι, θα συνεχίσεις, όπως όλοι μας. Κανείς δεν μένει πίσω. Δεν πολεμάμε για κάποιον ανώτερο σκοπό, ούτε καν για ένα κατώτερο, αλλά για να επιζήσουμε. Και θέλουμε να επιζήσουμε, όχι γιατί είμαστε γουρούνια ή σκυλιά, αλλά γιατί θέλουμε να ξαναχτίσουμε αυτά που έπεσαν. Για να εξαφανίσουμε τον απαίσιο ιό από την Γη. Για να βοηθήσουμε κι άλλους ανθρώπους. Και θα φτάσουμε στο τέλος όλοι μαζί, σαν ομάδα”.
“Αν συνεχίσουμε, το μόνο τέλος θα είναι ένας απαίσιος θάνατος ανάμεσα σε μισοπεθαμένα κορμιά”, του απάντησε.
Της αποκρίθηκε ο Νικ, χωρίς να την κοιτάει.
“Δες, όταν οι στρατιώτες πάνε για πόλεμο, τους λένε κάποιες *κολοκύθι*. Κάποιοι τα λένε ιδανικά και ηθικές αξίες. Εγώ πιστεύω πως τα λένε γιατί το να πουν: “Θέλουμε να σκοτώσεις και να σκοτωθείς για τα παιχνίδια των πολιτικών και για τα λεφτά” είναι λίγο χοντροκομμένο. Για αυτό θα σου πω τα πράγματα όπως έχουν, χοντροκομμένα: Έξω υπάρχουν ζόμπι. Δυναμώνουν, εξελλίσωνται και τα λοιπά, και κάποτε θα σπάσουν τις πόρτες του καταφύγιου και θα μας σκοτώσουν, αν μείνουμε. Αν βγούμε, μπορεί να γίνει το ίδιο. Όμως τότε θα τους δείξουμε τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Ότι δεν είσαι ο *κολοκύθι* που συμβιβάζεται με λίγη ασφάλεια και ελάχιστη ελευθερία. Θέλουμε πίσω την χώρα μας και ότι είχαμε, θέλουμε τα πάντα και τα διεκδικούμε. Δεν το βάζουμε κάτω γαμώ, παλεύουμε ως το τέλος με σύμμαχο την ομάδα και όπλο το τίποτα! Όποιος γουστάρει να μας εμποδίσει, ας έρθει. Και αν μας σταματήσει, δεν θα πω τουλάχιστον προσπαθήσαμε. Θα πω, αυτός είναι ο Σατανάς ο ίδιος, γιατί θα έχει χτυπηθεί από ότι όπλο κρατάω εγώ και οι συντροφοί μου και θα μπορεί ακόμα να λυγίσει τη θέληση μας. Δεν σου ζητάω να έρθεις για την ανθρωπότητα, αλλά για τη ζωή σου και τη δική μας. Για τη γαμημένη την ΖΩΗ ΜΑΣ!”
Τα λόγια των δύο τελευταίων σίγουρα έδωσαν λίγη παραπάνω αποφασιστηκότητα στην ομάδα.
Pages: 1 2 3 4
Reference URL's